" Επάνω σ' ένα ακοίμητο αερόστατο
ατενίζουμε το καθάριο χρώμα τ' ουρανού,
τις ανθισμένες κοιλάδες του μυαλού,
την ανεξίτηλη θαλασσινή δροσιά,
τους ορεινούς στυλοβάτες της απεραντοσύνης...
Οι ψυχές μας γίνονται συνοδοιπόροι..."

Σας καλωσορίζω στο ιστολόγιό μου ελπίζοντας να κάνουμε πολλά ταξίδια - ονειρικά και μακρινά - στο χώρο του πνεύματος, της τέχνης και της δημιουργίας...

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2014


ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Β’ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΕΝΟΤΗΤΑ 1η (ΘΕΩΡΙΑ)




ΑΧΩΡΙΣΤΑ ΜΟΡΙΑ: μονοσύλλαβες ή δισύλλαβες λέξεις που δεν εκφέρονται ποτέ μόνες τους αλλά χρησιμοποιούνται ως πρώτο συνθετικό σύνθετων λέξεων. Διακρίνονται σε λαϊκά και λόγια:

ΑΧΩΡΙΣΤΑ ΛΑΙΚΑ ΜΟΡΙΑ

Ø α-, αν- (δηλώνει άρνηση ή στέρηση) > ά-κακος, αν-άλατος

Ø ξε- (έξω) >ξεπορτίζω, (πολύ) > ξεκουφαίνω, (εντελώς) > ξεπαγιάζω, (στέρηση ή αναίρεση) > ξεκολλώ, (τέλος ενέργειας) > ξεμεθώ

Ø ανά- (επάνω) > αναπηδώ, (πίσω, πάλι) > αναβάλλω, αναδάσωση), επανάληψη > αναβαθμίζω, (υποκοριστική σημασία) > ανάλαφρος

ΑΧΩΡΙΣΤΑ ΛΟΓΙΑ ΜΟΡΙΑ

Ø αμφί- (από τα δύο μέρη, γύρω) > αμφίβιο, αμφιβολία, αμφιθέατρο, αμφίδρομος, αμφιλεγόμενος, αμφίπλευρος, αμφίρροπος, αμφισημία

Ø αρχι- (πρώτος, ανώτερος) > αρχιεπίσκοπος, αρχιτέκτονας, αρχιστράτηγος

Ø δια-/δι- (ανάμεσα, παντού, διάλυση) > διαβαίνω, διακηρύττω, διασπώ

Ø διχο- (μοιρασμένος σε δύο) > διχόνοια, διχογνωμία, διχοτόμηση

Ø δυσ- (δύσκολος, κακός) > δυσεύρετος, δύστυχος, δυσάρεστος, δύσβατος, δύσκαμπτος, δυσκινησία, δυσλεκτικός, δυσμένεια, δυστροπία, δυσφορία

Ø εισ- (κίνηση μέσα) > εισβάλλω, είσοδος, εισαγγελέας, εισαγωγικός, εισχωρώ, είσπραξη, εισπνοή, εισέρχομαι

Ø εκ-/εξ- (έξω, αλλαγή, πολύ) > εκφράζω, έκδοση, εξελληνισμός, εξαγριώνω

Ø εν-/εμ-/εγ-/ερ-/ελ- (μέσα) > ενόραση, εναλλαγή, έμφαση, εμπλοκή, εγγραφή, εγκοπή, έλλογος, ελλειπτικός, έρρινος, έρρυθμος

Ø επι-/ επ-/ εφ- (επάνω) > επιβλέπω, επιβάρυνση, επιγραφή,  επάλληλος, επαγωγή, επαλήθευση, έφιππος, εφεύρεση, εφησυχασμός, έφοδος

Ø ευ- (πολύ) >  ευάερος, ευήλιος, ευτυχία, ευερέθιστος, εύκαμπτος, ευαισθησία, ευμετάβλητος, ευκαιρία, ευκίνητος, εύπεπτος, εύσωμος, εύχρηστος

Ø ημι- (μισό) > ημισφαίριο, ημικύκλιο, ημιθανής, ημιαπασχόληση, ημίαιμος, ημίγυμνος, ημιμαθής, ημίονος, ημιστίχιο, ημίχρονο, ημίτονο, ημισέληνος

Ø ομο- (το ίδιο)  > ομόγλωσσος, ομόφωνος, ομοτράπεζος, ομογενής, ομόηχος, ομογάλακτος, ομοειδής

Ø περί- (γύρω, πολύ) > περιορίζω, περιζήτητος, περίβολος, περικάρπιο, περίοπτος, περίφημος, περιβάλλω, περιδιαβαίνω, περίπτερο, Περικλής

Ø συν-/συγ-/συλ-/συμ-/συρ-/συσ-/συ-/συνε- (μαζί) > συνένοχος, συνάδελφος, συντοπίτης, συγγραφέας, συγκάτοικος, σύλλογος, συλλαλητήριο, συμμαθητής, σύμβολο, συμφωνώ, συρραπτικό, σύρριζα, συρραφή, σύσσωμο, συσσώρευση, συσφίγγω, σύσκεψη,  συχωριανός, συνεπαίρνω, συνέταιρος, συνεχής, συνεργός

Ø τηλε- (μακριά) > τηλεόραση, τηλέφωνο, τηλεσκόπιο, τηλέγραφος, τηλεδιάσκεψη, τηλεπαρουσιαστής, τηλεοπτικός, τηλεκατευθυνόμενο

Ø υπο-/υπ-/υφ- (από κάτω, πίσω συνοδεία) > υποδιευθυντής, υποχωρώ, υποβάλλω, υπόγειος, υπάρχω, υποσιτισμός, υφαρπαγή, υφάλμυρος

Ø παν- (ολόκληρος) > πανάθλιος, πανεύκολος, πανελλαδικά, πανευρωπαϊκή

Ø προ- (πριν) > προπολεμικός, προθάλαμος, προϊστορικός, προφανής, προκείμενο, προγενέστερος, προβολή, προκαταβολή, προθέρμανση

Ø προσ- (μέσα) > προσβάλλω, προσδόκιμος, πρόσκληση, προσφορά, προσκαλώ, προσμετρώ, πρόσκρουση, προστακτική, προσανατολίζομαι, πρόστυχος

Ø απο-/απ-/αφ- (μακριά) > αποτραβιέμαι, αποβολή, απόστρατος, αποχή, απάνεμος, αφαίμαξη, αφαιρώ, αφαλάτωση

Ø κατα-/κατ- (κάτω) > κατάβαση, καταδρομικό, καταμερισμός, καταβάλλω, κατάσαρκα, καταμεσήμερο, κατολίσθηση, κατειλημμένος, κάτωχρος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου