Γρηγόριος Ξενόπουλος «Κάποια Χριστούγεννα»
· Η επιστολή που διαβάσατε αποτελεί ένα
πρωτότυπο είδος χρονογραφήματος – σχολίου για παιδιά και νέους, με προσωπικό ύφος και με ιδιαίτερα αφηγηματικά χαρακτηριστικά. Οι επιστολές
τέτοιου τύπου αναφέρονταν σε θέματα της πολιτικής, της κοινωνικής και της
πολιτικής επικαιρότητας και αποτελούσαν έναν ξεχωριστό τρόπο επικοινωνίας ανάμεσα στον κόσμο των
ενηλίκων και στο παιδικό αναγνωστικό κοινό. Να επιβεβαιώσετε τα παραπάνω
χαρακτηριστικά της επιστολής στο κείμενο που διαβάσατε:
· Ο
επικοινωνιακός λόγος του Ξενόπουλου – αν και χρονολογείται το έτος 1925
– διακρίνεται για τη γλωσσική απλότητα,
τον κουβεντιαστό τόνο, τη συναισθηματική αμεσότητα και τον ευτράπελο χαρακτήρα. Μπορείτε να
εντοπίσετε τα συγκεκριμένα στοιχεία επικαλούμενοι αναφορές μέσα από το κείμενο;
· Όπως
προαναφέρθηκε, η συγκεκριμένη επιστολή ανήκει στο είδος του χρονογραφήματος, δηλ. πρόκειται για ένα
κείμενο δοκιμιακού χαρακτήρα που παρουσιάζει και σχολιάζει με ανάλαφρη διάθεση
επίκαιρα κοινωνικά ζητήματα. Το χρονογράφημα σήμερα έχει μικρή παρουσία, αλλά την εποχή που έγραφε ο Ξενόπουλος
ήταν πολύ δημοφιλές είδος στον ημερήσιο και στον περιοδικό τύπο. Γιατί, κατά τη
γνώμη σας, συνέβαινε κάτι τέτοιο;
· Να σχολιάσετε
το λαογραφικό χαρακτήρα και την ιδιαιτερότητα της ελληνικής
θρησκευτικής παράδοσης σε συνδυασμό με τις συνήθειες
της παραδοσιακής οικογένειας. Σε ποια
συμπεράσματα καταλήγετε; Στη δική σας οικογένεια ισχύουν κάποιες συγκεκριμένες παραδόσεις κατά
τη διάρκεια της γιορτής των Χριστουγέννων;
· Να εξετάσετε τη συναισθηματική σχέση που διαμορφώνει το άτομο κάθε εποχή με τον τόπο,
τους κοινωνικούς θεσμούς, τα πρόσωπα του περιβάλλοντός του. Οι παράγοντες αυτοί
είναι στατικοί ή εξελίσσονται σ’ όλη τη διάρκεια της
ζωής του και επηρεάζουν σημαντικά την προσωπικότητά του ατόμου αλλά και την
ευρύτερη φυσιογνωμία ενός κοινωνικού συνόλου;
· Να διατυπώσετε
τις απόψεις σας για τα φαινόμενα της εσωτερικής
μετανάστευσης και του αστικού τρόπου ζωής. Πρόκειται για δύο
φαινόμενα που μπορεί κατά την εποχή του συγγραφέα να είχαν ακόμη μικρές
διαστάσεις, συνέβαλαν όμως σημαντικά στη συνέχεια στην αλλαγή των ηθών, την εγκατάλειψη
της παράδοσης, τη συναισθηματική
αποξένωση και την κοινωνική
αλλοτρίωση των ανθρώπων.
· Να
συγκρίνετε το παρακάτω ποίημα με την
επιστολή του Ξενόπουλου. Ας σημειωθεί ότι στο ποίημα του Μ. Γκανά προβάλλεται ο
γέρος πατέρας που περνά μόνος του τις γιορτές σ’ ένα απομονωμένο χωριό της
Ηπείρου, ενώ ο γιος του αισθάνεται ένοχα, καθώς νιώθει τα παιδικά του χρόνια
και την οικογενειακή ζωή να διαμελίζονται εξαιτίας της μεγάλης –χωροχρονικής κι
όχι μόνο – απόστασης.
«Χριστουγεννιάτικη ιστορία» (Μιχάλης Γκανάς)
Κάθεται μόνος
και καθαρίζει τ’ όπλο του δίπλα στο τζάκι. Κανείς δε θά ’ρθει και το ξέρει, κλείσαν οι δρόμοι από το χιόνι, σαν πέρυσι, σαν πρόπερσι, Χριστούγεννα και πάλι και τα ποτά κρυώνουν στο ντουλάπι. Το τσίπουρο στυφό, το ούζο γάλα και το κρασί ραγίζει τα μπουκάλια. Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη. Κάθεται μόνος του δίπλα στο τζάκι, δεν πίνει, δεν καπνίζει, δε μιλάει. Στην τηλεόραση χιονίζει, το στρώνει αργά στο πάτωμα και στο τραπέζι και στις παλιές φωτογραφίες, γνώριμα μάτια των νεκρών, που τον κοιτάζουν απ’ το μέλλον. Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη και μόνο το δικό της βλέμμα έρχεται από τα περασμένα. Κοντεύουνε μεσάνυχτα και καθαρίζει τ’ όπλο του απ’ το πρωί. Πώς να του πω «Καλά Χριστούγεννα», ευχές δε φθάνουν ως εδώ, δρόμοι κλεισμένοι, τηλέφωνα κομμένα, η σκέψη αρπάζεται απ’ το κλαδί της μνήμης, μα να τρυπώσει δεν μπορεί στη μοναξιά του. Μια μοναξιά που χτίστηκε σιγά σιγά μ’ όλα τα υλικά και δίχως λόγια. Κοντεύουνε ξημερώματα κι ακόμη γυαλίζει τ’ όπλο του δίπλα στο τζάκι με αργές κινήσεις σα να το χαϊδεύει. Μένει στα δάχτυλα το λάδι αλλά το χάδι χάνεται. Θυμάται κυνηγετικές σκηνές με αγριογούρουνα και χιόνια ματωμένα, πριν γίνει θήραμα κι ο ίδιος στην μπούκα ενός κρυμμένου κυνηγού, που τον παραμονεύει αθέατος αφήνοντας να τον προδίδουν κάθε τόσο πότε μια λάμψη κάνης, πότε μια κίνηση στις κουμαριές κι η μυρωδιά απ’ το βαρύ καπνό του. Ξέρει καλά ότι κρατάει μακρύκανο παλιό μπροστογεμές γεμάτο σκάγια και μπαρούτι μαύρο. Όταν αποφασίσει να του ρίξει δε θα προλάβει πάλι να τον δει πίσω απ’ το σύννεφο της ντουφεκιάς του. |
Α δεν σκέφτεται στ’ αλήθεια κάτι τέτοια,
και δεν τον τιμωρώ εγώ μ’ αυτές τις σκέψεις, πώς να πλαγιάσει και να κοιμηθεί. Λέω να γίνω πατέρας του πατέρα μου, ένας πατέρας που του έτυχε σιωπηλό και δύστροπο παιδί, και να του πω μια ιστορία για να τον πάρει ο ύπνος. Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά πάρε και τον πατέρα… Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά πάρε και τον πατέρα· απ’ τις μασχάλες πιάσ’ τονε σα νά ’ταν λαβωμένος. Όπου πηγαίνεις τα παιδιά εκεί περπάτησέ τον, με το βαρύ αμπέχωνο στις πλάτες του ν’ αχνίζει.
δώσ’ του κι ένα καλό σκυλί
και τους παλιούς του φίλους, και ρίξε χιόνι ύστερα άσπρο σαν κάθε χρόνο. Να βγαίνει η μάνα να κοιτά από το παραθύρι, την έγνοια της να βλέπουμε στα γαλανά της μάτια, κι όλοι να της το κρύβουμε πως είναι πεθαμένη. Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά πάρε κι εμάς μαζί σου, με τους ανήλικους γονείς, παιδάκια των παιδιών μας. Σε στρωματσάδα ρίξε μας μια νύχτα του χειμώνα, πίσω απ’ τα ματοτσίνορα ν’ ακούμε τους μεγάλους, να βήχουν, να σωπαίνουνε, να βλαστημούν το χιόνι. Κι εμείς να τους λυπόμαστε που γίνανε μεγάλοι και να βιαζόμαστε πολύ να μοιάσουμε σ’ εκείνους, να δούν πως μεγαλώσαμε να παρηγορηθούνε. |
ü Ο Μιχάλης
Γκανάς είναι Έλληνας ποιητής και στιχουργός. Γεννήθηκε στον Τσαμαντά
Θεσπρωτίας το 1944 και έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του σε χώρες της
Ανατολικής Ευρώπης. Πολλά ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από σημαντικούς
Έλληνες και ξένους μουσικοσυνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θανάσης
Γκαϊφύλλιας, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, o Ara Dinkjian, κ.ά. Το 1994 τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο ποίησης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου