" Επάνω σ' ένα ακοίμητο αερόστατο
ατενίζουμε το καθάριο χρώμα τ' ουρανού,
τις ανθισμένες κοιλάδες του μυαλού,
την ανεξίτηλη θαλασσινή δροσιά,
τους ορεινούς στυλοβάτες της απεραντοσύνης...
Οι ψυχές μας γίνονται συνοδοιπόροι..."

Σας καλωσορίζω στο ιστολόγιό μου ελπίζοντας να κάνουμε πολλά ταξίδια - ονειρικά και μακρινά - στο χώρο του πνεύματος, της τέχνης και της δημιουργίας...
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2016


Πηνελόπη Δέλτα - Ίων Δραγούμης, μια δραματική ερωτική ιστορία


Πηνελόπη Δέλτα - Ίων Δραγούμης, μια δραματική ερωτική ιστορία
Ξέρω μόνο πως σ' αγαπώ, τ' ακούς, Ιων;
Σ' αγαπώ άγρια και θέλω την αγκαλιά σου και το στόμα σου που φιλεί φρικτά, σε θέλω όλον, όλον, δικό μου για πάντα...
Η Πηνελόπη Δέλτα, αδελφή του Αντώνη Μπενάκη, γεννήθηκε το 1874 και ήταν το τρίτο από τα έξι παιδιά του Εμμανουήλ Μπενάκη (μεγαλέμπορο βαμβακιού) και της Βιργινίας Χωρέμη. Την παιδική και εφηβική της ηλικία πέρασε στην Αλεξάνδρεια, με πολλά ταξίδια στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Το μεγαλοαστικό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε της παρείχε κάθε δυνατότητα για παιδεία και πνευματική καλλιέργεια, ενώ η αυταρχική ανατροφή, κυρίως της μητέρας της, διαμόρφωσε μία εύθραυστη προσωπικότητα που αρκετές φορές θεωρούσε ως μόνη διέξοδο το θάνατο.
Η Πηνελόπη έμαθε ξένες γλώσσες, ζωγραφική και ανάγνωση και ήταν μια υποδειγματική κόρη. Υποχρεούνταν να εμφανίζεται στις κοσμικές συγκεντρώσεις της ελληνικής παροικίας, τις οποίες ωστόσο βαριόταν αφόρητα.
Μόλις στα 21 της χρόνια κι ενώ η οικογένεια Μπενάκη ήρθε προσωρινά στην Αθήνα, ο θείος της, τη γνώρισε με τον Στέφανο Δέλτα έναν πλούσιο Φαναριώτη βαμβακέμπορο, και επέμεινε να τον παντρευτεί. Η Πηνελόπη εκδήλωσε την άρνησή της με μια απόπειρα αυτοκτονίας.
Η κίνησή της αυτή δεν συγκίνησε τη σκληρή οικογένεια και ο γάμος έγινε, ακριβώς όπως είχε προγραμματιστεί. Με τον Στέφανο Δέλτα απέκτησαν τρεις κόρες, τη Σοφία (μετέπειτα Μαυροκορδάτου), τη Βιργινία (μετέπειτα Ζάννα) και την Αλεξάνδρα (μετέπειτα Παπαδοπούλου).
Η Πηνελόπη Δέλτα ήταν υποδειγματική μητέρα. Αγαπούσε και φρόντιζε τα παιδιά της ενώ στεκόταν στο πλευρό του συζύγου της με την αυστηρότητα που όριζε η ηθική της. Τον ακολουθούσε στις κοσμικές εκδηλώσεις και σε συγκεντρώσεις όπου απαιτούνταν η παρουσία της. Αυτή ήταν και η αφορμή να έθει σε επαφή με τα πιο λαμπρά μυαλά των διανοουμένων της εποχής.
Στην Αλεξάνδρεια επέστρεψαν το 1905. Τότε ήταν η χρονιά που η Πηνελόπη Δέλτα γνώρισε τον Ίωνα Δραγούμη, υποπρόξενο της Ελλάδας στην Αλεξάνδρεια. Ερωτεύτηκαν αμέσως και η φύση του ειδυλλίου τροφοδότησε ένα έντονο πάθος και μια πλατωνική-δίχως αύριο αγάπη.
Ο ανεκπλήρωτος έρωτας θα κρατούσε για αρκετά χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων η Δέλτα έκανε δύο ακόμα απόπειρες αυτοκτονίας. Ομολόγησε τα πάντα στον σύζυγό της για να είναι ειλικρινής απέναντι στον εαυτό της, αλλά δεν τον εγκατέλειψε ποτέ.
Δε μπορούσε να αντιταχθεί στις κοινωνικές επιταγές και την υποχρέωσή της απέναντι στα παιδιά της και προσπάθησε να βάλει τίτλους τέλους στη σχέση της με τον Δραγούμη.
Το 1912, η γνωριμία και ο έρωτας του Δραγούμη με τη Μαρίκα Κοτοπούλη, θα της δώσει το τελειωτικό χτύπημα. Από τότε, η Πηνελόπη Δέλτα θα ντυθεί στα μαύρα, μέχρι το τέλος της ζωής της.
Επιστολή της Πηνελόπης Δέλτα στον Ίωνα Δραγούμη (27 Ιουλίου 1906)
«Μένω ακόμη ένα χρόνο, σου το έγραψα· αν με θέλεις ύστερα, αν δεν αλλάξεις, Ιων μου, αν θέλεις τότε, πάρε με... Και τώρα όμως αν με ήθελες δεν θα μπορούσα να σου πω πια όχι· τώρα δεν ξέρω πια τι θα πει τιμή και λόγος και όρκος·
Ξέρω πως στον κόσμο κάπου ζεις εσύ, πως μ' αγαπάς ακόμη, πως εσύ μπορείς να γίνεις δικός μου όποταν σε φωνάξω. Ιων μου, δεν σε φωνάζω· μα αν με θελήσεις ποτέ, ξέρεις πού είμαι· σε περιμένω πάντα και σ' αγαπώ σαν Μήδεια, είσαι το μόνο δίλημμα που ζει μέσα μου με φρικτή ένταση· τ' άλλα όλα πέθαναν, η αγάπη σου τα σκότωσε!
Μη με φοβηθείς· αγαπώ άγρια, μα αγαπώ με φοβερή tendresse το χλωμό παιδί που με φίλησε στο στόμα εκεί στα πεύκα. Ιων μου, θα πεις πως είμαι τρελή, και το ξέρω, μα όπως εκείνο το βράδυ, που πρώτη φορά με ξανάβλεπες, ύστερα από την πρώτη απόπειρα, ήσουν "τρελός για μένα", έτσι κι εγώ είμαι τρελή για σένα...
Και μεθώ και δεν ξέρω πια να λογαριάσω τι θα πει "τιμή" και "λόγος". Ξέρω μόνο πως σ' αγαπώ, τ' ακούς, Ιων; σ' αγαπώ άγρια και θέλω την αγκαλιά σου και το στόμα σου που φιλεί φρικτά, σε θέλω όλον, όλον, δικό μου για πάντα, και πονώ αλύπητα και ανυπόφορα.
Και μ' έρχεται να φύγω απόψε, πριν από το γράμμα μου, να μη σου μιλήσω πια, να μη σου γράψω "σ' αγαπώ", μόνο να έλθω εκεί, να ορμήσω στο σπίτι σου, να χυθώ στο λαιμό σου, και χωρίς λέξη, να πνίξω την αναπνοή σου, φιλώντας σε στο στόμα, ως που να κλείσεις τα μάτια σου και να πέσει το κεφάλι σου στον ώμο μου, χλωμό και αποκαμωμένο, μισοπεθαμένο από συγκίνηση και πόνο και χαρά που σκοτώνει.
Το ξέρω πως είμαι τρελή· μα η αγάπη κάποιον τρελαίνει...».
Με το Γάλλο βυζαντινολόγο Γκυστάβ Σλυμπερζέ, θα έχουν μακρόχρονη αλληλογραφία με την οποία, η Πηνελόπη Δέλτα έλαβε τη βοήθεια που χρειαζόταν για να γράψει τα μυθιστορήματά της σχετικά με τη βυζαντινή ιστορία.
Η Δέλτα που είχε μετακομίσει στη Φρανκφούρτη το 1906 εξέδωσε το πρώτο της μυθιστόρημα, με τίτλο «Για την Πατρίδα», 1909. Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και σύντομα ακολουθεί και το δεύτερο μυθιστόρημά της, «Τον Καιρό του Βουλγαροκτόνου».
Το στρατιωτικό κίνημα στου Γουδή το 1909 την ενέπνευσε να γράψει το «Παραμύθι χωρίς όνομα» 1911 ένα από τα ωραιότερα μυθιστορήματά της.
Tο 1916 η οικογένειά της εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Kηφισιά όπου ο πατέρας της Δέλτα, Εμμανουήλ Μπενάκης, είχε εκλεγεί δήμαρχος. Τότε η Πηνελόπη Δέλτα άρχισε να συλλέγει υλικό για τον Mακεδονικό Aγώνα. Το 1918 πήρε μέρος σε δύο αποστολές στην Ανατολική Μακεδονία για να βοηθήσει παλινοστούντες ομήρους από τη Βουλγαρία.
Η δολοφονία του Iωνα Δραγούμη, το 1920, από ένα εκτελεστικό απόσπασμα φανατικών βενιζελικών υπό τις διαταγές του ίδιου του πατέρα της, θα την αφήσει ένα ψυχολογικό ράκος. Πέντε χρόνια αργότερα την χτυπά αλύπητα η πολυομυελίτιδα, καθηλώνοντάς την σε αναπηρικό αμαξίδιο.
Έζησε έτσι για 16 χρόνια και στο τέλος λύγισε.
Ήταν 27 Απριλίου του 1941, ημέρα που τα γερμανικά στρατεύματα μπαίνουν στην Αθήνα. Η Πηνελόπη Δέλτα βρίσκεται στο σπίτι της, καταπονημένη από την ασθένεια και από έναν βαθύ ανεκπλήρωτο έρωτα που τη βασανίζει για χρόνια. Η απόφαση είναι ειλημμένη.
Η μεγάλη συγγραφέας των παιδικών μας χρόνων πίνει δηλητήριο. Βασανίζεται για πέντε ημέρες, μέχρι να την εγκαταλείψει κάθε ίχνος ζωής.
Αφήνει την τελευταία της πνοή στις 2 Μαΐου, μαζί με ένα σημείωμα. «Παιδιά μου, ούτε παπά, ούτε κηδεία. Παραχώστε με σε μια γωνιά του κήπου, αλλά μόνο αφού βεβαιωθείτε ότι δεν ζω πια. Φροντίστε τον πατέρα σας. Τον φιλώ σφιχτά. Π.Σ. Δέλτα»
Στον τάφο της, στον κήπο του σπιτιού της, χαράχτηκε η λέξη ΣIΩΠH.
Το έργο της Πηνελόπης Δέλτα είναι ένα από τα πιο σημαντικά όχι μόνο στην ελληνική αλλά και στην παγκόσμια λογοτεχνία.
Τα έργα της:
Για την Πατρίδα (νουβέλα) (1909) Η καρδιά της βασιλοπούλας (διήγημα-παραμύθι) (1909) Παραμύθι χωρίς όνομα (1910) Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου (ιστορικό διήγημα) (1911) Παραμύθια και άλλα (1915) Τα Ανεύθυνα (Διηγήματα) (1921) Στο Κοτέτσι (παραμύθι)(1922) (σαν βιβλίο εκδόθηκε μόλις το 2011 από τις εκδόσεις Τετράγωνο).
Ακολουθούν Η ζωή του Χριστού (Δίτομο) (1925) Τρελαντώνης (μυθιστόρημα) (1932) Πρώτες ενθυμήσεις (διήγημα) (1932) Μάγκας (μυθιστόρημα) (1935) Στα μυστικά του βάλτου (μυθιστόρημα) (1937) Ρωμιοπούλες (Τριλογία σε τρεις τόμους) (1939) (εκδόθηκε το 2014 από τις εκδόσεις Ερμής).
Το Πρώτο Ξύπνημα (Γεγονότα από το 1895 έως το 1907) (1939) Ή Λάβρα (Γεγονότα από το 1907 έως το 1909) (1939) Το Σούρουπο (Γεγονότα από το 1914 έως το 1920) (1939) Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος: ημερολόγιο, αναμνήσεις, μαρτυρίες, αλληλογραφία (1978) Ίωνας Δραγούμης: ημερολόγιο, αναμνήσεις, μαρτυρίες, αλληλογραφία (1978) Μύθοι και Θρύλοι (διηγήματα και Παραμύθια) (1916)

Πηγήany-news.gr

Thessaloniki Arts and Culture  http://www.thessalonikiartsandculture.gr

Τετάρτη 31 Αυγούστου 2016

“Το καλάθι με τα σύκα” – Νίκος Καζαντζάκης

10653786_708351719237883_7214134962965081083_n
Μια γριούλα πέρασε...

Στάθηκε, ανασήκωσε απ’ το καλάθι που κρατούσε μερικά συκόφυλλα που το σκέπαζαν, διάλεξε και με φίλεψε δυο σύκα...
- Με γνωρίζεις κυρά μου; τη ρώτησα... 

- Όχι παιδί μου, είναι ανάγκη να σε γνωρίζω για να σε φιλέψω;

 - Άνθρωπος δεν είσαι; Άνθρωπος είμαι και εγώ, δεν φτάνει;
Γέλασε... ένα δροσερό κοριτσίστικο γέλιο...

Και τράβηξε το δρόμο της κούτσακούτσα κατά το κάστρο.
Έσταζαν τα δυο σύκα μέλι, ποτέ θαρρώ δεν γεύτηκα πιονόστιμα. Τα ‘τρωγα και με δρόσιζαν τα λόγια της γριάς...
«άνθρωπος είσαι,άνθρωπος κι εγώ, φτάνει!»


Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2015


Ο Έρωτας στα χιόνια


papadiamantis

Kαρδιά του χειμώνος. Xριστούγεννα, Άις-Bασίλης, Φώτα.

Kαι αυτός εσηκώνετο το πρωί, έρριπτεν εις τους ώμους την παλιάν πατατούκαν του, το μόνον ρούχον οπού εσώζετο ακόμη από τους προ της ευτυχίας του χρόνους, και κατήρχετο εις την παραθαλάσσιον αγοράν, μορμυρίζων, ενώ κατέβαινεν από το παλαιόν μισογκρεμισμένον σπίτι, με τρόπον ώστε να τον ακούη η γειτόνισσα:
― Σεβτάς είν’ αυτός, δεν είναι τσορβάς…· έρωντας είναι, δεν είναι γέρωντας.
Tο έλεγε τόσον συχνά, ώστε όλες οι γειτονοπούλες οπού τον ήκουαν του το εκόλλησαν τέλος ως παρατσούκλι: «O μπαρμπα-Γιαννιός ο Έρωντας».
Διότι δεν ήτο πλέον νέος, ούτε εύμορφος, ούτε άσπρα είχεν. Όλα αυτά τα είχε φθείρει προ χρόνων πολλών, μαζί με το καράβι, εις την θάλασσαν, εις την Mασσαλίαν.
Eίχεν αρχίσει το στάδιόν του με αυτήν την πατατούκαν, όταν επρωτομπαρκάρησε ναύτης εις την βομβάρδαν του εξαδέλφου του. Eίχεν αποκτήσει, από τα μερδικά του όσα ελάμβανεν από τα ταξίδια, μετοχήν επί του πλοίου, είτα είχεν αποκτήσει πλοίον ιδικόν του, και είχε κάμει καλά ταξίδια. Eίχε φορέσει αγγλικές τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλά καπέλα, είχε κρεμάσει καδένες χρυσές με ωρολόγια, είχεν αποκτήσει χρήματα· αλλά τα έφαγεν όλα εγκαίρως με τας Φρύνας εις την Mασσαλίαν, και άλλο δεν του έμεινεν ειμή η παλιά πατατούκα, την οποίαν εφόρει πεταχτήν επ’ ώμων, ενώ κατέβαινε το πρωί εις την παραλίαν, διά να μπαρκάρη σύντροφος με καμμίαν βρατσέραν εις μικρόν ναύλον, ή διά να πάγη με ξένην βάρκαν να βγάλη κανένα χταπόδι εντός του λιμένος.
Kανένα δεν είχεν εις τον κόσμον, ήτον έρημος. Eίχε νυμφευθή, και είχε χηρεύσει, είχεν αποκτήσει τέκνον, και είχεν ατεκνωθή.
Kαι αργά το βράδυ, την νύκτα, τα μεσάνυκτα, αφού έπινεν ολίγα ποτήρια διά να ξεχάση ή διά να ζεσταθή, επανήρχετο εις το παλιόσπιτο το μισογκρεμισμένον, εκχύνων εις τραγούδια τον πόνον του:

Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου,

     κάμε κ’ εμένα γείτονα με την γειτόνισσά σου.

Άλλοτε παραπονούμενος ευθύμως:
     Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογού και ψεύτρα,

     δεν είπες μια φορά κ’ εσύ, Γιαννιό μου έλα μέσα.

Xειμών βαρύς, επί ημέρας ο ουρανός κλειστός. Eπάνω εις τα βουνά χιόνες, κάτω εις τον κάμπον χιονόνερον. H πρωία ενθύμιζε το δημώδες:
Bρέχει, βρέχει και χιονίζει,

     κι ο παπάς χειρομυλίζει.

Δεν εχειρομύλιζεν ο παπάς, εχειρομύλιζεν η γειτόνισσα, η πολυλογού και ψεύτρα, του άσματος του μπαρμπα-Γιαννιού. Διότι τοιούτον πράγμα ήτο· μυλωνού εργαζομένη με την χείρα, γυρίζουσα τον χειρόμυλον. Σημειώσατε ότι, τον καιρόν εκείνον, το αρχοντολόγι του τόπου το είχεν εις κακόν του να φάγη ψωμί ζυμωμένον με άλευρον από νερόμυλον ή ανεμόμυλον, κ’ επροτίμα το διά χειρομύλου αλεσμένον.

Kαι είχεν πελατείαν μεγάλην, η Πολυλογού. Eγυάλιζεν, είχε μάτια μεγάλα, είχε βερνίκι εις τα μάγουλά της. Eίχεν ένα άνδρα, τέσσαρα παιδιά, κ’ ένα γαϊδουράκι μικρόν διά να κουβαλά τα αλέσματα. Όλα τα αγαπούσε, τον άνδρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της. Mόνον τον μπαρμπα-Γιαννιόν δεν αγαπούσε.
Ποίος να τον αγαπήση αυτόν; Ήτο έρημος εις τον κόσμον.

Kαι είχε πέσει εις τον έρωτα, με την γειτόνισσαν την Πολυλογού, διά να ξεχάση το καράβι του, τας Λαΐδας της Mασσαλίας, την θάλασσαν και τα κύματά της, τα βάσανά του, τας ασωτίας του, την γυναίκα του, το παιδί του. Kαι είχε πέσει εις το κρασί διά να ξεχάση την γειτόνισσαν.

Συχνά όταν επανήρχετο το βράδυ, νύκτα, μεσάνυκτα, και η σκιά του, μακρά, υψηλή, λιγνή, με την πατατούκαν φεύγουσαν και γλιστρούσαν από τους ώμους του, προέκυπτεν εις τον μακρόν, στενόν δρομίσκον, και αι νιφάδες, μυίαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, εφέροντο στροβιληδόν εις τον αέρα, και έπιπτον εις την γην, και έβλεπε το βουνόν ν’ ασπρίζη εις το σκότος, έβλεπε το παράθυρον της γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, και τον φεγγίτην να λάμπη θαμβά, θολά, και ήκουε τον χειρόμυλον να τρίζη ακόμη, και ο χειρόμυλος έπαυε, και ήκουε την γλώσσαν της ν’ αλέθη, κ’ ενθυμείτο τον άνδρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της, οπού αυτή όλα τα αγαπούσε, ενώ αυτόν δεν εγύριζε μάτι να τον ιδή, εκαπνίζετο, όπως το μελίσσι, εσφλομώνετο, όπως το χταπόδι, και παρεδίδετο εις σκέψεις φιλοσοφικάς και εις ποιητικάς εικόνας.
― Nα είχεν ο έρωτας σαΐτες!… να είχε βρόχια… να είχε φωτιές… Nα τρυπούσε με τις σαΐτες του τα παραθύρια… να ζέσταινε τις καρδιές… να έστηνε τα βρόχια του απάνω στα χιόνια… Ένας γερο-Φερετζέλης πιάνει με τις θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια.
Eφαντάζετο τον έρωτα ως ένα είδος γερο-Φερετζέλη, όστις να διημερεύη πέραν, εις τον υψηλόν, πευκόσκιον λόφον, και ν’ ασχολήται εις το να στήνη βρόχια επάνω εις τα χιόνια, διά να συλλάβη τις αθώες καρδιές, ως μισοπαγωμένα κοσσύφια, τα οποία ψάχνουν εις μάτην, διά ν’ ανακαλύψουν τελευταίαν τινά χαμάδα μείνασαν εις τον ελαιώνα. Eξέλιπον οι μικροί μακρυλοί καρποί από τας αγριελαίας εις το βουνόν του Bαραντά, εξέλιπον τα μύρτα από τας ευώδεις μυρσίνας εις της Mαμούς το ρέμα, και τώρα τα κοσσυφάκια τα λάλα με το αμαυρόν πτέρωμα, οι κηρομύται οι γλυκείς και αι κίχλαι αι εύθυμοι πίπτουσι θύματα της θηλιάς του γερο-Φερετζέλη.

Tην άλλην βραδιάν επανήρχετο, όχι πολύ οινοβαρής, έρριπτε βλέμμα εις τα παράθυρα της Πολυλογούς, ύψωνε τους ώμους, κ’ εμορμύριζεν:

― Ένας Θεός θα μας κρίνη… κ’ ένας θάνατος θα μας ξεχωρίση.
Kαι είτα μετά στεναγμού προσέθετε:
― K’ ένα κοιμητήρι θα μας σμίξη.
Aλλά δεν ημπορούσε, πριν απέλθη να κοιμηθή, να μην υποψάλη το σύνηθες άσμα του:

Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου,

     κάμε κ’ εμένα γείτονα με την γειτόνισσά σου.

Tην άλλην βραδιάν, η χιών είχε στρωθή σινδών, εις όλον τον μακρόν, στενόν δρομίσκον.

― Άσπρο σινδόνι… να μας ασπρίση όλους στο μάτι του Θεού… ν’ ασπρίσουν τα σωθικά μας… να μην έχουμε κακή καρδιά μέσα μας.
Eφαντάζετο αμυδρώς μίαν εικόνα, μίαν οπτασίαν, έν ξυπνητόν όνειρον. Ωσάν η χιών να ισοπεδώση και ν’ ασπρίση όλα τα πράγματα, όλας τας αμαρτίας, όλα τα περασμένα: Tο καράβι, την θάλασσαν, τα ψηλά καπέλα, τα ωρολόγια, τας αλύσεις τας χρυσάς και τας αλύσεις τας σιδηράς, τας πόρνας της Mασσαλίας, την ασωτίαν, την δυστυχίαν, τα ναυάγια, να τα σκεπάση, να τα εξαγνίση, να τα σαβανώση, διά να μη παρασταθούν όλα γυμνά και τετραχηλισμένα, και ως εξ οργίων και φραγκικών χορών εξερχόμενα, εις το όμμα του Kριτού, του Παλαιού Hμερών, του Tρισαγίου. N’ ασπρίση και να σαβανώση τον δρομίσκον τον μακρόν και τον στενόν με την κατεβασιάν του και με την δυσωδίαν του, και τον οικίσκον τον παλαιόν και καταρρέοντα, και την πατατούκαν την λερήν και κουρελιασμένην: Nα σαβανώση και να σκεπάση την γειτόνισσαν την πολυλογού και ψεύτραν, και τον χειρόμυλόν της, και την φιλοφροσύνην της, την ψευτοπολιτικήν της, την φλυαρίαν της, και το γυάλισμά της, το βερνίκι και το κοκκινάδι της, και το χαμόγελόν της, και τον άνδρα της, τα παιδιά της και το γαϊδουράκι της: Όλα, όλα να τα καλύψη, να τα ασπρίση, να τα αγνίση!

Tην άλλην βραδιάν, την τελευταίαν, νύκτα, μεσάνυκτα, επανήλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε.

Δεν έστεκε πλέον εις τα πόδια του, δεν εκινείτο ουδ’ ανέπνεε πλέον.
Xειμών βαρύς, οικία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Mοναξία, ανία, κόσμος βαρύς, κακός, ανάλγητος. Yγεία κατεστραμμένη. Σώμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικά λυωμένα. Δεν ημπορούσε πλέον να ζήση, να αισθανθή, να χαρή. Δεν ημπορούσε να εύρη παρηγορίαν, να ζεσταθή. Έπιε διά να σταθή, έπιε διά να πατήση, έπιε διά να γλιστρήση. Δεν επάτει πλέον ασφαλώς το έδαφος.
Hύρε τον δρόμον, τον ανεγνώρισεν. Eπιάσθη από το αγκωνάρι. Eκλονήθη. Aκούμβησε τις πλάτες, εστύλωσε τα πόδια. Eμορμύρισε:
― Nα είχαν οι φωτιές έρωτα!… Nα είχαν οι θηλιές χιόνια…
Δεν ημπορούσε πλέον να σχηματίση λογικήν πρότασιν. Συνέχεε λέξεις και εννοίας.
Πάλιν εκλονήθη. Eπιάσθη από τον παραστάτην μιας θύρας. Kατά λάθος ήγγισε το ρόπτρον. Tο ρόπτρον ήχησε δυνατά.
― Ποιος είναι;
Ήτο η θύρα της Πολυλογούς, της γειτόνισσας. Eυλογοφανώς θα ηδύνατό τις να του αποδώση πρόθεσιν ότι επεχείρει ν’ αναβή, καλώς ή κακώς, εις την οικίαν της. Πώς όχι;
Eπάνω εκινούντο φώτα και άνθρωποι. Ίσως εγίνοντο ετοιμασίαι. Xριστούγεννα, Άις-Bασίλης, Φώτα, παραμοναί. Kαρδιά του χειμώνος.
― Ποιος είναι; είπε πάλιν η φωνή.
Tο παράθυρον έτριξεν. O μπαρμπα-Γιαννιός ήτο ακριβώς υπό τον εξώστην, αόρατος άνωθεν. Δεν είναι τίποτε. Tο παράθυρον εκλείσθη σπασμωδικώς. Mίαν στιγμήν ας αργοπορούσε!
O μπαρμπα-Γιαννιός εστηρίζετο όρθιος εις τον παραστάτην. Eδοκίμασε να είπη το τραγούδι του, αλλ’ εις το πνεύμα του το υποβρύχιον, του ήρχοντο ως ναυάγια αι λέξεις:
«Γειτόνισσα πολυλογού, μακρύ-στενό σοκάκι!…»
Mόλις ήρθρωσε τας λέξεις, και σχεδόν δεν ηκούσθησαν. Eχάθησαν εις τον βόμβον του ανέμου και εις τον στρόβιλον της χιόνος.
― Kαι εγώ σοκάκι είμαι, εμορμύρισε… ζωντανό σοκάκι.
Eξεπιάσθη από την λαβήν του. Eκλονήθη, εσαρρίσθη, έκλινε και έπεσεν. Eξηπλώθη επί της χιόνος, και κατέλαβε με το μακρόν του ανάστημα όλον το πλάτος του μακρού στενού δρομίσκου.
Άπαξ εδοκίμασε να σηκωθή, και είτα εναρκώθη. Eύρισκε φρικώδη ζέστην εις την χιόνα.
«Eίχαν οι φωτιές έρωτα!… Eίχαν οι θηλιές χιόνια!»
Kαι το παράθυρον προ μιας στιγμής είχε κλεισθή. Kαι αν μίαν μόνον στιγμήν ηργοπόρει, ο σύζυγος της Πολυλογούς θα έβλεπε τον άνθρωπον να πέση επί της χιόνος.
Πλην δεν τον είδεν ούτε αυτός ούτε κανείς άλλος. K’ επάνω εις την χιόνα έπεσε χιών. Kαι η χιών εστοιβάχθη, εσωρεύθη δύο πιθαμάς, εκορυφώθη. Kαι η χιών έγινε σινδών, σάβανον.
Kαι ο μπαρμπα-Γιαννιός άσπρισεν όλος, κ’ εκοιμήθη υπό την χιόνα, διά να μη παρασταθή γυμνός και τετραχηλισμένος, αυτός και η ζωή του και αι πράξεις του, ενώπιον του Kριτού, του Παλαιού Hμερών, του Tρισαγίου.


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ο Έρωτας στα Χιόνια

Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2015


Καζαντζάκης: Τι θα πει ευτυχία; Να ζεις όλες τις δυστυχίες

Αποσπάσματα από το βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη, Ασκητική
ΔΥΟ ΦΩΝΕΣ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΠΑΛΕΥΟΥΝ. O νους: «Γιατί να χανόμαστε κυνηγώντας το αδύνατο;».
Μέσα στον ιερό περίβολο των πέντε αιστήσεων χρέος μας ν’ αναγνωρίσουμε τα σύνορα του ανθρώπου.
Μα μια άλλη μέσα μου φωνή, ας την πούμε έχτη δύναμη, ας την πούμε καρδιά, αντιστέκεται και φωνάζει:
«Όχι! Όχι! Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου! Να σπας τα σύνορα!
Ν’ αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια σου! Να πεθαίνεις και να λες: Θάνατος δεν υπάρχει!»
ΔΕ ΖΥΓΙΑΖΩ, ΔΕ ΜΕΤΡΩ, ΔΕ ΒΟΛΕΥΟΜΑΙ! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι.

Ρωτώ, ξαναρωτώ χτυπώντας το χάος: Ποιος μας φυτεύει στη γης ετούτη χωρίς να μας ζητήσει την άδεια; Ποιος μας ξεριζώνει από τη γης ετούτη χωρίς να μας ζητήσει την άδεια;
ΝΑΙ, ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΓΗΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ, δεν είναι ο άνθρωπος. Έζησε χωρίς αυτά, θα ζήσει χωρίς αυτά. Είναι σπίθες εφήμερες της βίαιης περιστροφής της.
ΑΣ ΕΝΩΘΟΥΜΕ, ΑΣ ΠΙΑΣΤΟΥΜΕ ΣΦΙΧΤΑ, ΑΣ ΣΜΙΞΟΥΜΕ ΤΙΣ ΚΑΡΔΙΕΣ ΜΑΣ, ΑΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ, όσο βαστάει ακόμα η θερμοκρασία τούτη της Γης, όσο δεν έρχουνται σεισμοί, κατακλυσμοί, πάγοι, κομήτες να μας εξαφανίσουν, ας δημιουργήσουμε έναν εγκέφαλο και μιαν καρδιά στη Γης, ας δώσουμε ένα νόημα ανθρώπινο στον υπερανθρώπινον αγώνα!
Ν’ ΑΓΑΠΑΣ ΤΗΝ ΕΥΘΥΝΗ. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω. Ν’ αγαπάς τον καθένα ανάλογα με τη συνεισφορά του στον αγώνα. Μη ζητάς φίλους. Να ζητάς συντρόφους!
ΝΑ ‘ΣΑΙ ΑΝΗΣΥΧΟΣ, ΑΦΧΑΡΙΣΤΗΤΟΣ, ΑΠΡΟΣΑΡΜΟΣΤΟΣ ΠΑΝΤΑ. Όταν μια συνήθεια καταντήσει βολική, να τη συντρίβεις. Η μεγαλύτερη αμαρτία είναι η ευχαρίστηση.
ΠΟΥ ΠΑΜΕ; ΘΑ ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ ΠΟΤΕ; Προς τι όλη τούτη η μάχη; Σώπα! Οι πολεμιστές ποτέ δε ρωτούνε!
ΣΚΥΒΩ ΚΙ ΑΦΟΥΓΚΡΑΖΟΜΑΙ ΤΗΝ ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΤΟΥΤΗ ΚΡΑΥΓΗ ΣΤΑ ΣΩΘΙΚΑ ΜΟΥ. Αρχίζω και μαντεύω το πρόσωπο του Αρχηγού, ξεκαθαρίζω τη φωνή του, δέχουμαι με χαρά και με τρόμο τις σκληρές εντολές του.
Η ΚΡΑΥΓΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΗ ΣΟΥ. Δε μιλάς εσύ, μιλούν αρίφνητοι πρόγονοι με το στόμα σου.
ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΛΕΥΤΕΡΟΣ. ΑΟΡΑΤΑ ΜΥΡΙΑΔΕΣ ΧΕΡΙΑ ΚΡΑΤΟΥΝ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ και τα σαλεύουν. Όταν θυμώνεις, ένας προπάππος αφρίζει στο στόμα σου• όταν αγαπάς, ένας πρόγονος σπηλιώτης μουγκαλιέται• όταν κοιμάσαι, ανοίγουν οι τάφοι μέσα στη μνήμη και γιομώνει βουρκόλακες η κεφαλή σου.
ΜΑ ΕΣΥ ΝΑ ΞΕΔΙΑΛΕΓΕΙΣ. Ποιος πρόγονος να γκρεμιστεί πίσω στα τάρταρα του αίματού σου και ποιος ν’ ανηφορίσει πάλι στο φως και στο χώμα. Κάθε σου πράξη αντιχτυπάει σε χιλιάδες μοίρες. Όπως περπατάς, ανοίγεις, δημιουργός την κοίτη όπου θα μπει και θα οδέψει ο ποταμός των απόγονων.
ΌΤΑΝ ΦΟΒΑΣΑΙ, Ο ΦΟΒΟΣ ΔΙΑΚΛΑΔΩΝΕΤΑΙ ΣΕ ΑΝΑΡΙΘΜΗΤΕΣ ΓΕΝΕΕΣ  και εξευτελίζεις αναρίθμητες ψυχές μπροστά και πίσω σου. Όταν υψώνεσαι σε μια γενναία πράξη, η ράτσα σου αλάκερη υψώνεται και αντρειεύει.
ΚΟΙΤΑΞΕ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ, ΛΥΠΗΣΟΥ ΤΟΥΣ. Κοίταξε τον εαυτό σου ανάμεσα στους ανθρώπους, λυπήσου τον. Μέσα στο θαμπό σούρουπο της ζωής αγγίζουμε ο ένας τον άλλον, ψαχνόμαστε, ρωτούμε, αφουκραζόμαστε, φωνάζουμε βοήθεια!
ΤΡΕΧΟΥΜΕ. ΞΕΡΟΥΜΕ ΠΩΣ ΤΡΕΧΟΥΜΕ ΝΑ ΠΕΘΑΝΟΥΜΕ μα δεν μπορούμε να σταματήσουμε. Τρέχουμε. Μια λαμπάδα κρατούμε και τρέχουμε. Το πρόσωπό μας, μια στιγμή, φωτίζεται. Μα βιαστικά παραδίνουμε τη λαμπάδα στο γιο μας κι ευτύς σβήνουμε, κατεβαίνουμε στον Άδη.
Η ΚΑΡΔΙΑ ΣΜΙΓΕΙ Ο,ΤΙ Ο ΝΟΥΣ ΧΩΡΙΖΕΙ, ξεπερνάει την παλαίστρα της ανάγκης και μετουσιώνει το πάλεμα σε αγάπη.
ΤΙ ΘΑ ΠΕΙ ΕΥΤΥΧΙΑ; Να ζεις όλες τις δυστυχίες. Τι θα πει φως; Να κοιτάς με αθόλωτο μάτι όλα τα σκοτάδια.

Αποσπάσματα από το βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη, Ασκητική, εκδόσεις Καζαντζάκη.
Ο Νίκος Καζαντζάκης (18 Φεβρουαρίου 1883 - 26 Οκτωβρίου 1957) ήταν Έλληνας μυθιστοριογράφος, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Είναι ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες λογοτέχνες και ο περισσότερο μεταφρασμένος στο εξωτερικό. Μερικά από τα σημαντικότερα έργα του είναι: Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Ο Τελευταίος Πειρασμός, O Καπετάν Μιχάλης.
Πηγή: doctv.gr

Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015



Άντον Τσέχοφ "Μιλώντας γι' αυτήν..."


Αυτή, όπως κατηγορηματικά διαβεβαιώνουν οι γονείς και οι προϊστάμενοι μου, γεννήθηκε πριν από μένα. Δε ξέρω αν έχουν ή όχι δίκιο, εκείνο που γνωρίζω μόνο είναι ότι δε θυμάμαι ούτε μία ημέρα της ζωής μου, που να μην της ανήκει και να μην ένιωθα την εξουσία της πάνω μου.

Δεν με εγκαταλείπει ούτε κατά τη διάρκεια της ημέρας ούτε κατά τη διάρκεια της νύχτας ∙ δεν αναφέρω καν το πώς σέρνομαι για να ξεφύγω από αυτή, – η σχέση μας, πάει να πει είναι δυνατή, στερεή … 
Μα μη ζηλεύετε, νεαρή αναγνώστρια! …

Η συγκινητική αυτή σχέση δεν μου προσφέρει τίποτα άλλο εκτός από τη δυστυχία. 
Πρώτον, η δική «μου», χωρίς να με αφήνει μόνο μου ούτε τη μέρα ούτε τη νύχτα, δεν με αφήνει να ασχοληθώ με το έργο του. Με εμποδίζει να διαβάσω, να γράψω, να κάνω περιπάτους, να απολαύσω τη φύση …

Γράφω τις γραμμές αυτές, ενώ εκείνη σπρώχνει διαρκώς τον αγκώνα μου, σαν την αρχαία Κλεοπάτρα τον όχι λιγότερο αρχαίο Αντώνιο, με τραβάει στο θεωρείο. 
Δεύτερον, με καταστρέφει σα γαλλίδα κοκότα. Εξαιτίας της αφοσίωσής της έχω θυσιάσει τα πάντα: τη σταδιοδρομία, τη δόξα, την άνεση …
Για χάρη της κυκλοφορώ γδυτός, ζω σε ένα φτηνό δωμάτιο, τρώω ανοησίες, γράφω με χαλασμένη μελάνη. Όλα, όλα τα καταβροχθίζει, η αχόρταγη! Τη μισώ, την περιφρονώ…

Από καιρό έπρεπε να τη χωρίσω, μα δεν την χώρισα μέχρι σήμερα γιατί οι μοσχοβίτες δικηγόροι ζητούν τέσσερις χιλιάδες ως αμοιβή για το διαζύγιο… Προς το παρόν δεν έχουμε παιδιά …

Θέλετε να μάθετε το όνομα της; Παρακαλώ… Είναι ποιητικό και θυμίζει τη Λίλη, την Λέλα, τη Νέλη

Τη λένε – Τεμπελιά...

Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©




Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2015


Νίκος Καζαντζάκης: Πρέπει να γίνεις εσύ ήλιος 
«Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα τ’ ανθρώπου, να σπας τα σύνορα. Ν’ αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια σου»



«ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙΣ ΕΣΥ ΗΛΙΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΦΩΤΙΣΕΙΣ τους σβησμένους ήλιους των άλλων. Δεν υπάρχουν ιδέες, υπάρχουν μονάχα άνθρωποι που κουβαλούν τις ιδέες, κι αυτές παίρνουν το μπόι του ανθρώπου που τις κουβαλάει».

«ΔΕ ΖΥΓΙΑΖΩ, ΔΕ ΜΕΤΡΩ, ΔΕ ΒΟΛΕΥΟΥΜΑΙ! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...» 

«ΝΑ ΜΗΝ ΑΡΝΙΕΣΑΙ ΤΗ ΝΙΟΤΗ ΣΟΥ ΩΣ ΤΑ ΒΑΘΙΑ ΓΕΡΑΜΑΤΑ, να μάχεσαι σε όλη σου τη ζωή να μετουσιώσεις σε κατάκαρπο δέντρο την εφηβική σου άνθηση, αυτός, θαρρώ, είναι ο δρόμος του ολοκληρωμένου ανθρώπου».

 «ΕΧΟΥΝ ΝΑ ΠΟΥΝ ΠΩΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΖΩΟ που συλλογιέται το θάνατο. Όχι, σου λέω εγώ. Άνθρωπος είναι το ζώο που συλλογιέται την αθανασία». 

«ΝΙΩΘΩ ΣΑΝ ΝΑ ΧΤΥΠΑΜΕ ΤΑ ΚΕΦΑΛΙΑ ΜΑΣ στα σίδερα. Πολλά κεφάλια θα σπάσουν. Μα κάποια στιγμή, θα σπάσουν και τα σίδερα». 

«ΑΣΤΡΑ, ΠΟΥΛΙΑ, ΣΠΟΡΟΙ, ΟΛΑ ΥΠΑΚΟΥΟΥΝ. Και μόνο ο άνθρωπος σηκώνει κεφάλι και θέλει να παραβεί το νόμο και να μετατρέψει την υπακοή σε ελευτερία. Γι’ αυτό κι απ’ όλα τα πλάσματα του Θεού αυτός μονάχα μπορεί κι αμαρταίνει. Τι θα πει αμαρταίνει; χαλνάει την αρμονία». 

«ΔΕ ΖΥΓΙΑΖΩ, ΔΕ ΜΕΤΡΩ, ΔΕ ΒΟΛΕΥΟΥΜΑΙ! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι...» 

«ΔΕΝ ΔΙΑΛΕΓΕΙΣ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΠΙΣΤΕΥΕΙΣ. Αυτά διαλέγουν εσένα». 

«ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΑ ΑΝΑΡΙΘΜΗΤΑ, ΕΦΗΜΕΡΑ ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ που πήρε ο Θεός στους αιώνες και ξεκρίνω, πίσω από την άπαυτη ροή του, την απόλυτη ενότητα». 

«ΠΟΤΕ ΜΗΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕΙΣ ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ Τ’ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, να σπας τα σύνορα! Ν’ αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια σου». 

«ΝΑ ΠΕΘΑΙΝΕΙΣ ΚΑΙ ΝΑ ΛΕΣ: Θάνατος δεν υπάρχει».  

«ΕΝΑΣ ΔΡΟΜΟΣ, ΕΝΑΣ ΜΟΝΑΧΑ οδηγάει στον Θεό, ο ανήφορος». 

«ΑΝ ΔΕ ΔΕΙ Ο ΘΕΟΣ ΧΕΡΙ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, δε βάζει μήτε κι αυτός το δικό του». 

«ΣΚΥΒΩ ΑΠΑΝΩ ΣΤΟ ΜΕΡΜΗΓΚΙ, θωρώ μέσα στο γυαλιστερό μαύρο μάτι του το πρόσωπο του Θεού». 

«ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΑΚΑΤΑΛΥΤΗ ΔΥΝΑΜΗ ΠΟΥ μεταμορφώνει την ύλη σε πνέμα. Κάθε άνθρωπος έχει μέσα του ένα κομμάτι από το θεϊκό αυτό στρόβιλο και γι’ αυτό κατορθώνει να μετουσιώνει το ψωμί και το νερό και το κρέας και να το κάνει στοχασμό και πράξη». 

«ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΣΟΥ ΧΡΕΟΣ, ΕΚΤΕΛΩΝΤΑΣ ΤΗ ΘΗΤΕΙΑ ΣΟΥ στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους. Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει». 

Πηγές: Εναλλακτική Δράση, Ο Κλόουν 

Ο Νίκος Καζαντζάκης (18 Φεβρουαρίου 1883-26 Οκτωβρίου 1957) ήταν Έλληνας μυθιστοριογράφος, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Είναι ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες λογοτέχνες και ο περισσότερο μεταφρασμένος στο εξωτερικό. Μερικά από τα σημαντικότερα έργα του είναι: Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Ο Τελευταίος Πειρασμός, O Καπετάν Μιχάλης. 

[Πηγή: www.doctv.gr]

Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014



Γιάννης Ρίτσος: «Ίσως να ’ναι κι έτσι» 


ΟΣΟ ΠΕΡΝΑΝ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ, ΤΟΣΟ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΓΝΩΣΤΟΙ ΜΑΣ απομακρύνονται ο ένας απ' τον άλλον. Οι άνθρωποι γίνονται περισσότερο κοινωνικοί και λιγότερο ανθρώπινοι. Χάνουν τις ιδιομορφίες τους, τα ιδιαίτερα προτερήματα και τα ελαττώματά τους -σχεδόν ισοπεδώνονται. Οι φιλίες μαραίνονται. 
ΚΑΙ ΤΟ ΠΕΡΙΕΡΓΟ ΕΙΝΑΙ ΠΩΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΑ, ΣΤΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΟΥΣ, οι άνθρωποι μοιάζουν περισσότερο (ακόμη και στα κοστούμια τους και στη χτενισιά τους), σαν να καταργηθήκανε οι διαφορές τους, κι όμως τώρα ακριβώς νιώθεις πως οι διαφορές τους αυξήθηκαν, κι όλοι τους χωρισμένοι με διαδοχικά κάθετα στρώματα τυπικότητας κι ευγενικής ψυχρότητας. 
ΟΠΩΣ ΑΛΛΩΣΤΕ ΚΑΙ ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ. Οι όμορφες εκείνες μονοκατοικίες με τις γύψινες γιρλάντες, με τους καπνοδόχους, τ’ ανθέμια, τους κήπους, τα πηγάδια, καθεμιά τους με το δικό της γούστο, τη δική της φυσιογνωμία, απορία ή και αδεξιότητα, δόθηκαν με αντιπαροχή κι υψώθηκαν τα πολυώροφα, μονότονα, απρόσωπα, τσιμεντένια κουτιά, κρύβοντας τον Παρθενώνα, τον Αϊ-Γιώργη του Λυκαβηττού, σφαγιάζοντας τα δεντράκια μας, πιπεριές, μουριές, γαζίες, τις παιδικές μας αναμνήσεις, τους χαρταϊτούς, τα σκοινιά της μπουγάδας, τ’ αστέρια, τις ξυπόλητες ποδοσφαιρικές ομάδες, τις βραδινές κουβεντούλες από παράθυρο σε παράθυρο, από αυλή σε αυλή με τις μυρωδιές του βασιλικού και του δυόσμου, με τον μητρικό νουθετικό ουρανό, με το φεγγαράκι μια φέτα δροσερό… 
Ω, ΠΑΝΕ, ΠΑΝΕ ΚΑΙ ΤΑ ΠΛΑΝΟΔΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ, παγοπώλες, γιαουρτάδες, γαλατάδες, ομπρελάδες, γανωτζήδες, παπλωματάδες, τροχιστές, καρεκλάδες, ιχθυοπώλες, μανάβηδες με τα γαϊδουράκια τους ή τα χειραμάξια τους και μοσκοβόλαγαν οι γειτονιές ροδάκινα, ντομάτες, αχλάδια και τριαντάφυλλα κι οι κότες κακάριζαν θριαμβευτικά, δοξάζοντας κάτι άγνωστο και οικείο, λευκό και σφαιρικό κι αδιαμφισβήτητο, κι ούτε χρειάζονταν καν ξυπνητήρια ή ρολόγια, γιατί, απ’ τη μια τ’ αστέρια, απ’ την άλλη τα κοκόρια, είχαν αναλάβει τη χρονική και μετεωρολογική μας ενημέρωση, με ακρίβεια και με κάποια εύθυμη πονηρία, κάπως διφορούμενη. 
ΚΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΣΤΡΙΜΩΧΤΗΚΑΝΕ ΦΑΜΙΛΙΕΣ ΚΑΙ ΦΑΜΙΛΙΕΣ μέσα σε τούτα τα κουτιά, κοντά κοντά, πλάι πλάι, κι ούτε γνωρίζονται κι ούτε βλέπονται ούτε χαιρετιούνται, κι αντίς για δέντρα έχουν κεραίες τηλεοράσεων, και μονάχα οι ολόσωμοι καθρέφτες των ασανσέρ κάτι κρατούν από μνήμες ερωτικών δωματίων… 
ΚΙ ΟΧΙ ΝΑ ΠΕΙΣ ΠΩΣ ΣΗΜΕΡΑ ΔΕΝ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΟΥΝ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ -λόγια, άλλο τίποτα, άφθονα λόγια-, μα δε συνομιλούν, δε λένε τίποτα δικό τους, προσωπικό, ιδιωτικό, ιδιαίτερο (και γι’ αυτό καθολικό), μόνο λόγια, ξένα, μηχανικά, δημοσιογραφικά, γενικού ενδιαφέροντος, μεγάλοι τίτλοι εφημερίδων, γιατί, πράγματι, ξεφυλλίζουν πολλές εφημερίδες διαβάζοντας μόνον τα κεφαλαία γράμματα και τα εγκλήματα και τις αυτοκτονίες, ακούν επίσης τις ειδήσεις των 9 ή και των 12 απ’ την τηλεόραση (έγχρωμη τώρα) άνθρωποι επαρκώς ενημερωμένοι, πολύ παρόντες (εδώ και σήμερα), κι εντελώς απόντες απ’ τον εαυτό τους, απ’ το παρελθόν τους, το μέλλον τους και, φυσικά, απ’ το παρόν τους, μακριά απ’ τους άλλους… 
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιάννη Ρίτσου, Ίσως Να ’Ναι κι Έτσι, εκδ. Κέδρος. 

Ο Γιάννης Ρίτσος (1 Μαΐου 1909-11 Νοεμβρίου 1990) ήταν Έλληνας ποιητής. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της νεότερης ελληνικής ποίησης. Δημοσίευσε πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα μυθιστορήματα, τέσσερα θεατρικά έργα, μελέτες, μεταφράσεις, χρονογραφήματα. Το 1968 προτάθηκε για το βραβείο Νομπέλ, το οποίο δεν πήρε, διότι θεωρήθηκε στρατευμένος ποιητής (δηλαδή ήταν μέλος του ΚΚΕ). Το 1975 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίoυ Θεσσαλονίκης και το 1977 τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης Λένιν. Άλλα σημαντικά βραβεία που απέσπασε είναι το Μέγα Διεθνές Βραβείο Ποίησης (Βέλγιο, 1972) και το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το έργο του, Η Σονάτα του Σεληνόφωτος (1956). 

[Πηγή: www.doctv.gr]

Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2014



Ἀλέξανδρος Παπαδιαµάντης  
Ἡ τελευταία βαπτιστική



Ἂν ἄλλη τις χρηστὴ γυνὴ εἶδε ποτὲ καλὰ νοικοκυριὰ εἰς τὰς ἡµέρας της, ἀναντιρρήτως εἶδε τοιαῦτα καὶ ἡ Θεία-Σοφούλα Κωνσταντινιά, σεβασµία οἰκοδέσποινα ἑβδοµηκονταετής, κάτοικος παραθαλασσίου κώµης εἰς µίαν τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου.
Τὴν ἐκάλουν κοινῶς Σαραντανοῦ, καὶ πολλοὶ ὑπέθετον ὅτι τὸ ἐπίθετον τοῦτο τῇ ἀπεδόθη, διότι δῆθεν εἶχεν ἴσον µὲ σαράντα γυναικῶν νοῦν, ὅπερ δὲν ἐνοµίζετο ὑπερβολή. Ἄλλοι ὅµως ἔλεγον ὅτι ἡ λέξις ἐσχηµατίσθη ἐκ τοῦ Σαραντανοννοῦ ἤτοι νοννὰ µὲ σαράντα βαπτιστικούς.
Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι, ἂν δὲν εἶχε φθάσει εἰς τὸν ἀριθµὸν τοῦτον, δυὸ ἢ τρεῖς µονάδες τῆς ἔλειπον καὶ ἤλπιζε προσεχῶς νὰ συµπληρώση τὴν τεσσαρακοντάδα.
Ὁµολογητέον δέ, ὅτι αὐτὴ κατ᾿ ἀρχὰς εἶχε βαπτίσει οἰκειοθελῶς πέντε ἢ ἓξ νήπια τῶν γειτόνων της, ὅσα καὶ πᾶσα ἄλλη καλὴ οἰκοκυρὰ βαπτίζει. Ἀλλ᾿ ὅταν ἅπαξ ἐγνώσθη καὶ ἀπεδείχθη ὅτι εἶχε καλὸ χέρι, τότε ὅλαι αἱ γειτόνισσαι, συγγενεῖς, παρασυγγενεῖς,
κολλήγισσαι, ἤρχισαν νὰ τὴν πολιορκοῦν.
Εἶχε πάρει καλὸ ὄνοµα ὅτι τῆς ἐζοῦσαν τὰ παιδιά, ὅσα ἀνεδέχετο ἐκ τῆς κολυµβήθρας. Εἶνε δὲ τόσον σπουδαῖον νὰ εὑρεθῆ νοννὰ «νὰ τῆς ζοῦν τὰ παιδιά», ὅσον καὶ ἱερεὺς «νὰ πιάνη τὸ διάβασµά του».
Ἡ Θεία-Σοφούλα ὅµως ὑπέφερε µετὰ χάριτος τὴν αγγαρείαν ταύτην. Εἶνε ἀληθὲς ὅτι τὰ φωτίκια εἰς τὴν ἐποχὴν ἐκείνην, χιτὼν καὶ κουκούλιον µετὰ σταυροῦ, καθὼς καὶ τὰ µαρτυριάτικα, ἐαρινὴ βροχὴ λεπτῶν καὶ διλέπτων διὰ τοὺς ἀγυιόπαιδας, ἐκόστιζον ἐν
ὅλῳ δέκα γρόσια.
Ἡ Θεία-Σοφούλα ὠµοίαζε µὲ τὴν ἐπιµελῆ ἀνθοκόµον, ἥτις δὲν ἀρκεῖται νὰ φυτεύη µόνον τὰ ἄνθη της, ἀλλὰ τὰ περιθάλπει καὶ τὰ καταρδεύει. Ἠγάπα τὰ πνευµατικά της τέκνα ὡς τέκνα τῆς ἐγκαρδιακά, τὰ ἐθώπευε, τὰ ἐφίλευε καὶ τὰ ἐπαιδαγώγει.
Ὁ µπάρµπα-Κωνσταντής, ὁ πρῶτος γρινιάρης του χωρίου, δὲν συνεµερίζετο τὴν ἀδυναµίαν ταύτην τῆς συζύγου του.
-Ἄ, µπράβο! φίλευέ τα τ᾿ ἀναδεξίµια σου, µουρή!... ἐγόγγυζεν ἑκάστοτε, ὁσάκις τὴν ἔβλεπε µεριµνώσαν περὶ τῶν ἀναδεκτῶν της· -ηὖρες κι ἁλωνίζεις, µουρή! Ἡ Θεία- Σοφούλα ὀλίγον ἀνησύχει περὶ τῆς ἰδιοτροπίας ταύτης τοῦ συζύγου της, ὅστις ἦτο ἀγαθὸς ἄνθρωπος εἰς τὰς καλάς του ὥρας.
Ἔπειτα ὁ µπάρµπα-Κωνσταντὴς σπανίως ἐφαίνετο ἐν τῇ πολίχνῃ. Ἀφ᾿ ὅτου ἔπαυσε τὰ θαλάσσια ταξείδια ἠσχολεῖτο ἀποκλειστικῶς εἰς τὴν καλλιέργειαν τῶν κτηµάτων του. Κατὰ πᾶσαν πρωίαν ἴππευεν ἐπὶ τοῦ εὐρώστου ἡµιόνου του, ἐτρέπετο εἰς τοὺς
ἀγροὺς καὶ ἐπανήρχετο µετὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου.

Κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, περὶ τὰ 184..., ἡ Θεία-Σοφούλα εἶχε φθάσει εἰς τὸ τριακοστὸν ἔνατον βαπτιστικόν. Ἓν µόνον τῆς ἔλειπε διὰ νὰ τὰ κάµη σαράντα πρὸς ἀνάπαυσιν τῆς συνειδήσεώς της.
Ἐβάπτιζεν ἀδιακρίτως ἄρρενα καὶ θήλεα, ἀλλ᾿ ἐφρόντιζε νὰ δίδη ἀκριβεῖς σηµειώσεις εἰς τοὺς ἱερεῖς καὶ πνευµατικούς, διὰ νὰ µὴ τυχὸν γίνη κανὲν συνοικέσιον εἰς τὸ µέλλον µεταξὺ ἑτερόφυλων ἀναδεκτῶν καὶ κολασθῆ ἡ ψυχή της.
Κατ᾿ ἔτος, τὴν Μεγάλην Πέµπτην, µεγίστη κίνησις ἐγίνετο ἐν τῇ εὐρυχώρῳ αὐλὴ τῆς οἰκίας. Ἡ Θεία-Σοφούλα ἀνεσφουγγώνετο µέχρις ἀγκώνων καὶ ἐζύµωνε µόνη τῆς τὰς τριάκοντα ἐννέα αὐγοκουλούρας διὰ τοὺς τοσούτους βαπτιστικούς της... Ἀλλὰ πλὴν
τῶν βαπτιστικῶν ὑπῆρχον καὶ τὰ ἐγγόνια καὶ τὰ δισέγγονα καὶ ταῦτα δὲν ἦσαν ὀλιγάριθµα.
Ἐν συνόλῳ ἐχρειάζετο ἑβδοµήκοντα καὶ πλέον κοκκώναις, δηλ. παιδικὰς κουλούρας διὰ τοὺς βαπτιστικούς, διὰ τοὺς ἐγγονοὺς καὶ τὰ δισέγγονα. Εἰς τὸν ἀριθµὸν τοῦτον δὲν συµπεριλαµβάνονται αἱ µεγαλείτεραι κουλοῦραι, τὰς ὁποίας παρεσκεύαζε διὰ τὰς
συντεκνίσσας, διὰ τὰς ἀνεψιὰς καὶ δισεξαδέλφας της.
Μέγας δὲ ἐβόµβει ὁ ἑσµὸς τῶν ἀναδεκτῶν καὶ δισεγγόνων περὶ τοὺς ἀνθώνας τῆς αὐλῆς κατ᾿ ἐκείνην τὴν ἡµέραν. Ἀπὸ τῆς τρίτης ὥρας τοῦ δειλινοῦ, καθ᾿ ἣν ὁ µπάρµπα-Κωνσταντὴς ἐξηγείρετο τοῦ µεσηµβρινοῦ ὕπνου, µὲ δριµείαν ἐπικαθηµένην τῆς ρινὸς τὴν χολήν, καὶ ἐφόρει τὸ τσόχινον βρακίον, ἐπύργωνεν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς
µεγαλοπρεπὲς τὸ τυνησιακὸν φέσι του, ἐλάµβανεν ὡς σκῆπτρον τὴν µεγάλην ἠλεκτρόστοµον τσιµπούκαν του, ἀνήρτα ἀπὸ τῆς ὀσφύος βαθύκολπον τὴν µεταξωτὴν καπνοσακκούλαν καὶ κατήρχετο εἰς τὸ καφενεῖον νὰ εἰσπνεύση τὴν θαλασσίαν αὔραν, ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης ἡ εὐρεία καὶ τετράγωνος αὐλὴ παρεδίδετο ἐξ ἑφόδου εἰς τὴν λεηλασίαν τῶν βαπτιστικῶν καὶ τῶν δισέγγονων.
Μεγίστην εὐτυχίαν καὶ ἀνήκουστον ἡδονὴν ἐνόµιζον τότε τὰ παιδία τῆς γειτονιᾶς, ἂν κατώρθωνον νὰ παρεισδύσωσιν εἰς τὸ προαύλιον τῆς Θεία-Σοφούλας, ὅπερ ἐθεωρεῖτο ὡς µυθῶδές τι. Πολλὰ αὐτῶν προέτεινον τὰς κεφαλὰς διὰ τῶν σχισµῶν τῆς κλειστῆς αὐλείου θύρας, ἥτις ἐµοχλεύετο ἔσωθεν ὑπὸ τῶν ζηλοτύπων βαπτιστικῶν διὰ τοὺς µὴ ἔχοντας ἔνδυµα γάµου. Ἄλλα παιδία τολµηρότερα ἀνεῖρπον εἰς τὸν θριγκὸν τοῦ τοίχου τῆς αὐλῆς καὶ εὕρισκον τρόπον νὰ εἰσπηδήσωσιν ἐκεῖθεν εἰς τὰ ἔνδον. Ἀλλ᾿ ἀλλοίµονον ἂν παρετηροῦντο ὑπὸ τῶν ἀγρύπτων εὐνοουµένων.
Ἀπεδιώκοντο µὲ τσιµπήµατα καὶ µὲ δοντιαίς, ὡς ὁ κηφὴν ὑπὸ τῶν µελισσών.
Τὴν Μεγάλην Πέµπτην του ἔτους 185... ὅλοι οἱ ἀναδεκτοὶ ἦσαν συνηγµένοι ἐν τῇ αὐλῇ τῆς γραίας Σοφούλας. Ὁ πρεσβύτερος αὐτῶν ἦτο ἤδη νεανίας εἰκοσαετής, τὸ δὲ νεώτερον ἦτο κοράσιον διετές, εἰς ὃ ἡ νοννὰ εἶχε δώσει τὸ ὄνοµά της. Τὸ βρέφος
τοῦτο ἦτο τὸ τεσσαρακοστὸν πνευµατικὸν γέννηµα τῆς θεία-Σοφούλας. Εἶχε γεννηθῆ τέλος τὸ ἀπὸ πολλοῦ προσδοκώµενον τοῦτο συµπλήρωµα τοῦ προωρισµένου ἀριθµοῦ καὶ ἦτο τὸ χαδευµένον τῆς θεία-Σοφούλας. Ἡ νοννὰ ἔτρεφε φιλοδόξους σκοποὺς ὡς πρὸς τὸ µέλλον τοῦ θυγατρίου τούτου. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ µπάρµπα-Κωνσταντὴς ἐξ ὅλων τῶν ἀναδεκτῶν µόνον τὸ µικρὸν τοῦτο ἠνείχετο.
Ἡ στοργὴ ὅµως τῆς θεία-Σοφούλας πρὸς αὐτὸ ἔφθανε µέχρι παραφροσύνης. Τὴν ἡµέραν ἐκείνην ἡ θεία-Σοφούλα ἦτο κλειστῆ εἰς τὸ ἰσόγειον καὶ ἐζύµωνεν. Ἐκ τῶν παιδιῶν τινὰ τὴν ἐπολιόρκουν ἔξωθεν τῆς θύρας παραµονεύοντα. Τὰ πλεῖστα ὅµως ἔπαιζον ταραχωδῶς περὶ τὸν ὑπερµεγέθη ληνόν, πλησίον τοῦ ἐλαιοτριβείου, τὸ κρυφτάκι, καὶ ἄλλα ἐθορύβουν περὶ τὰς κιγκλίδας τοῦ κήπου καὶ πλησίον τοῦ φρέατος.
Ἡ µικρὰ Σοφούλα, ἥτις ἦτο µόλις διετής, ὡς εἴποµεν, ἐξέπεµπε χαρµόσυνους κραυγάς, ἐψέλλιζεν ὡς νεοσσὸς χελιδόνος καὶ ἔτρεχε καὶ αὐτὴ κατόπιν τῶν ἄλλων παιδίων. Ἡ νοννὰ τῆς ἐζήτησε κατ᾿ ἀρχὰς νὰ τὴν κρατήση πλησίον της, ἀλλ᾿ ἡ µικρὰ ἐστενοχωρήθη καὶ ἀπήτησε νὰ ἐξέλθη.
-Νὰ πάω κι ἐγὼ νὰ παίξω, νοννά µου;
-Τί νὰ παίξης ἐσύ;
-Τὸ κλυφτάκι, νοννά µου! ἐτραύλισεν ἡ µικρά.
- ∆ὲν παίζουν τὰ κορίτσια τὸ κρυφτάκι, εἶπεν αὐστηρῶς ἡ νοννά.
Ἡ µικρὰ δὲν ἐµεµψιµοίρησε µέν, ἀλλ᾿ ἐσκυθρώπασεν. Ἰδοῦσα τοῦτο ἡ νοννά, ἔκραξε τὴν Ἀθηνιῶ, εἰκοσαετὴ τὴν ἡλικίαν, δουλεύτραν της, ἥτις ἦτο καὶ αὐτὴ µία τῶν βαπτιστικῶν της καὶ τὴ ἐνεπιστεύθη τὴν µικρᾶν,συστήσασα αὐτὴ αὐστηρὰν ἐπαγρύπνησιν.
Ἀλλ᾿ ἡ Ἀθηνιὼ ἐλησµόνησεν ἅµα ἀκούσασα τὴν σύστασιν τῆς κυρίας της, καὶ ἐπειδὴ εἰς τὰς πεζούλας ἐκάθηντο τέσσαρες ἢ πέντε γειτόνισσαι, καὶ γνωρίζοµεν πόσον περισπούδαστος εἶναι ἡ συνδιάλεξις τῶν ἀέργων γυναικῶν, ἐκάθησε πλησίον αὐτῶν καὶ ἄφησε τὴν µικρὰν Σοφούλαν νὰ τρέχη.
∆ὲν ἤρκεσε τοῦτο, ἀλλὰ παραγγελθεῖσα ὑπὸ τῆς κυρίας της νὰ ἀντλήση ὕδωρ ἐκ τοῦ φρέατος, ἐγέµισε µὲ τὴν στάµνον, ἀλλὰ δὲν ἐφρόντισε νὰ κλείση τὸ στόµιον τοῦ φρέατος, ὅπως τὸ εὗρε κεκλεισµένον, τὸ ἄφησε δὲ ἀνοικτόν. Ἀπροσεξία, εἰς ἣν οὐδέποτε θὰ ὑπέπιπτεν ἡ γραῖα Σοφούλα ἢ ἄλλη φρόνιµος γυνή. Μή τις δὲ ἀµφιβάλῃ ὅτι τὴν σύστασιν ταύτην ἡ γραῖα ἔκαµε χιλιάκις εἰς τὴν δουλεύτραν της, ἀλλ᾿ ἡ Ἀθηνιὼ δὲν ἦτο ἐξ ἐκείνων τῶν γυναικῶν, οἵτινες καθίστανται προσεκτικαί.
Εἰς τὴν ἀκµὴν λοιπὸν τῆς πλήρους ἐνδιαφέροντος συνδιαλέξεώς των, ἤκουσαν αἴφνης αἱ εἰς τὴν πεζούλαν καθήµεναι γυναῖκες κρότον τινά, ὡς πλατάγησιν σώµατος πίπτοντος εἰς τὸ ὕδωρ καὶ συγχρόνως πεπνιγµένην κραυγὴν καὶ µετ᾿ αὐτὴν δευτέραν
κραυγὴν δυνατωτέραν.
Αἱ γυναῖκες ἀνωρθώθησαν αὐτοµάτως.
Ἀλλὰ πρὶν αὐταὶ κινηθῶσιν, ἡ θύρα τοῦ ἰσογείου ἠνοίχθη µετὰ κρότου, καὶ ἡ θεία-Σοφούλα ἔντροµος, ἀνυπόδητος, µὲ ταῖς κάλτσαις µόνον, γυµνώλενος, µὲ τὰς χεῖρας ζυµαρωµένας, ἔτρεξε πρὸς τὸ φρέαρ κράζουσα:
- Τὸ κορίτσι! Τὸ κορίτσι! ∆ιὰ τῆς εἰς τὴν στοργὴν ἰδιαζούσης µαντείας, ἡ θεία-Σοφούλα ἐνόησεν ἀµέσως ὅτι ἡ µικρά της βαπτιστικῆ εἶχε πέσει ἐντὸς τοῦ φρέατος. Καὶ τῷ ὄντι δὲν ἠπατᾶτο. Ενώ ἔτρεχεν ἡ Σοφούλα, ἰδοῦσα τὸ στόµιον τοῦ φρέατος ἀνοικτόν, ἐπλησίασε, προσεκολλήθη ἐπὶ τοῦ χθαµαλοῦ ξυλίνου φραγµοῦ, εἶδεν ἐπὶ τοῦ ὕδατος εἰκονιζοµένην τὴν ἀγγελικὴν ξανθὴν µορφήν της, ἤρχισε νὰ τὴ προσµειδιά, ἔκυψεν ὑπερµέτρως, ὠλίσθησεν ἐπὶ τῆς στιλπνῆς ὡς ἐκ τῆς συχνῆς προστριβῆς τοῦ σχοινιοῦ σανίδος, καὶ ἔπεσε κατακέφαλα ἐντὸς τοῦ φρέατος.
Αἱ ἄλλαι γυναῖκες καὶ ἡ Ἀθηνιῶ µετ᾿ αὐτῶν, καθ᾿ ὑπερβολὴν διαστέλλουσαι τοὺς βραχίονας, ἔτρεξαν κατόπιν τῆς θεία Σοφούλας.
-Ἕναν κουβά! ἕνα γιουρδέλι! ἐκραύγαζεν ἔκφρων ἡ γραῖα Σοφούλα.
-Ἕνα τσιγγέλι! ἔκραξε καὶ ἡ Ἀθηνιῶ σκοτισµένη· (ὡς νὰ εἶχε πέσει δηλ. εἰς τὸ φρέαρ τὸ ἰβάνιον, δι᾿ οὗ ἀντλοῦσιν ὕδωρ).
- Τὰ τσιγγέλια νὰ σὲ τραβοῦν, σκύλα! τὴ ἔκραξε µὲ κεραυνοβόλον βλέµµα ἡ Θεία-Σοφούλα. Μοῦ ἔπνιξες τὸ παιδί.
Ἡ γραῖα τῷ ὄντι δὲν ἐβράδυνε νὰ ἐννοήση ὅτι τὸ δυστύχηµα ὠφείλετο εἰς τὴν ἀπροσεξίαν τῆς δουλεύτρας της.
- Νὰ καταβῶ ἐγὼ στὸ πηγάδι, νοννά, τῇ εἶπεν ἡ Ἀθηνιῶ.
Ἐπειδὴ ἐβράδυνε νὰ φανῆ πουθενὰ κουβάς, διότι εἶναι γνωστὸν πόσον οἱ ἄνθρωποι εἰς τὰς δεινὰς περιπτώσεις, καὶ ἐνῷ µία τῶν γυναικῶν ἔτρεχεν ἀπ᾿ ἐκεῖ, ἄλλη ἀπ᾿ ἐδῶ, καὶ ἡ µικρὰ ἐν τῷ µεταξὺ ἐπνίγετο, ἡ Θεία-Σοφούλα ἐπέτρεψεν εἰς τὴν Ἀθηνιῶ τὴν
χάριν ταύτην. Εἴξευρε δὲ ἄλλως ὅτι εἰς τοῦτο, καθὼς καὶ εἰς πᾶσαν ἄλλην ἐργασίαν εἰς τοὺς ἄνδρας µᾶλλον ἁρµόζουσαν, ἦτο ἐπιτηδεία.
Ἡ Ἀθηνιῶ λοιπὸν ἐσήκωσε τὰ φουστάνια της ὑπεράνω τοῦ γόνατος, καὶ πατοῦσα εἰς τὰς γνωστὰς αὐτῇ ἐσοχᾶς τοῦ ἐσωτερικοῦ λιθοκτίστου τοῦ φρέατος, τὰς ἐπίτηδες κατασκευαζοµένας εἰς πᾶσαν ὀρυχὴν φρέατος, κατῆλθε µέχρι τῆς ἐπιφανείας τοῦ ὕδατος.
Οὐδαµοῦ ἐφαίνετο ἡ µικρά.
Τὸ βάθος τοῦ ὕδατος ἦτο τρὶς ἴσον µὲ ἀνάστηµα ἀνδρὸς καὶ ἡ Ἀθηνιῶ δὲν ἠδύνατο νὰ προχώρηση κατωτέρω.
Ἐν τῷ µεταξὺ εὑρέθη καὶ ὁ κουβᾶς, καὶ κατεβιβάσθη µέχρι τῶν χειρῶν τῆς Ἀθηνιῶς.
Αὕτη ἔλαβε τὸ σχοινίον καὶ ἤρχισε νὰ περιστρέφη τὸ ἰβάνιον ἐντὸς τοῦ ὕδατος.
Ἡ θεία-Σοφούλα ὠλόλυζε καὶ ἔσχιζε τὰς παρειάς της. Ἡ καρδία της δὲν ἠσθάνετο πλέον τῆς ἐλπίδος τὴν θαλπωρήν...
Τέλος τὸ ἰβάνιον προσέκοψεν εἰς σῶµά τι ἀνερχόµενον. Ἡ µικρὰ ἀνέβη εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, ἀλλ᾿ ἦτο ἤδη πτῶµα... Ἡ κεφαλή της δεινῶς µεµωλωπισµένη. Κατενεχθεῖσα σφοδρῶς εἰς τὸ ὕδωρ εἶχε
κτυπήσει ἐπὶ τοῦ λίθου, ἐζαλίσθη, κατέπιε πολὺ νερὸν καὶ δὲν ἀνῆλθε ταχέως εἰς τὴν ἐπιφάνειαν...
Ἐπὶ τῆς ζωῆς της ἐπαρηγορήθη ἡ θεία-Σοφούλα διὰ τὸ οἰκτρὸν τοῦτο ἀτύχηµα. Ἴσα-ἴσα ἡ τελευταία βαπτιστική της!...
∆ιετήρησε δὲ τὴν πρὸς τὴν ἀθῴαν νεκρὰν στοργὴν τῆς µέχρι εὐσεβοῦς προλήψεως.
Ζήσασα ἐπὶ ἱκανὰ ἔτη ἀκόµη, κατεσκεύαζεν ἀνελλιπῶς κατ᾿ ἔτος τὴ Μ. Πέµπτη τὴν κοκκώνα τῆς ἀτυχοῦς µικρᾶς, καὶ τὴν Κυριακὴν τοῦ Πάσχα, ἅµα ἐπέστρεφε τὸ πρωὶ ἀπὸ τῆς λειτουργίας τῆς Ἀναστάσεως, ἤνοιγε τότε µόνον τὸ ἄχρηστον µείναν φρέαρ
καὶ ἔρριπτεν εἰς τὸ ὕδωρ τὴν κοκκώνα καὶ τὰ κόκκινα αὐγὰ τῆς µικρᾶς Σοφούλας της.
Ἐβεβαίου δὲ ἡ ἀγαθὴ γυνὴ ὅτι ἀνεξήγητος εὐωδία ἀνήρχετο τότε ἀπὸ τοῦ ὕδατος, ὡς θυµίαµα ἀθῴας ψυχῆς ἀναβαῖνον πρὸς τὸν θεάνθρωπον Πλάστην.


(1888)