Θάλασσα
Ορισμός:
η υδάτινη αλμυρή έκταση που καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειας της γης.
Ετυμολογία:
πρόκειται για αρχαία λέξη, αγνώστου ετύμου, πιθανώς συνδεδεμένης με τη
μακεδονική ιδιωματική λέξη «δαλάγχαν»
και είναι προελληνική. Το θέμα mar- «θάλασσα» (από όπου λατιν. Μare, γαλλ. Μer,
ιρλ. Muir, γερμ.
Meer
κ.α.) δεν απαντά
στην Ελληνική, όπου αντιθέτως χρησιμοποιείται με γενική σημασία η λέξη θάλασσα και οι ποιητικές ἃλς, πόντος και πέλαγος.
Συνώνυμα:
α)
ωκεανός:
μεγαλύτερη υδάτινη επιφάνεια από τη θάλασσα, τόση που να χωρίζει ηπείρους
μεταξύ τους (π.χ. Ατλαντικός ωκεανός).
β) πέλαγος: ανοιχτή θάλασσα, μικρότερη συνήθως από αυτήν που
δηλώνει η λέξη θάλασσα (π.χ. Αιγαίο πέλαγος)
γ)
πόντος: αρχικά σήμαινε «θαλάσσιο
πέρασμα» (λατ. pons/
pontis=
γέφυρα). Σήμερα θεωρείται η κλειστή διαπλεύσιμη θάλασσα (π.χ. Εύξεινος Πόντος)
ή θαλάσσια δίοδος (π.χ. Ελλήσποντος).
δ) (αι)γιαλός: η παράπλευρη
προς την ακτή θάλασσα, τ’ αβαθή νερά όπου παραπλέουν μικρότερα σκάφη.
Θάλασσα - ἃλς:
η αρχαία λέξη «ἃλς» σήμαινε τη
θάλασσα όπως τη βλέπει κάποιος από μακριά – ιδίως στον Όμηρο. Η λέξη θάλασσα
επηρέασε αναλογικά το γένος της λέξης ἃλς,
που ως θηλυκό (ἡ ἃλς) δήλωνε τη θάλασσα
ενώ ως αρσενικό (ὁ ἃλς) το αλάτι.
· «Ψαρεύοντας έρχεται η θάλασσα»
· «Πρόσεχε να προφέρεις καθαρά τη λέξη θάλασσα έτσι που να γυαλίσουν μέσα της όλα τα δελφίνια. Κι η ερημιά πολλή που να χωρά ο θεός»
· «Έχοντας ερωτευτεί και κατοικήσει αιώνες μες στη
θάλασσα, έμαθα γραφή και ανάγνωση.»[Οδυσσέας Ελύτης (
1911-1996 , Ποιητής, Νόμπελ 1979)]
· «Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στο
ακρογιάλι»[Γιώργος
Σεφέρης (
1900-1971 , Έλληνας ποιητής, Νόμπελ 1963)]
Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Γ. Μπαμπινιώτη)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου