" Επάνω σ' ένα ακοίμητο αερόστατο
ατενίζουμε το καθάριο χρώμα τ' ουρανού,
τις ανθισμένες κοιλάδες του μυαλού,
την ανεξίτηλη θαλασσινή δροσιά,
τους ορεινούς στυλοβάτες της απεραντοσύνης...
Οι ψυχές μας γίνονται συνοδοιπόροι..."

Σας καλωσορίζω στο ιστολόγιό μου ελπίζοντας να κάνουμε πολλά ταξίδια - ονειρικά και μακρινά - στο χώρο του πνεύματος, της τέχνης και της δημιουργίας...

Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014


Αρχαία Ελληνικά πολιτεύματα 
Επιχειρώντας να περιγράφει το αθηναϊκό πολιτικό σύστημα. ο Περικλής του Θουκυδίδη προβάλλει μιαν αντίθεση ανάμεσα στη «δημοκρατία» και την «ελευθερία»: 
ελλείψει άλλων όρων – αναφέρει – συνηθίσαμε να προσδιορίζουμε αυτό καθεστώς ως δημοκρατία, επειδή το πλήθος συμμετέχει στην πολιτεία· στην πραγματικότητα ωστόσο πρόκειται για ένα ελεύθερο πολιτικό σύστημα (ελεύθερος να πολιτεύομαι). 
Σ’ ένα βαθμό, λοιπόν, ο ρήτορας παρουσιάζει τη δημοκρατία και την ελευθερία με αντιθετικό τρόπο, βέβαια αυτός ο επιτάφιος δεν αποτελεί ακριβώς «μνημείο της αθηναϊκής δημοκρατίας», όπως τον θεωρούσε ένα μέρος των ερμηνευτών του (ανάμεσα στους οποίους ο Πλάτωνας παρουσιάζει μια παρωδία του στον Μενέξενο, μέσα από την απαγγελία του επιτάφιου από την Ασπασία). 
Άλλωστε το εγκώμιο της Αθήνας, που περιέχεται στον επιτάφιο του Περικλή, φθάνει σ’ εμάς μέσω ενός διπλού φίλτρου: 
το πρώτο συνίσταται στον ίδιο το λογοτεχνικό χαρακτήρα του επικήδειου λόγου, που μετατρέπεται αναπόφευκτα σε πανηγυρικό· 
το δεύτερο οφείλεται στην προσωπικότητα του ρήτορα, του πολιτικού άνδρα, ο οποίος κατά την κρίση του Θουκυδίδη, είχε στην πραγματικότητα παραποιήσει το δημοκρατικό σύστημα, διατηρώντας μόνο τα επιφανειακά του χαρακτηριστικά. 
Η ίδια η λέξη που χρησιμοποιεί (δημοκρατία) δεν προσιδιάζει στη δημοκρατική γλώσσα, η οποία χειρίζεται συνήθως τον όρο δήμος (στις διάφορες σημασίες του)· μια τυπική, για παράδειγμα, έκφραση των δημοκρατών ήταν: λύειν τον δῆμον, δηλαδή καταλύω, ή επιχειρώ να καταλύσω τη δημοκρατία
Η δημοκρατία, αντίθετα, αποτελεί αρχικά, ένα βίαιο και πολεμικό όρο («η κυριαρχία του δήμου»), επινοημένο από τους εχθρούς της δημοκρατικής οργάνωσης και όχι όρο που θυμίζει συνύπαρξη. 
Εκφράζει την κυριαρχία ενός μέρους του πληθυσμού, ο οποίος δεν μπορεί παρά να υποδηλωθεί με ταξικούς όρους: έτσι ο Αριστοτέλης, για να το αποσαφηνίσει αυτό, διατυπώνει το παράδοξο εικονικό παράδειγμα, σύμφωνα με το οποίο, σε μια κοινότητα 1.300 πολιτών, η κυριαρχία 300 απόρων (αν βέβαια υπάρχουν τόσοι) συνιστά μια «δημοκρατία». Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα η δημοκρατία εμφανίζεται τελικά με τα τυπικά χαρακτηριστικά της τυραννίας: όταν επιδιώκει ο δήμος να είναι υπεράνω του νόμου, ποιεῖν ὅ,τι βούλεται, διεκδικεί ουσιαστικά ένα χαρακτηριστικό προνόμιο του τυράννου.
Στην αθηναϊκή πολιτική γλώσσα εμφανίζεται, επίσης, ένα σύνολο όρων και εννοιών που ταυτίζει την ελευθερία και τη δημοκρατία από τη μια, και την ολιγαρχία και την τυραννία από την άλλη.
Ο Θουκυδίδης μάς δίνει σχετικές πληροφορίες στο 8ο βιβλίο του (Η’. 68), όπου κάνει τον απολογισμό των συνεπειών του ολιγαρχικού πραξικοπήματος του 411 π.Χ. – ενός προσωρινού και βίαιου πραξικοπήματος, αιματηρού αλλά κυρίως απρόσμενου, όπως σημειώνει ο Θουκυδίδης: του πρώτου ολιγαρχικού πειράματος εκατό χρόνια μετά την εξορία των τυράννων. Αφού λοιπόν περιγράφει με εγκωμιαστικό τρόπο τους τρεις κύριους υπεύθυνους του πραξικοπήματος, στη συνέχεια σχολιάζει: «Βέβαια μόνο πρόσωπα αυτού του διαμετρήματος μπορούσαν να πραγματοποιήσουν μια τόσο μεγάλη επιχείρηση: να στερήσουν από το λαό της Αθήνας την ελευθερία του, εκατό χρόνια αφότου είχε εκδιώξει τους τυράννους».
Σ’ αυτή την περίπτωση είναι προφανές ότι ο Θουκυδίδης ταυτίζει το δημοκρατικό καθεστώς με την έννοια της ελευθερίας, όπως ακριβώς στο 4ο βιβλίο χαρακτηρίζει -περιγράφοντας το φόβο που επικράτησε στην Αθήνα μετά το μυστηριώδη και σκανδαλώδη ακρωτηριασμό των αγαλμάτων του Ερμή – ως «ολιγαρχική και τυραννική» τη συνωμοσία που κρυβόταν, σύμφωνα με τους φόβους των Αθηναίων, πίσω από το φρικιαστικό και φαινομενικά ανεξήγητο αυτό σκάνδαλο. Εδώ η ανασύσταση των εννοιών αντανακλά, πλήρως, αυτό που υπογραμμίσαμε στο 8ο βιβλίο: από τη μια ελευθερία=δημοκρατία (καταλύω τη δημοκρατία σημαίνει στερώ από τους Αθηναίους την ελευθερία τους. που είχαν κατακτήσει εκδιώκοντας τους τυράννους), από την άλλη τυραννία=ολιγαρχία (δηλαδή μια συνωμοσία που αποσκοπεί σε μια κυβέρνηση μειοψηφίας· επομένως η κατάλυση της δημοκρατίας είναι ταυτόχρονα «ολιγαρχική» και «τυραννική»). Πρόκειται για μια γλώσσα, ωστόσο, σε πλήρη ασυμφωνία με τα ιστορικά δεδομένα, αφού οι αριστοκράτες, βοηθούμενοι από τους συμμάχους τους Σπαρτιάτες, ήταν οι πρωταίτιοι της πτώσης της τυραννίας, με τη μορφή της οποίας αντίθετα εκδηλώθηκε ακριβώς η αρχαία δημοκρατία.
Η λύση αυτής της φαινομενικής αντινομίας μάς παραπέμπει εκ νέου στη συμφωνία που εδραίωσε τη δημοκρατία στην Ελλάδα την κλασική εποχή: τη συμφωνία ανάμεσα στο λαό και τους άρχοντες, όπου δέσποζε το πνεύμα, η πολιτική κουλτούρα και η γλώσσα των τελευταίων στη διοίκηση της δημοκρατικής πολιτείας. Γι’ αυτούς, λοιπόν, η δημοκρατία ήταν ένα επιθυμητό καθεστώς στο βαθμό που ήταν συνώνυμο της «ελευθερίας» (δεν είναι τυχαίο ότι ο Περικλής χρησιμοποιεί αδιάφορα τη λέξη δημοκρατία, ενώ απαιτεί ταυτόχρονα ένα καθεστώς «ελευθερίας» για την πολιτεία των Αθηναίων: ένα καθεστώς απαλλαγμένο από κάθε «τυραννικό» κατάλοιπο).
Ιδού, λοιπόν, ποια είναι η εμπειρική καταγωγή της. χαρακτηριστικής για τους Έλληνες στοχαστές, συστηματικής ταξινόμησης, που αποβλέπει στο διαχωρισμό κάθε φορά των πολιτικών μορφών σε δύο υπο-είδη, το καλό και το κακό. Αυτή η απάντηση, άλλωστε, στην αντινομία που αναφέρθηκε προηγούμενα. θα γίνει γρήγορα αντιληπτή από την ελληνική σκέψη. Τη συναντούμε ήδη θεωρητικοποιημένη στον Αριστοτέλη, ο οποίος μάλιστα θα χρησιμοποιήσει δύο διαφορετικούς όρους: Θα ονομάσει πολιτεία τη «χρηστή» δημοκρατία, ενώ τη δημοκρατία που δεν σέβεται την ελευθερία θα την αποκαλέσει, όπως αναμενόταν, δημοκρατία.
Αλλά η διάκριση αυτή είναι εξίσου παρούσα στη διαμάχη γύρω από το πολίτευμα, που παρουσιάζει ο Ηρόδοτος. Οι τρεις παρεμβάσεις που συνθέτουν αυτή τη συζήτηση (ή καλύτερα η σύνοψή τους) προβάλλουν την ίδια υπόθεση: κάθε μορφή πολιτικού καθεστώτος εκφυλίζεται στην αρνητική του όψη· 
αυτή η διαδικασία του εκφυλισμού καθιερώνει έναν ιστορικό κύκλο, όπου γίνεται η μετάβαση από το ένα καθεστώς στο άλλο. Με αυτή την έννοια η παρέμβαση του Δαρείου ήταν η σαφέστερη, θέτοντας άμεσα το θέμα του διαχωρισμού οιασδήποτε πολιτικής μορφής στην «εξιδανικευμένη» εκδοχή της και στη συγκεκριμένη πραγματοποίησή της.
Η «κυκλική» θεωρία
ΗI συζήτηση των τριών εκτυλίσσεται ως εξής: ο Δαρείος σημειώνει ότι καθεμιά από τις τρεις πολιτικές μορφές χαρακτηρίζεται πράγματι από δυο αντίθετα στοιχεία· ο Οτάνης κάνει απολογισμό των τυπικών ελαττωμάτων της μοναρχικής εξουσίας και εξυμνεί, με ορισμένες εύστοχες παρατηρήσεις, τη δημοκρατία. Ο Μεγάβυζος, αντίθετα, επιδοκιμάζει μεν την κριτική στη μοναρχική εξουσία αλλά ανατρέπει τη θετική εικόνα της δημοκρατίας, εξυμνώντας την αριστοκρατία. 
Στη συνέχεια, ο Δαρείος, με τη σειρά του αναλαμβάνει, με ιδιαίτερο μάλιστα ζήλο να προβάλει τα ελαττώματα της αριστοκρατικής διακυβέρνησης και ανατρέποντας ριζικά την αφετηριακή του θέση να πλέξει το εγκώμιο της μοναρχικής εξουσίας. Έχοντας, λοιπόν, απέναντι του τον πλήρη πίνακα των έξι δυνατών αξιολογικών διακρίσεων των τριών συστημάτων, ο Δαρείος αρχίζει την παρέμβασή του λέγοντας ότι «στα λόγια» (Γ’. 80. 1: τῷ λόγῳ - που είναι η μόνη σωστή ανάγνωση, η οποία διασώθηκε από τον Στοβαίο), τα τρία καθεστώτα είναι «έξοχα». Υπογραμμίζει, λοιπόν, το γεγονός ότι υπάρχει μια θετική παραλλαγή καθενός από τα τρία πρότυπα, η οποία διέπεται αμιγώς από τις «θεωρητικές» προϋποθέσεις (αυτό ακριβώς σημαίνει ο λόγος) στις οποίες βασίζονται τα πρότυπα αυτά.
Αυτό συνεπάγεται, – σημειώνει ο Δαρείος – τουλάχιστον σε ό, τι αφορά την αριστοκρατία και τη δημοκρατία, ότι η αρνητική τους όψη προβάλλει ακριβώς όταν περνάμε από τον ορισμό τους στην πρακτική.
Προχωρώντας περισσότερο, παρουσιάζει δύο τύπους μετάβασης από το ένα καθεστώς στο άλλο. Παρατηρεί, λοιπόν, ότι η δημοκρατία και η αριστοκρατία, στην υλοποιημένη τους μορφή, οδηγούν με την πρακτική τους σε μια τέτοια αποδιοργάνωση του αστικού συστήματος, απ’ όπου στη συνέχεια προβάλλει η αναγκαιότητα ενός μονάρχη: η μοναρχική εξουσία, επομένως, η οποία γεννιέται συνήθως με μιαν αιματηρή στάση, είναι το επακόλουθο της πρακτικής αποτυχίας των δύο άλλων πολιτικών μορφών. Ωστόσο, μια φαύλη μοναρχία με τη σειρά της, γεγονός που γνωρίζει φυσικά ο Δαρείος, μπορεί να οδηγήσει εκ νέου σε στάση: 
έτσι την επομένη της πτώσης του Καμβύση (τέλεια ενσάρκωση του τυράννου) και του εμφύλιου πολέμου που προκάλεσε ο σφετεριστής του θρόνου (ο ψευδό-Σμέρδης) οι Πέρσες αξιωματούχοι θα αναζητήσουν την πολιτική μορφή της Περσίας σε άλλους τύπους πολιτεύματος, μετά τα καταστροφικά αποτελέσματα της μοναρχίας. Ήταν πλέον καθαρό, ιδιαίτερα μέσα στη συγκυρία στην οποία εκτυλισσόταν η συζήτηση ότι η μετάβαση από τη μια μορφή πολιτεύματος στην άλλη συντελείτο με επώδυνο τρόπο: τη στάση και τον εμφύλιο πόλεμο.
Ο Δαρείος θα επικρατήσει επομένως στη διαμάχη, αλλά στο πεδίο της ιστορίας και όχι της διαλεκτικής: από αποδεικτική άποψη τα επιχειρήματα του προστίθεντο σ’ αυτά των συνομιλητών του δεν τα καταργούσαν. Σε διαλεκτικό επίπεδο η συζήτηση δεν είχε νικητές και ηττημένους και δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά, αφού το «ανοιχτό» συμπέ­ρασμά της συμφωνούσε με την κυκλική διαδοχή των «πολιτευμάτων», με αυτή την ατέρμονη εξέλιξη όπου το καθένα επικρατεί χάρη στα ελαττώματα του άλλου και οικοδομείται πάνω στα ερείπιά του. 
Όλες οι κατοπινές προσεγγίσεις της ελληνικής πολιτικής σκέψης θα έχουν την αφετηρία τους στον Ηρόδοτο. Όταν, λοιπόν, ο Θουκυδίδης θα αντιμετωπίσει το παράδοξο γεγονός της βραχύβιας αποτυχίας της ολιγαρχικής κυβέρνησης των Τετρακοσίων – η οποία αποτελείτο, ωστόσο, από «προσωπικότητες πρώτου μεγέθους» – θα καταφύγει στην ερμηνεία του Δαρείου σχετικά με την αναπόφευκτη αποτυχία οιασδήποτε αριστοκρατίας, επιτιμώντας ο ίδιος με τη σειρά του τον αρχηγικό ανταγωνισμό που αποβλέπει στην απόκτηση ηγεμονικών θέσεων (Η’, 89. 3). Ενώ αναφερόμενος στο πέρασμα από τη μια πολιτική μορφή στην άλλη, προορισμένη επίσης να ηττηθεί, θα διατυπώσει εκ νέου την ιδέα του «τμήματος» του «κύκλου»: «Έτσι η ολιγαρχία, που προέβαλε μέσα από την κρίση της δημοκρατίας, καταρρέει».
Η εξέλιξη, λοιπόν, των μορφών του πολιτεύματος εμφανίζεται σαν μια παλιρροϊκή κίνηση και η εικόνα αυτή θα δεσπόσει στη θεωρητική σκέψη που θα επικρατήσει στη συνέχεια από το 8ο βιβλίο της Πολιτείας του Πλάτωνα μέχρι και το 3ο βιβλίο των Πολιτικών του Αριστοτέλη, στο οποίο υπάρχει μια αφθονία παραδειγμάτων για τους πολιτικούς κλυδωνισμούς των ελληνικών πόλεων (των 158 Πολιτειών, ανάμεσα στις οποίες το παράδειγμα της Αθήνας μάς μεταφέρθηκε σχεδόν ακέραιο). 
Η προσπάθεια να προσδιοριστεί αυτή η διαδικασία περάσματος από το ένα καθεστώς στο άλλο θα αποτελέσει άλλωστε το αντικείμενο έρευνας και θεωρητικών αναζητήσεων αρκετών μεταγενέστερων στοχαστών, από τον όψιμο Όκελλο τον Λευκανό μέχρι τον Πολύβιο, οι οποίοι θα συνδέσουν την εμπειρική τους έρευνα με τη φιλοσοφική ιδέα μιας «επιστροφής», μιας «ανακύκλωσης».
Για να βελτιωθεί η αέναη επανάληψη του κύκλου, υπάρχει το «μεικτό» πολίτευμα: ένα σύστημα, δηλαδή, το οποίο περιλαμβάνει τα καλύτερα στοιχεία των τριών τύπων και αποσκοπεί να μετριάσει τις αρνητικές τους πλευρές (ή έχει την αυταπάτη ότι μπορεί να το κάνει), εξουδετερώνονται τα καταστροφικά ή αυτοκαταστροφικά φαινόμενα που παράγουν. 
Έναν τέτοιο υπαινιγμό, ότι μια «μεικτή» μορφή θα ήταν ιδιαίτερα θετική, τον συναντούμε ήδη στον Θουκυδίδη (Η’. 97), όταν ο ιστορικός εγκωμιάζει το εφήμερο πολιτικό σύστημα που εγκαθιδρύθηκε στην Αθήνα στη διάρκεια της πτώσης των Τετρακοσίων. Στην πραγματικότητα, αυτό το σύστημα – γνωστό ως καθεστώς των Πέντε Χιλιάδων- δεν ήταν και τόσο «μεικτό». Επρόκειτο για ένα καθεστώς που ο Αριστοτέλης θα χαρακτήριζε ολιγαρχικό, αφού στηριζόταν στον περιορισμό της ιδιότητας του πολίτη ανάλογα με την καταβαλλόμενη εισφορά. 
Άλλωστε και οι υπόλοιπες θεωρητικές αναζητήσεις γύρω από το «μεικτό» καθεστώς – του Αριστοτέλη και κυρίως των μαθητών του, Θεοφράστου, Δικαιάρχου και Στράτωνα – διακρίνονταν εξίσου, για την απουσία αυτού του τυπικού χαρακτηριστικού της δημοκρατίας, της παραχώρησης, δηλαδή, ανεξαιρέτως σε όλους της ιδιότητας του πολίτη, συμπεριλαμβανομένων και των απόρων.
Επρόκειτο, λοιπόν, ουσιαστικά για ολιγαρχικά καθεστώτα. Ωστόσο, αυτό το θέμα του «μεικτού» πολιτεύματος θα κυριαρχήσει στην ελληνική σκέψη της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής εποχής. 
Αντιμέτωπος, μάλιστα, με τη σύνθετη και πρωτότυπη λύση που δόθηκε από τη ρωμαϊκή πόλιν στο πρόβλημα της ιδιότητας του πολίτη και στο θέμα της απαραίτητης σύνδεσης με μια σταθερή και ισχυρή εξουσία, ο Πολύβιος θα θεωρήσει ότι βρήκε στη Ρώμη το συγκεκριμένο και βιώσιμο τύπο αυτής της μορφής του μεικτού καθεστώτος. Το 6ο βιβλίο των Ιστοριών – τοποθετημένο συμπτωματικά μετά το χρονικό της τρομερής ήττας στις Κάννες και προορισμένο να αποσαφηνίσει τους λόγους της επιβίωσης της Ρώμης μετά από μια πανόμοια ήττα- είναι ολοκληρωτικά αφιερωμένο στη μορφή του ρωμαϊκού πολιτεύματος, το οποίο θεωρείτο ως ένα έξοχο παράδειγμα «μεικτού» καθεστώτος.
Με τον Πολύβιο, όμως, πρέπει να σταματήσουμε την παρουσίαση της «ελληνικής περί πολιτικής αντίληψης». Υπό την επίδραση, κατ’ αρχήν, των μεγάλων ελληνιστικών μοναρχιών και κατόπιν της ρωμαϊκής πόλεως, η ελληνική σκέψη – και εφεξής η ελληνιστικό-ρωμαϊκή σκέψη – θα ακολουθήσει πλέον καινούριους δρόμους. 
Εδώ αρχίζει μια άλλη ιστορία…

http://theancientweb.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου