" Επάνω σ' ένα ακοίμητο αερόστατο
ατενίζουμε το καθάριο χρώμα τ' ουρανού,
τις ανθισμένες κοιλάδες του μυαλού,
την ανεξίτηλη θαλασσινή δροσιά,
τους ορεινούς στυλοβάτες της απεραντοσύνης...
Οι ψυχές μας γίνονται συνοδοιπόροι..."

Σας καλωσορίζω στο ιστολόγιό μου ελπίζοντας να κάνουμε πολλά ταξίδια - ονειρικά και μακρινά - στο χώρο του πνεύματος, της τέχνης και της δημιουργίας...
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχαία Ελλάδα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχαία Ελλάδα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2017

Η συνεισφορά των αρχαίων Ελλήνων στην οικονομική σκέψη και επιστήμη

Όπως και κάθε άλλο επίτευγμα της ανθρώπινης διανόησης, έτσι και τα οικονομικά έχουν τις ρίζες τους στην αρχαία Ελλάδα. Οι αρχαίοι Έλληνες ήταν οι πρώτοι που ασχολήθηκαν εκτενώς με την «οἰκονομία» (= «οἶκος» + «νέμομαι»),  που σημαίνει διαχείριση της οικίας, με την τελευταία, βεβαίως, να αποτελεί μια μικρογραφία της εθνικής και της διεθνούς οικονομίας. Τέσσερις κυρίως αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς έστρεψαν τους φιλοσοφικούς στοχασμούς τους στην εξέταση διαφόρων πτυχών της οικονομικής σκέψης: ο Σωκράτης, οι μαθητές του Ξενοφών και Πλάτων, και ο Αριστοτέλης.
Ο Σωκράτης (470/469 – 399 π.Χ.) συζητώντας με τον Αθηναίο Κριτόβουλο, γιο του Κρίτωνος (όπως ο διάλογος διασώθηκε στον «Οἰκονομικό» του Ξενοφώντος), ανέλυσε θέματα οικιακής οικονομίας και διαχείρισης της αγροτικής περιουσίας. Πιο συγκεκριμένα, ο Σωκράτης τονίζει τη σημασία της χρησιμότητaς των αγαθών: για να είναι χρήσιμο ένα αγαθό για τον άνθρωπο, πρέπει αυτός να γνωρίζει πώς να το χρησιμοποιεί. Ακόμα, ένα αγαθό το οποίο δεν είναι χρήσιμο για έναν άνθρωπο, μπορεί να αποκτήσει χρησιμότητα εφ’ όσον μπορεί να πουληθεί και με το προϊόν της πωλήσεως να αγορασθεί κάποιο άλλο χρήσιμο αγαθό. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ο Σωκράτης καταδικάζει την υπερβολική συσσώρευση πλούτου που δεν μπορεί να καταναλωθεί και συνεπώς δεν αποδίδει χρησιμότητα στον κάτοχό του.
Ο Ξενοφών (435-354 π.Χ.) ασχολείται με οικονομικά θέματα σε δύο κυρίως έργα του, στους «Πόρους» (ή «Περί Προσόδων») και ευκαιριακά στην «Κύρου Παιδεία». Οι «Πόροι» αναφέρονται σε δημοσιονομικά θέματα των Αθηναίων και υποδεικνύουν διάφορα μέτρα με τα οποία οι τελευταίοι θα μπορούσαν να αναπληρώσουν την απώλεια δημόσιων εσόδων, από την άρνηση των συμμάχων τους να τους καταβάλλουν φόρους, μέσω της αξιοποίησης ίδιων πόρων. Τέτοια μέτρα είναι η εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της Αττικής, η ανάπτυξη του λιμανιού του Πειραιά και η ισοτέλεια (δηλαδή η φορολογική ισότητα μεταξύ Αθηναίων και μετοίκων). Ακόμα ο Ξενοφών, στο ίδιο έργο, αναλύει την έννοια του χρήματος βλέποντας ότι η αύξηση της ποσότητας του κυκλοφορούντος αργύρου θα οδηγήσει σε αύξηση της προσφοράς των αγαθών και επομένως σε μείωση της αξίας τους. Δεν πιστεύει όμως ότι θα μειωθεί και η αξία του αργύρου, διότι θεωρεί ότι δεν μπορεί να υπάρξει κορεσμός στη ζήτησή του. Τέλος στην «Κύρου Παιδεία» ο Ξενοφών δίνει περιγραφή του καταμερισμού των έργων, της κατανομής δηλαδή των διαφόρων εργασιών μεταξύ των ανθρώπων, τονίζοντας ότι αναπτύσσεται ανάλογα με το μέγεθος της πόλεως. Δηλαδή, στις μεγάλες πόλεις είναι πλήρως αναπτυγμένος ενώ στις μικρές μόλις που υπάρχει.
Ο Πλάτων (428-347 π.Χ.) αναπτύσσει τις ιδέες του περί οικονομίας κυρίως στα έργα του «Πολιτεία» και «Νόμοι». Οι ιδέες αυτές αναφέρονται κυρίως σε δύο θέματα, τον καταμερισμό των έργων και το ρόλο του χρήματος. Σχετικά με τον πρώτο, ο Πλάτων πιστεύει ότι πηγάζει από το γεγονός ότι διάφοροι άνθρωποι έχουν διαφορετικές ικανότητες, τις οποίες μπορούν σημαντικά να βελτιώσουν με την εξειδίκευσή τους. Ο δε καταμερισμός των έργων οδηγεί στην ανάγκη ανταλλαγής αγαθών, τα οποία παράγονται από τους εξειδικευμένους παραγωγούς. Συνεπώς κατά τον Πλάτωνα, η ανταλλαγή των αγαθών είναι απόρροια του καταμερισμού των έργων εν αντιθέσει με την άποψη του πατέρα των σύγχρονων οικονομικών, Adam Smith (1723-1790), που υποστήριζε ότι είναι η ανάγκη της ανταλλαγής αυτή που οδηγεί στον καταμερισμό των έργων. Σχετικά με το ρόλο του χρήματος, ο Πλάτων υποστηρίζει ότι για τη διευκόλυνση των ανταλλαγών πρέπει να κυκλοφορεί στην πόλη χρήμα με τη μορφή νομίσματος, ως συμβόλου της αξίας των ανταλλασσόμενων πραγμάτων, εισάγοντας έτσι στα οικονομικά την έννοια του παραστατικού χρήματος (Money Fiat), που χρησιμοποιούμε σήμερα.
Ο σημαντικότερος, όμως, μεταξύ των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων που ασχολήθηκαν με την ανάπτυξη της οικονομικής σκέψης είναι ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.). Ήταν ο πρώτος που συστηματικά (επιστημονικά θα λέγαμε σήμερα) προχώρησε στην ανάλυση οικονομικών φαινομένων σε πληθώρα πραγματειών του, όπως τα «Ηθικά Νικομάχεια», «Ηθικά», «Πολιτικά», κ.α.. Ο Αριστοτέλης διακρίνει την οικονομική δραστηριότητα στην «Οἰκονομική» που αφορά τη διαχείριση του οίκου και στη «Χρηματιστική» που καλύπτει όλες τις άλλες οικονομικές ασχολίες που έχουν σκοπό την απόκτηση χρηματικού πλούτου. Θα μπορούσαμε να χωρίσουμε, πρόχειρα, το οικονομικά θέματα με τα οποία ασχολήθηκε ο Αριστοτέλης σε τρεις θεματικές ενότητες: α)αξία και ανταλλαγή των αγαθών, β)απόκτηση αγαθών και ατομική ιδιοκτησία και γ)χρήμα και τόκος.
Σχετικά με την αξία των αγαθών, ο Αριστοτέλης την διακρίνει σε αξία χρήσεως που υποδηλώνει την άμεση χρησιμοποίησή του αγαθού προς ικανοποίηση μιας ανάγκης, και σε ανταλλακτική, όταν το αγαθό ανταλλάσσεται. Ωστόσο, όταν συζητά τις προϋποθέσεις με τις οποίες μία ανταλλαγή αγαθών μπορεί να θεωρηθεί ως «δικαία», υποκαθιστά τη χρησιμότητα με την ποσότητα και ποιότητα της εργασίας που δαπανήθηκε για την παραγωγή καθενός από τα ανταλλασσόμενα αγαθά, ως καθοριστικό παράγοντα της αξίας. Έτσι ο Αριστοτέλης γίνεται πρόδρομος της θεωρίας της αξίας των κλασσικών οικονομολόγων σύμφωνα με την οποία πηγή της αξίας είναι η εργασία. Σχετικά με τον τρόπο απόκτησης των αγαθών, ο Αριστοτέλης τον διακρίνει σε «φυσικό» (και άρα ηθικώς αποδεκτό) δηλαδή διά μέσου της οικονομίας του οίκου προς ικανοποίηση των αναγκών του και μάλιστα δια μέσου της πρωτογενούς παραγωγής ή δια μέσου της ανταλλαγής αγαθών που παράγονται από τον οίκο, και σε «μη φυσικό» (και ηθικώς καταδικαστέο) δια μέσου των λεγομένων «χρηματιστικών» ασχολιών, δηλαδή της κερδοσκοπίας, του εμπορίου, του έντοκου δανείου και του μονοπωλίου που έχουν σκοπό τη συσσώρευση χρήματος και τον πλουτισμό.
Επίσης, ο Αριστοτέλης τάσσεται υπέρ της ατομικής ιδιοκτησίας και εναντίον των ιδεών του Πλάτωνος περί κοινοκτημοσύνης, διότι τα άτομα προσέχουν καλύτερα την ατομική τους περιουσία παρά την κοινοτική και διότι οι διενέξεις των ατόμων σε καθεστώς κοινοκτημοσύνης θα ήταν συχνότερες. Τέλος, ο Αριστοτέλης διακρίνει και πάλι τη χρησιμοποίηση του χρήματος σε «φυσική», δηλαδή ως μέτρου της ανταλλακτικής αξίας και ως γενικού ανταλλακτικού μέσου και σε «μη φυσική», δηλαδή τη χρησιμοποίησή του για συσσώρευση, αποθησαυρισμό ή έντοκο δανεισμό.
Όπως βλέπουμε, η συνεισφορά των αρχαίων Ελλήνων στην ανάπτυξη της οικονομικής σκέψης είναι αδιαμφισβήτητη. Ακόμη και σήμερα μας εκπλήσσει η πρωτοπορία και η διορατικότητα της σκέψης των προγόνων μας. Δεν χωρά αμφιβολία στο γεγονός ότι η ενασχόληση των αρχαίων Ελλήνων με τα οικονομικά θέματα αποτέλεσε πρόδρομο της μικροοικονομικής, της μακροοικονομικής και της νομισματικής πολιτικής, αλλά και της οικονομικής επιστήμης γενικότερα.
Πηγή: huffingtonpost

Κυριακή 22 Μαΐου 2016



Ποια γλώσσα μιλούσαν οι αρχαίοι Μακεδόνες 

YaunaTakabaraΦίλιπποςΑλέξανδρος

Τα ευρήματα των τελευταίων 10ετιών δίνουν σαφή και κατηγορηματική απάντηση για την απάντηση για την ελληνικότητα της γλώσσας τους. Κατά την αρχαιότητα ουδέποτε αμφισβητήθηκε η ελληνικότητα της Μακεδονίας. 
Οι αρχαίοι συγγραφείς συνδέουν γενεαλογικά τους Μακεδόνες με τους Δωριείς ή τους Αιολείς, δηλαδή άλλες ελληνικές φυλές νοτιότερα. Η ελληνικότητα των αρχαίων Μακεδόνων προκύπτει από τις ιστορικές πηγές, τα γλωσσολογικά δεδομένα και επιβεβαιώνεται με τα πιο πρόσφατα αρχαιολογικά ευρήματα. Ολα αποδεικνύουν τη σύνδεση του μακεδονικού χώρου με τον ελλαδικό ήδη από τη μυκηναϊκή εποχή. Οι εγκυρότεροι Ελληνες και ξένοι μελετητές τεκμηριώνουν το γεγονός και δεν αφήνουν περιθώρια για σοβαρές αμφισβητήσεις. 
Κατά την αρχαιότητα, όπως δεν αμφισβητούνταν η ελληνικότητα των Μακεδόνων, έτσι δεν υπήρχε αμφισβήτηση και για το ελληνόφωνο των κατοίκων της. Διαφωνίες για το θέμα διατυπώθηκαν για πολλούς λόγους, επιστημονικούς και μη, σε πολύ νεότερες εποχές. Από τον 19ο αιώνα ορισμένοι ερευνητές, υπερτονίζοντας υπαρκτά ζητήματα και παραβλέποντας την πληθώρα των στοιχείων περί ελληνικότητας του φύλου και της γλώσσας των Μακεδόνων, ανέπτυξαν διάφορες υποθέσεις. Υποστηρίχτηκε ότι πρόκειται: Για μια γλώσσα μεικτή με βάση την ελληνική και επιδράσεις θρακο-ιλλυρικές. Είτε και αντιστρόφως, δηλαδή, για θρακο-ιλλυρική με ελληνικές επιδράσεις. Για ιδιαίτερη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, που ήταν διαφορετική, όμως, από τις σύγχρονες ελληνικές διαλέκτους. Τη επιστημονική διαφωνία συντηρούσε, μέχρι πριν από μερικά χρόνια, η απουσία γραπτών μακεδονικών πηγών. 
Οι γνωστές μακεδονικές επιγραφές, χρονολογημένες από τις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα, ήταν γραμμένες στην Αττική Κοινή, η οποία είχε εξαπλωθεί. Μέχρι τότε οι σχετικές συζητήσεις-επιστημονικές ή πολιτικο-ιστορικές- στηρίζονταν στις 150 περίπου «γλώσσες» (διαλεκτικές λέξεις), που παρέδωσαν αρχαίοι συγγραφείς και λεξικογράφοι ως μακεδονικές. Όπως, επίσης, στον μεγάλο αριθμό μακεδονικών ονομάτων. 
Η ανασκαφική, όμως, έρευνα τις τελευταίες δεκαετίες, με την αποκάλυψη κειμένων στη Μακεδονική, δεν αφήνει περιθώρια για επιστημονικές διαφωνίες περί της ελληνικότητας ή όχι της γλώσσας των Μακεδόνων. Η απάντηση, λοιπόν, σήμερα στο ερώτημα ποια γλώσσα μιλούσαν οι αρχαίοι Μακεδόνες είναι κατηγορηματική. Μιλούσαν μια ελληνική διάλεκτο. Αιολική με δωρικά στοιχεία. Η γλώσσα τους, όπως δέχονται σήμερα οι περισσότεροι ειδικοί, ήταν αιολική, ανάμεικτη με δωρικά στοιχεία και προφανώς με άλλες επιδράσεις. 
Για τη Μακεδονική, εκτός από ορισμένους αρχαϊκούς τύπους, γνωρίζουμε ότι μετέτρεπε συχνά το «φ» σε «β» και μερικές άλλες τέτοιες μεταβολές. Έτσι έλεγαν κεβαλή αντί κεφαλή, Βίλιππος αντί Φίλιππος, Βαλλήνη αντί Παλλήνη κ.λπ. Γενικώς, η φωνητική διαφορά που διακρίνει την αρχαία Μακεδονική από τις άλλες σύγχρονες ελληνικές διαλέκτους («β» αντί «φ», «δ» αντί «θ» και «γ» αντί «χ» ) είναι ένα γλωσσικό φαινόμενο απολύτως εξηγήσιμο στο πλαίσιο της ελληνικής διαλεκτολογίας. Αυτό το εξηγήσιμο εξακολουθούν ν’ αρνούνται ερευνητές και φορείς στα Σκόπια, υπό το πρίσμα των γνωστών σκοπιμοτήτων. Ανήκε, λένε, η μακεδονική σε άλλη γλωσσική οικογένεια, αφού τα ινδοευρωπαϊκά «μέσα δασέα» bh, dh, gh στην ελληνική αντιπροσωπεύονται με τα φ, χ, θ και στη μακεδονική με τα β, δ, γ. 
Τα άλλα επιχειρήματα περί βαρβάρων αλλόγλωσσων Μακεδόνων, που στηρίζονται σε παραποιήσεις αρχαίων αποσπασματικών κειμένων, δεν αντέχουν σε κριτική… Οι περισσότεροι γλωσσολόγοι που έχουν ασχοληθεί με το ζήτημα, ερμηνεύουν και εξηγούν τις διαφορές ως εξής: Ο μακεδονικός κορμός διαχωρίστηκε από τον ιωνικό, αιολικό-αχαϊκό και δωρικό πριν η πρωτοελληνική γλώσσα διαμορφώσει από τους αντίστοιχους ινδοευρωπαϊκούς φθόγγους τα φ, θ, χ και ακολούθησε δική του εξέλιξη. Οι αρχαίοι Μακεδόνες, αφομοιώνοντας Θρακο-Ιλλυριούς πληθυσμούς, δέχτηκαν την επίδρασή τους ως προς τα συγκεκριμένα φθογγικά στοιχεία. Αλλες ερμηνείες, όπως η «σκοπιανή», έχουν το φολκλορικό στοιχείο τους, αλλά όχι το επιστημονικό. Το ομηρικό μακεδνός Η ονομασία της Μακεδονίας σχετίζεται άμεσα με το ομηρικό μακεδνός, που σημαίνει ψηλός, μεγαλόσωμος. Ο όρος «Μακεδονίς γη» χρησιμοποιήθηκε μια φορά από τον Ηρόδοτο για να ορίσει τη γεωγραφική κοιτίδα των αρχαίων Μακεδόνων. Ολες οι αρχαίες πηγές, μηδέ εξαιρουμένου του Ηροδότου, χρησιμοποιούν τον όρο Μακεδονία για να δηλώσουν το συγκροτημένο μακεδονικό βασίλειο, που ιδρύθηκε γύρω στα μέσα του 7ου π.Χ. αιώνα στις βόρειες παρυφές των Πιερίων. Με ορμητήριο την πρωτεύουσα Αιγές τα περιορισμένα όρια του βασιλείου στην Κ. Μακεδονία θα επεκταθούν δυτικά και ανατολικά… 
Η Ταύτιση με Δωριείς Οι αρχαίοι συγγραφείς σπάνια αναφέρονται στη γλώσσα των Μακεδόνων. Οι ιστορικοί Τίτος Λίβιος και Στράβων, όπως περιγράφουν τη γλώσσα τους (ίδια με Αιτωλών, Ακαρνάνων και Ηπειρωτών), την κατατάσσουν στη δωρική. Ετσι, συνεχίζουν την παράδοση του Ηροδότου, που ταυτίζει Μακεδόνες και Δωριείς, όπως άλλωστε ο Θουκυδίδης κι άλλες μεταγενέστερες πηγές. Τα επιγραφικά ευρήματα έως τώρα επιβεβαιώνουν τη σύνδεση. Αντίθετα, η άλλη μυθολογική παράδοση, που κρατά από τον ιστορικό Ελλάνικο και θέλει τους Μακεδόνες (επομένως και τη γλώσσα τους) να είναι συγγενείς με τους Αιολείς, δεν ενισχύεται… «Διαλεκτικά» προβλήματα 
Σήμερα οι ερευνητές που τεκμηριώνουν ή δέχονται την ελληνικότητα της μακεδονικής διαλέκτου, δεν συμφωνούν σε πολλά ζητήματα. Δίνοντας ο καθένας έμφαση σε άλλα σημεία άλλοτε υποστηρίζεται ότι ανήκει στον αιολικό κλάδο κι άλλοτε στον δωρικό. Οτι έχει ανάμεικτα στοιχεία από τις δύο ή και από άλλες διαλέκτους. Ακόμη ότι υπήρχαν δύο «εσωμακεδονικοί » διάλεκτοι. Μια συγγενική με την αιολική και άλλη με τη δωρική, που μιλούνταν στην Ανω Μακεδονία. Η μελέτη και η ανάλυση της μακεδονικής διαλέκτου έχουν δρόμο ακόμη να διανύσουν… «Άρωμα» από το αρχαίο μακεδονικό λεξιλόγιο ΟΙ ΜΗΝΕΣ Περίτιος (Ιανουάριος), Δύστρος (Φεβρουάριος), Ξανδικός (Μάρτιος), Αρτεμίσιος (Απρίλιος), Δαίσιος (Μάιος), Πάναμος (Ιούνιος), Λώος (Ιούλιος), Γορπιαίος (Αύγουστος), Υπερβερεταίος (Σεπτέμβριος ), Δίος (Οκτώβριος), Απελαίος (Νοέμβριος), Αυδυναίος είτε Αυδναίος (Δεκέμβριος). ΑΝΘΡΩΠΩΝΥΜΙΑ Αδυμος (από το ηδύς), Αδίστα (Ηδίστη), Αρχέλαος, Δρύκαλος (δρυς +κάλλον =ξύλο), Θετίμας (Θεοτίμης), Κατάνικος, Κοπρία, Λανίκα, Λαοδίκα, Νικάνωρ, Περδίκκας (από το πέρδιξ=πέρδικα), Πτολεμαίος, Σέλευκος, Φίλιππος ( Βίλιππος), Φιλώτας… «ΓΛΩΣΣΕΣ» Αγημα, αγκαλίς (δρεπάνι), αργίπους (αετός), δράμις (είδος ψωμιού), ζέρεθρον (βάραθρο), ινδέα (μεσημέρι), καρπαία (είδος χορού), καυσία (καπέλο), κοράσιον, πέλλα (λιθάρι), ταγόναγα (ταγός, αρχή), τελεσιάς (είδος χορού), χάρων (λιοντάρι), κεβαλή (κεφαλή)… 
Η επιβεβαίωση ήρθε από τις επιγραφές. Η μακεδονική διάλεκτος για πολλούς και διάφορους λόγους δεν φαίνεται να έγινε ποτέ φιλολογικό και λογοτεχνικό όργανο. Γνωρίζουμε μόλις δύο στίχους από την κωμωδία «Μακεδόνες» του Στράτιδος. Στο απόσπασμα γίνεται κάποιος διάλογος: Α. Η σφύραινα δ’ έστι τις; Β. Κέστραν μεν ύμμες ωττικοί κικλήσκετε (Α. Και ποια είναι η σφύραινα; Β. Το ψάρι που εσείς οι Αττικοί κέστρα ονομάζετε) Οι αρχαίοι συγγραφείς όταν έγραφαν για τους Μακεδόνες ότι μιλούσαν «μακεδονιστί» αναφέρονταν σε μια διάλεκτο της Ελληνικής κι όχι σε μια μη Ελληνική γλώσσα. Η διάλεκτος ήταν, βεβαίως, αρκετά διαφοροποιημένη από την καθιερωμένη και τη γενικευμένη κοινή ελληνική, που απλώθηκε από τα τέλη του 5ου – αρχές 4ου π.Χ. αιώνα σε όλες τις ελληνόφωνες περιοχές (συμπεριλαμβανόμενης και της Μακεδονίας). Προφανώς η μακεδονική διάλεκτος θα εξακολουθούσε να μιλιέται παράλληλα με την κοινή ελληνική. Μέχρι το 1986 αυτό ήταν μια υπόθεση. Τότε αποκαλύφτηκε και απόσπασμα επιγραφής στην Πέλλα σε μακεδονική διάλεκτο (χρονολογείται γύρω στο 380 π.Χ.). Πρόκειται για κατάδεσμο (μαγικό κείμενο), χαραγμένο σε μολύβδινο έλασμα για να αποτραπεί ο γάμος του αγαπημένου της γυναίκας, που έκανε τα «μάγια» με άλλη γυναίκα. Η επιγραφή, όπως κι άλλες που έχουν στο μεταξύ αποκαλυφθεί, επιβεβαιώνουν πανηγυρικά την ελληνικότητα της μακεδονικής διαλέκτου. Πρώτος παραλογισμός: Θέλουν να γεφυρώσουν χάσμα 13-14 αιώνων Έχουμε συνηθίσει, με την εμφάνιση του «Σκοπιανού» στο βαλκανικό προσκήνιο, να επισημαίνουμε τον παραλογισμό των γειτόνων μας να αναζητούν ρίζες εκεί όπου δεν υπάρχουν. 
Η κατασκευή, βεβαίως, εθνικού παρελθόντος από τότε που εμφανίστηκαν τα κράτη-έθνη, είναι μια πολύ γνωστή και συνηθισμένη διαδικασία. Αυτό που είναι μάλλον πρωτοφανές στην κατασκευή μιας ενιαίας «μακεδονικής εθνότητα», η οποία έλκει δήθεν την καταγωγή της από την αρχαία Μακεδονία, είναι ανοησία. Τα στοιχεία, που προσκομίζονται για την ύπαρξη μακεδονικού λαού και έθνους, καλούνται να γεφυρώσουν ένα ιστορικό χάσμα 13-14 αιώνων. Τόσοι μεσολαβούν μεταξύ των πρώτων εγκαταστάσεων σλαβικών φύλων στα Βαλκάνια (6ος- 7ος μ.Χ. αιώνα) και της εμφάνισης του πρώτου συγκροτημένου αρχαίου μακεδονικού κράτους (7ος π.Χ. αιώνας). 
Αυτός ο προσδιορισμός των αντίστοιχων χρονολογικών περιόδων, με κάποιες μικρές παραλλαγές που δεν αλλάζουν την ουσία, είναι αποδεκτός απ όλους. Είναι δυνατόν, ανεξαρτήτως των όσων ακολούθησαν στην περιοχή από τότε μέχρι τη σύγχρονη εποχή, να γεφυρωθεί αυτό το… χάος; Είναι και ιδού πώς: – Οι παλιότεροι κάτοικοι της αρχαίας Μακεδονίας ήταν αυτόχθονες, αρχαία φύλα (ιλλυρικά και θρακικά). Δεν ήταν Ελληνες… – Τα ελληνικά στοιχεία στην περιοχή ήταν εισαγόμενα από τις νοτιότερες ελληνικές πόλεις – κράτη, από τις αποικίες τους στη Χαλκιδική και τα μακεδονικά παράλια, όπου κυριαρχούσαν Ελληνες. – Οταν οι Σλάβοι εγκαταστάθηκαν από τις περιοχές βορείως του ποταμού Δνείπερου στα Βαλκάνια αναμείχτηκαν με τους παλιότερους κατοίκους. – Από την πρόσμειξη προέκυψε στη διαδρομή των βυζαντινών πρώτα και των οθωμανικών ύστερα αιώνων ένα νέο έθνος, το σλαβο-μακεδονικό. Με δική του γλώσσα, πολιτισμό, συνείδηση και ούτω καθεξής… Μέσα σ’ αυτό το μυθικο-ιστορικό πλαίσιο οι αρχαίοι Μακεδόνες «ανήκουν» στα Σκόπια! Το προαπαιτούμενο για την οικοδόμηση αυτής της σλαβομακεδονικής εκδοχής της ιστορίας είναι ότι οι αρχαίοι Μακεδόνες δεν ήταν Ελληνες. Για την εδραίωση του ισχυρισμού αυτού επικαλούνται επιλεκτικά και αποσπασματικές κάποιες αρχαίες πηγές με τις οποίες «αποδεικνύεται» ότι οι Μακεδόνες ήταν βάρβαροι και όχι Ελληνες… Παρά την αντι-ιστορική αυτή εξήγηση πάλι, όμως, το σλαβομακεδονικό σχήμα δεν έχει κάποια ορθολογική βάση. 
Διότι, έστω και αν γίνουν δεκτοί οι αναπόδεικτοι ισχυρισμοί ότι οι αρχαίοι Μακεδόνες δεν ανήκαν στα ελληνικά φύλα της εποχής, ούτε μιλούσαν μια ελληνική διάλεκτο, πώς γίνεται να είναι πρόγονοι των σλαβικών φύλων; Αλλά αυτός δεν είναι ο μοναδικός κύκλος του παράλογου… Δεύτερος παραλογισμός: Περί τριχοτόμησης και… κληρονομιάς Μετά τον πρώτο παραλογικό κύκλο ανοίγει αναπόφευκτα και δεύτερος. Επειδή αν δεχτεί κάποιος, κάνοντας άλμα 13-14 αιώνων, ότι οι αρχαίοι Μακεδόνες είναι με ορισμένους τρόπους «πρόγονοι» των Σλάβων στην περιοχή, πώς γίνεται η κληρονομιά αυτή να ανήκει αποκλειστικά στους Σλαβομακεδόνες των Σκοπίων και όχι στους «ομοεθνείς» τους που βρέθηκαν στη Βουλγαρία; Είτε ακόμη και σε κείνους της Ελλάδας, που είναι και οι περισσότεροι; Το «κενό» έρχεται να καλύψει ένα άλλο σχήμα περί, νεότερης τριχοτόμησης του χώρου της αρχαίας Μακεδονίας, (σε Σερβία, Ελλάδα, Βουλγαρία) μετά τους Βαλκανικούς πολέμους. 
Κρατική οντότητα και ανεξάρτητη, όμως, είναι, μόνο η πρώην γιουγκοσλαβική Μακεδονία, επομένως αυτή είναι ο συνεχιστής και κληρονόμος. Αναλόγως των εποχών και των διαφορετικών εθνικών και πολιτικών σκοπιμοτήτων, η «άλλη» Μακεδονία, πέραν της πρώην γιουγκοσλαβικής, είτε είναι υπόδουλη (σε Έλληνες και Βούλγαρους) είτε ανήκει μεν σε αυτές τις χώρες, όπου όμως υπάρχουν «μακεδονικές μειονότητες»… Αλλά υπάρχουν κι άλλες παραλλαγές της θεωρίας, που έρχονται επικουρικά να καλύψουν τις συναφείς ανακολουθίες που προκύπτουν. Ετσι, για παράδειγμα, ένας από τους βασικούς Σλαβομακεδόνες θεωρητικούς εξηγεί πως από τα μέσα του 19ου αιώνα οι Σλάβοι της Μακεδονίας άρχισαν να συγκρούονται με τους Ελληνες στη διεκδίκηση του ιστορικού δικαιώματος να εμφανίζονται ως απόγονοι των αρχαίων Μακεδόνων. Επειδή, όμως, αντιλαμβάνεται όπως κάθε κοινός νους ότι είναι αστείο να ονομαστούν οι Μακεδόνες ως Σλάβοι και οι Σλάβοι των Σκοπίων ως Μακεδόνες, ο γόρδιος δεσμός λύνεται ως εξής: «Δεν ήταν δυνατόν (οι Σλαβομακεδόνες) να παραμείνουν αδιάφοροι και να μην αισθάνονται αγάπη για την πατρίδα τους και την ιστορία τους… Το ότι ο Φίλιππος και ο Αλέξανδρος δεν ήταν Σλάβοι, αλλά θεωρούνταν ως Σλάβοι, από έναν σλαβικό λαό που αποζητούσε όνομα και εθνική ταυτότητα, δεν είναι ουσιώδες. Οπως κάθε εθνικός ρομαντισμός, έτσι και ο μακεδονικός επέμεινε να τηρήσει μια συνέχεια με την προηγούμενη εθνότητα…» (Ντράγκαν Τασκόφσκι «Σχετικά με την εθνογένεση του Μακεδονικού Λαού»). Το απόσπασμα είναι το κλειδί για κάθε «κατανόηση» των ιστορικών παραδοξολογιών των περισσότερων εθνικών ιστορικών της FYROM και της επίσημης «εθνογένεσης»…   

ΠΗΓΗ: Η ΛΙΣΤΑ


Πηγή EnallaxNews : https://www.enallaxnews.gr/2016/04/10/poia-glwssa-milousan-oi-arxaioi-makedones/

Σάββατο 2 Απριλίου 2016

Πώς και με τι έπλεναν τα ρούχα τους στην Αρχαία Ελλάδα; Πού τα αποθήκευαν;

Clothes_washing
Πλύσιμο (στο σπίτι, στο ποτάμι ή στη θάλασσα)
Στα πολλαπλά καθήκοντα της γυναίκας ανήκε το πλύσιμο και η περιποίηση των ικρασμάτων και των ενδυμάτων.
Το πλύσιμο γινόταν κατά το δυνατόν στη θάλασσα ή σε ένα κοντινό ποτάμι, όπου γι’ αυτό το σκοπό φτιαγμένα ειδικά βαθουλώματα ή φυσικές εγκαταστάσεις αντικαθιστούσαν τη συνηθισμένη στο σπίτι σκάφη μπουγάδας την οποία αναγνωρίζουμε στις εικόνες των αγγείων.
Είναι σχετικά σπάνιες οι παραστάσεις γυναικών κατά το πλύσιμο των ρούχων, που μας έχουν παραδοθεί. Μια από τις λίγες παραστάσεις που διασώθηκαν, προέρχεται από το χέρι του γνωστού ζωγράφου Πάνα και βρίσκεται επάνω σε μια ερυθρόμορφη πελίκη. Διασώθηκε η στιγμή κατά την οποία δυο νεαρές γυναίκες σκύβουν επάνω από ένα μεγάλο πλυστικό δοχείο. Η γυναίκα, που μπορεί να αναγνωρισθεί ως αφέντρα, έχει τυλίξει το χιτώνα της σαν ποδιά γύρω από το κάτω μέρος του σώματός της και το έχει κουμπώσει μπροστά από την κοιλιά της, για να έχει περισσότερη ελευθερία κινήσεων. Τι κρατάει πάνω από το άνοιγμα του δοχείου δεν είναι δυνατόν να καθορισθεί. Απέναντι της στέκεται ένα κορίτσι, που από τα κοντά του μαλλιά μπορεί να αναγνωρισθεί ως υπηρέτρια, και κρατάει το ρούχο που πρόκειται να καθαρισθεί. Το ρούχο αυτό βάσει της χαρακτηριστικής του μορφής μπορεί να αναγνωρισθεί σαφώς ως κεφαλομάντηλο.
Απορρυπαντικά μέσα
Σύμφωνα με τον Διοσκουρίδη, έναν Έλληνα γιατρό από το δεύτερο ήμισυ του 1ου αι. μ. X., για το πλύσιμο των ενδυμάτων και υφασμάτων χρησιμοποιούσαν το σαπουνόχορτο. Από το φυτό, που ανήκει στην οικογένεια των γαριφαλοειδών, επεξεργάζονταν τη σαπωνούχο ρίζα (σαπουνόριζα). Αντίθετα, οι Ρωμαίοι ως απορρυπαντικό μέσο γνώριζαν τα ούρα. Τα απεκκρίματα, που συλλέγονταν σε κάδους, τότε μόνον ήταν έτοιμα για χρήση, όταν αφήνονταν να υποστούν ένα είδος ζύμωσης. Τότε σχηματιζόταν αμμωνιακό άλας, το οποίο έχει καθαρτική επίδραση, που αυξανόταν με την προσθήκη σ’ αυτό λίπους, με το οποίο προέκυπτε σαπούνι. Επίσης η ακατέργαστη ποτάσα και η σόδα είχαν καθαρτική δύναμη.
Η χρήση της στάχτης από ξύλα δεν απαιτούσε μεγάλο κόπο. Περιχυμένη με καυτό νερό σχημάτιζε ένα αφέψημα, την αλισίβα, μέσα στην οποία έβαζαν τα ρούχα και τα έβραζαν. Αυτή η απλή μέθοδος αποδείχτηκε πολύ πρακτική και διατηρήθηκε μέχρι την εποχή μας, όπως δείχνουν παραδείγματα όχι μόνον από τη σύγχρονη Ελλάδα.
Το πιο γνωστό ίσως παράδειγμα μεγάλης πλύσης (“πλύνειν") βρίσκεται στην Οδύσσεια, όταν η Ναυσικά, η θυγατέρα του βασιλιά των Φαιάκων, μαζί με τις φίλες της πηγαίνει στη θάλασσα για να πλύνει. "Η μεγάλη πλύση γίνεται κατά αραιότερα διαστήματα. Οπωσδήποτε γι' αυτήν χρειαζόταν μια ολόκληρη ημέρα, που άρχιζε από το πρωί. Τα ρούχα ρίχνονταν στο πλυσταριό κομμάτι κομμάτι. Η φυσική δύναμη του νερού, που συνέχεια ανανεωνόταν υποστηριζόταν και.από την ανθρώπινη δύναμη: Τα κορίτσια κατέβαιναν στο λάκκο του πλυσταριού (όπου έκαναν κι ένα διασκεδαστικό αγώνα) ποδοπατώντας τα ρούχα. Απορρυπαντικό μέσο δε χρησιμοποιούσαν. Όταν καθάριζαν τα κομμάτια των ρούχων με την κίνηση του νερού, που σταθερά τα ξέπλυνε, και με το κοπάνισμα και το τρίψιμο από τα πόδια των κοριτσιών, για να στεγνώσουν απλώνονταν σε σειρά επάνω στα βότσαλα της παραλίας. Ο χρόνος που χρειάζονταν τα ρούχα εκεί στον ήλιο, για να στεγνώσουν έφτανε στις πλύστρες για λουτρό, για γεύμα και παιγνίδι. Έπειτα ακολουθούσε το μάζεμα των ρούχων. Μετά την επιστροφή τα ρούχα μεταφέρονταν αμέσως στο σπίτι" .
ancientgreece
Φωριαμοί ενδυμάτων, Καταπολέμηση των βλαβερών εντόμων
Στο σπίτι φρόντιζαν να διατηρούν τα ενδύματα μέσα σε ξύλινα σεντούκια ("κιβωτοί"), όπως ήδη αναφέρει ο Όμηρος. Τα κιβώτια με τα ρούχα βρίσκονταν ή στα κελάρια ή μέσα στο χώρο της κατοικίας. Κατά την μεθομηρική εποχή φαίνεται πως ο συνηθισμένος αυτός χώρος, αντίθετα, είχε γίνει ο θάλαμος των γυναικών. Οι πιο παλιές παραστάσεις κατάγονται από την κλασική εποχή. Επάνω σε μια λήκυθο, που βρίσκεται στο New Haven, μια νεαρή γυναίκα κρατάει ένα τυλιγμένο ή διπλωμένο ρούχο πάνα) από ένα ανοιγμένο σεντούκι. Το σκέπασμα του απέριττου επίπλου, που είναι διακοσμημένο απλά με ένα αστέρι, είναι βαλμένο κάθετα. Η διακόσμηση του χώρου συμπληρώνεται με ένα έπιπλο καθίσματος. Στον τοίχο είναι κρεμασμένος ένας καθρέφτης και ένα στεφάνι ή ένας κεφαλόδεσμος. Δεν είναι δυνατόν να αναγνωρισθεί για ποιον τύπο ενδύματος πρόκειται, δηλ. αν τελικά είναι ένδυμα το διπλωμένο υφαντό. Το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζει κανείς και με κάποιες σκηνές αμφίεσης ή λουτρού. Τα καλοδιπλωμένα ενδύματα τα οποία δεν έχουν φορεθεί ακόμη ή μόλις έχουν αποβληθεί, δεν μας επιτρέπουν να αναγνωρίσουμε σε ποιο είδος ανήκουν. Για να εμποδίσουν το σκωροφάγωμα και να εφοδιάσουν τα ενδύματα με ευωδιές, φρόντιζαν να βάζουν σ’ ένα καλόκλειστο σεντούκι διάφορα αρωματικά φυτά ή φρούτα, όπως μήλα και λεμόνια.
Greek-Family
Τα κιβώτια χρησίμευαν για τη φύλαξη των ενδυμάτων τα οποία δεν χρησιμοποιούνταν κάθε μέρα ή αποθηκεύονταν προς φύλαξη. Αυτή η αποθήκευση των ενδυμάτων, που ανήκε στην κινητή περιουσία του νοικοκυριού και του οποίου τον πλούτο συγκαθόριζε αποφασιστικά, τελούσε υπό την ιδιαίτερη προστασία της νοικοκυράς του σπιτιού. Κι αυτό αναφέρεται ήδη δεόντως στα ομηρικά έπη. Τέλος ρούχα “χρησιμοποιούνταν στη διπλωματική επικοινωνία με φιλοξενούμενους, φίλους, εχθρούς, θεούς, ως νυφικά δώρα και στις περιπτώσεις που η οικογένεια εμφανιζόταν δημόσια, στον ενταφιασμό ως νεκρικά σάβανα και στους γόμους ως νυφικά ρούχα, καθώς και ρούχα των οδηγών της νύφης”. Ο σημαντικός ρόλος που έχει παίξει πάντοτε η κατοχή ενδυμάτων, φαίνεται από το ότι στους δικανικούς λόγους τα ενδύματα απαριθμούνται ως τμήμα της περιουσίας, ενώ και κατά τις δίκες κληρονομιάς οι αντίδικοι φιλονικούσαν γι’ αυτά. Κλοπή ενδυμάτων ήταν ένα από τα συνηθέστατα εγκλήματα ιδιοκτησίας. Λεν λείπουν άλλωστε οι μαρτυρίες για ενδύματα ως μέσα αμοιβής ή δωροδοκίας.

Οι πηγές μας παρέχουν μια ιδέα για το ποιοι θησαυροί υφασμάτων φυλάσσονταν σε μερικά σπίτια. Έτσι σ’ ένα λόγο του Δημοσθένη βρίσκεται μια αναφορά για κατοχή ενδυμάτων αξίας 1000 δραχμών, ποσό που εκείνη την εποχή αποτελούσε μιαν αξιόλογη περιουσία. Στον Αθήναιο διαβάζουμε ότι ο φιλόξενος Τελλίας από τον Ακράγαντα, είχε δεχθεί 500 στρατιώτες, που είχαν έλθει στη Γέλα, και συγχρόνως τους είχε εφοδιάσει με τον απαραίτητο χειμερινό ιματισμό.
Aπό το βιβλίο της Αναστασίας Πεκρίδου - Γκορέσκιν «Η μόδα στην αρχαία Ελλάδα»

Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016


Η θεραπεία της ψυχής στο άβατο του Ασκληπιού

«ΣΩΤΗΡ ΤΩΝ ΟΛΩΝ ΚΑΙ ΦΥΛΑΞ ΤΩΝ ΑΘΑΝΑΤΩΝ»

Ασκληπιός: Τρυφερός θεραπευτής

Ο Ασκληπιός είναι ο θεοποιημένος θνητός της Ελληνικής Αρχαιότητας, γνωστός και αγαπημένος για την ιατρική του τέχνη που πρόσφερε στους συνανθρώπους του ακούραστα.
Το πρόσωπο του όπως παρουσιάζεται στα κλασσικά γλυπτά ακτινοβολεί συμπόνια σοφία ευγένεια και κατανόηση. Ήταν όμορφος, γλυκός ήπιος. Αγαπούσε τους θνητούς και αγαπήθηκε από αυτούς.
Σύμφωνα με τον Πίνδαρο ήταν ο πιο ευγενής και τρυφερός δωρητής της απάλειψης του πόνου και της προσφοράς υγείας, λέγεται δε πως επιτελούσε θεραπεία με λόγια που μπορούσαν να ανακουφίζουν τις βασανισμένες ψυχές των ανθρώπων. Μάλιστα, λέγεται ότι ήταν τόσο καλός στην ιατρική του τέχνη που έχει φέρει πίσω ανθρώπους από τον θάνατο. Τότε ο Άδης φοβούμενος μην χάσει «την πελατεία» του ζήτησε από τον Δία να βάλει τάξη, ο οποίος κεραυνοβόλησε και θανάτωσε τον Ασκληπιό.
Τόση μεγάλη ήταν η πίστη στον Θεό Ασκληπιό, ώστε τον ονόμαζαν «Σωτήρα» όπως αυτός αναγραφόταν σε νομίσματα και επιγραφές, αλλά και σε διάφορες πραγματείες περί αυτού. Από τον ρήτορα Αριστείδη λεγόταν για τον Ασκληπιό: «ό το πάν άγων και νέμων σωτήρ των όλων και φύλαξ των αθανάτων».

Βιογραφικά στοιχεία

Ο Ασκληπιός ήταν ένας θνητός και γενέτειρα του ήταν η Τρίκκη (Τρίκαλα Θεσσαλίας). Δεν ήταν ένας τυχαίος θνητός, αλλά ένας ηγεμόνας της Θεσσαλίας. Όλη η οικογένεια του, και φυσικά και ο ίδιος, συνδέονταν με την Ιατρική. Οι γιοι του, Μαχάονας και Ποδαλείριος, ήταν δεινοί θεραπευτές. Ο Μαχάονας, σύμφωνα με την προφορική παράδοση του Ομήρου, θεράπευσε τον Μενέλαο, όταν ο τελευταίος είχε τραυματιστεί σε μάχη κατά τον τρωικό πόλεμο, από το βέλος ενός Τρώα πολεμιστή.
Η σύζυγος του Ασκληπιού, Επιόνη, ανακούφιζε τον πόνο, η κόρη του, Υγεία, ήταν η θεά της υγείας, η κόρη του Πανάκεια, αντιπροσώπευε την ίαση και ο γιος του, Τελεσφόρος, την ανάρρωση. Πολύ αργότερα, ο Ασκληπιός γίνεται ήρωας και ημίθεος, ώστε αποκτά αμιγή θεϊκή υπόσταση μόνο τον 5ο π.Χ. αιώνα.
Κατόπιν της θεοποίησης του, φέρεται να γεννήθηκε από αθάνατο πατέρα και θνητή μητέρα. Ο Απόλλων ο θεός του φωτός, της ιατρικής και της μουσικής ερωτεύτηκε την Κορωνίδα, πριγκίπισσα της Θεσσαλίας.
Από τον ερωτά τους συνελήφθη ο Ασκληπιός, η Κορωνίδα όμως σύνηψε άλλη σχέση κατά την εγκυμοσύνη της και ο θυμωμένος θεός διέταξε την αδερφή του Αρτέμιδα να σκοτώσει την Κορωνίδα με τα χρυσά της βέλη, την τελευταία όμως στιγμή, έσωσε το μωρό το οποίο γεννήθηκε στο Δώτιο πεδίο. Ο Απόλλων έδωσε το όνομα Ασκληπιός στο βρέφος και το παρέδωσε στον Κένταυρο Χείρωνας στο Πήλιο.
Ο Χείρων του μετέδωσε όλη τη γνώση γύρω από την θεραπευτική, τα βότανα και τα θεραπευτικά ιάματα, αλλά γρήγορα ο Ασκληπιός προχώρησε ακόμη πιο πέρα στην θεραπευτική τέχνη προσφέροντας ενορατική ενδοσκόπηση και θεραπευτικά όνειρα στους θνητούς.
Στην παχιοχώματη, αλογοτροφούσα θεσσαλική γη, στα ορεινά ρυάκια και τις σπηλίες της μπορούμε να ανιχνεύσουμε το αιώνιο πνεύμα του Ασκληπιού. Μετά τον θάνατο του ο Ασκληπιός τιμήθηκε εξαιρετικά από τους ανθρώπους και αποθεώθηκε.
Μετά την άνοδο του στον Όλυμπο, οι θεραπευτικές δυνάμεις του Ασκληπιού εξαπλώθηκαν ακόμη περισσότερο. Άνθρωποι από όλο τον γνωστό τότε κόσμο επισκέπτονταν τα ιερά του («τα Ασκληπιεία»), αναζητώντας θεραπεία κυρίως μέσω των ονείρων.

Ασκληπιεία

Γύρω στα 300 Ασκληπιεία αναπτύχθηκαν στην Αρχαία Ελλάδα, κτισμένα σε προνομιούχες από φυσικής απόψεως θέσεις, κυρίως κοντά σε τρέχοντα νερά και ιαματικές πηγές.
Τα πιο σημαντικά από αυτά:
Το περίφημο Ασκληπιείο της Κω
Το Ασκληπιείο Της Τρίκκης (Τρίκαλα Θεσσαλίας), το Ασκληπιείο της Τιτάνης στην Σικυωνία, της Τιθορέας στην Φωκίδα, της Κω, των Αθηνών, Κνίδου Κεγχρεών, Μεγαλούπολης, Κυλλήνης, Δήλου, Ρόδου, Μήλου, Πειραιά, Κορίνθου.
Ήταν δομημένα ως ολόκληρα κτιριακά συγκροτήματα, περιλαμβάνοντας ναούς, μυστηριακούς χώρους, χώρους “εγκοίμησης”, κατοικίες και ξενώνες, γυμναστήρια και λουτρά, πολιτιστικά κέντρα, όπως τα θέατρα.
Συνεπώς, τα Ασκληπιεία ήταν εστίες πολιτισμού. Στον χώρο διεξάγονταν ακόμη και αγώνες. Σήμερα σώζονται καλύτερα τα Ασκληπιεία της Επιδαύρου και της Κω.
Το σημαντικότερο ιερό του στην Επίδαυρο λειτούργησε από το 600 π.X. μέχρι και το 300 μ.X. Η δε θεραπευτική του παράδοση ανάγεται ήδη στο 1300 π.X. και συνεχίζεται μέχρι τον αφανισμό της περί το 600 μ.X. εξ αιτίας του εκχριστιανισμού της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Εγκοίμηση

Το είδος της θεραπείας που λάμβανε χώρα στα Aσκληπιεία ονομαζόταν «Εγκοίμηση». Τα Ασκληπιεία διοικούνταν από τον πρωθιερέα, ο οποίος ήταν γιατρός και θεραπευτής. Αυτός περιστοιχιζόταν από ανθρώπους ειδικούς στις μαλάξεις (μασάζ), στη γυμναστική και σε πολλές άλλες εργασίες.
Ο ασθενής κατέφτανε, λουζόταν στα λουτρά, τον αναλάμβαναν οι φυσιοθεραπευτές, και αν μπορούσε, γυμναζόταν και υποβαλλόταν σε δίαιτα και νηστεία. Ο ασθενής περίμενε έτσι κάποιες ημέρες κάνοντας την κατάλληλη δίαιτα και διαμένοντας στους ξενώνες του Ασκληπιείου.
Η γυμναστική λάμβανε χώρα στο Γυμναστήριο. Προετοιμαζόταν και η ψυχή του ασθενούς μέσα από θρησκευτικά μουσικά ακούσματα, στο ασκληπιείο δε υπήρχε το Ωδείο.
Ο εξαγνισμός του σώματος και της ψυχής αποτελούσε την κύρια θεραπεία, σε συνδυασμό με νηστεία, γυμναστική, αν ήταν δυνατόν, και θεραπευτικά βότανα. Την κατάλληλη ημέρα, την οποία έκριναν οι ιερείς-θεραπευτές του Ασκληπιού, ο ασθενής οδηγούνταν στο Άβατον ή στον θάλαμο της Εγκοίμησης.
Το κτίριο αυτό έχει έναν τμήμα του βυθισμένο-κτισμένο μέσα στη γη. Εκεί λαμβάνει χώρα η θεραπευτική ύπνωση. Οι ιερές αίθουσες φωτίζονταν με λυχνάρια γεμίζοντας τον χώρο με μυστηριακό φως.
Κατά την είσοδο του στο Άβατον ο ασθενής οδηγείτο σε έναν στενό θάλαμο σαν μήτρα. Εκεί θα περίμενε την νύχτα ή τις νύχτες της μεγάλης προσδοκίας. Κατά την διάρκεια του ύπνου του θα λάμβανε για ένα θεραπευτικό όνειρο –σύμβολο, την ‘επιφάνεια’ του θεού. Ο θεός άγγιζε ή περιποιούταν το πάσχον σημείο ή έδινε συμβουλές.
Την επομένη ακολουθούσε η παρέμβαση των γιατρών-θεραπευτών. Αναγνώριζαν τα συμπτώματα των ασθενειών, ερμήνευαν τα σχετικά με τη νυχτερινή εμφάνιση του θεού και έκαναν την διάγνωση, για να ακολουθήσει η θεραπεία. Έτσι επιτυγχανόταν η θεραπεία. Το Ασκληπιείο της Επιδαύρου είναι γεμάτο από αναθηματικές επιγραφές ευχαριστήριες και περιγραφικές της ίασης των ασθενών που θεραπεύτηκαν με την μέθοδο του Ασκληπιού.

Μέθοδος του Ασκληπιού – Ψυχοθεραπευτική οπτική

Το δόσιμό του Ασκληπιού από τον ισχυρότατο, αλλά ανεπαρκή γονέα, Απόλλωνα και με νεκρή την μητέρα άφησε ένα ανοιχτό τραύμα στον Ασκληπιό το οποίο έπρεπε να θεραπεύσει.
Το δε πλάσμα που περιέθαλψε, ανέθρεψε και καθοδήγησε τον Ασκληπιό στην ιατρική του ήταν ο Κένταυρος Χείρωνας, ο οποίος είχε την δική του πληγή. Άθελα του ο Ηρακλής τον είχε τραυματίσει κατά την σύγκρουση του με άλλους Κενταύρους για ένα αγγείο κρασί. Η πληγή του Χείρωνος δεν μπορούσε να θεραπευτεί, του προκαλούσε συνεχή πόνο.
Ο μέντορας, όπως και ο μαθητής, ήταν ένας πληγωμένος θεραπευτής. Ο θεραπευτής πρέπει να αναζητήσει την δική του θεραπεία στα θέματά του ώστε με αυτογνωσία να οδηγήσει κι άλλους στην δική τους θεραπεία.
Η μέθοδος Θεραπείας του Ασκληπιού αποτελεί στόχο και μοντέλο για κάθε ψυχοθεραπευτική εμπειρία: Με την καθοδήγηση και την μεσολάβηση του πνεύματος και συνοδεία της ψυχής, ο ικέτης βυθίζεται στην μήτρα του τραύματος, όπου εμφανίστηκε η αρχική πληγή που τώρα πυορροεί.
Εκεί ο ικέτης πρέπει να ψηλαφίσει, αποκαθάρει και εξαγνίσει. Με καθοδήγηση ο ικέτης θα βυθιστεί στην μήτρα της μητέρας Γης και μέσω της εγκοίμησης , θα λάβει την φροντίδα και το άγγιγμα της μέσω ονείρων-συμβόλων και την επιστροφή των πρωταρχικών αναζωογονητικών ενεργειών του πνεύματος.
Σε αυτή την διαδικασία βλέπουμε στοιχεία της σύγχρονης ψυχοθεραπευτικής πρακτικής. Αρχικά υπάρχει η πιεστική ανάγκη να βρεθεί θεραπεία. Ύστερα έρχεται η περίοδος φροντίδας και εξοικείωσης με το τραύμα μαζί με την προετοιμασία της ψυχής για την δύσκολη διαδικασία της ίασης.
Τέλος έρχεται το κάλεσμα για κάθοδο στο ασυνείδητο, στην μήτρα όπου το αρχικό τραύμα αναμένει θεραπεία. Ο Ασκληπιός αποσπάστηκε από την μήτρα της φονευμένης μητέρας του της Κορωνίδας. Οι ικέτες του έπρεπε να επιστρέψουν στην μήτρα της γης, ώστε να ξαναγεννηθούν μακριά από το τραύμα.
Το αρχέτυπο το Ασκληπιού ως μοντέλο ψυχοθεραπευτικής μεταμορφωτικής εμπειρίας διδάσκει ότι ο θεραπευτής θα πρέπει να γνωρίσει και περιποιηθεί το δικό του αρχικό τραύμα, να συνθέσει τα δώρα και τραύματα που του άφησαν οι δικοί του γονείς, να αναζητήσει μέντορες, να ξεπεράσει τους μέντορες του, να υποστηρίζει την καταβύθιση στην μήτρα της μητέρας γης, τόσο σαν συλλογικό ασυνείδητο, όσο και σαν φύση, να διατηρεί τον δικό του «ιερό» χώρο ανανέωσης και εσωτερικής ευθυγράμμισης.



Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2016

«Γιατί διδάσκουμε Αρχαία Ελληνικά στα παιδιά»
Ανέκδοτη ομιλία του Ι.Θ. Κακριδή για τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών*
Κείμενο: Ι.Θ. Κακριδής
Αληθινά λυπούμαι που τον καιρό αυτό είμαι αναγκασμένος να βρίσκομαι μακριά από την Ελλάδα, κι έτσι στερήθηκα τη χαρά να πάρω μέρος στο Συνέδριο αυτό, που σκοπό έχει να μελετήσει τις βασικές αρχές των νέων θεσμών που αποφάσισε το Υπουργείο Παιδείας στην προσπάθειά του ν” ανυψώσει μέσα στ” άλλα και τη Μέση Εκπαίδευση. Τίποτε δεν μπορεί ν” αντικαταστήσει την παρουσία του ανθρώπου. Αν, παρ” όλους τους δισταγμούς, αποφάσισα στο τέλος να καταγράψω μερικές μου σκέψεις και να παρακαλέσω να διαβαστούν μπροστά στην ολομέλεια του Συνεδρίου, αυτό έγινε γιατί δεν ήθελα ν” απουσιάζω ολωσδιόλου από μια τόσο μεγάλη συγκέντρωση συναδέλφων-για ένα θέμα μάλιστα τόσο σημαντικό για τη μελλοντική προκοπή του τόπου μας.
Η αποθέωση του Ομήρου. Στα πόδια του η Ιλιάδα και η Οδύσσεια
Η αποθέωση του Ομήρου. Στα πόδια του η Ιλιάδα και η Οδύσσεια. Jean Auguste Dominique Ingres, 1827
Επαναστατικό είναι το νέο εκπαιδευτικό σύστημα από πολλές πλευρές. Η πιο επαναστατική από όλες τις καινοτομίες του είναι ίσως η απόφαση, στο τριτάξιο Γυμνάσιο οι αρχαίοι Έλληνες κλασικοί να διδάσκονται από μετάφραση, και μόνο στην τελευταία τάξη να δίνεται μια γενική εισαγωγή στους νόμους του αρχαίου αττικού λόγου. Ο νεωτερισμός αυτός δημιουργεί ένα πλήθος προβλήματα στην πραχτική του εφαρμογή, προκαλεί όμως και καθαρά θεωρητικές απορίες. Το μεγάλο πρόβλημα, που είναι φυσικό να βασανίζει τον καιρό αυτό το φιλόλογο του Γυμνασίου, είναι αν το νέο σύστημα θα μπορέσει ν” ανταποκριθεί στο βασικό σκοπό της διδασκαλίας των αρχαίων Ελληνικών, τη στιγμή που ο αρχαίος λόγος θα πάψει ν” ακούγεται αυτούσιος στο Γυμνάσιο.
Γιατί αλήθεια διδάσκουμε τα αρχαία ελληνικά στα παιδιά που θέλουμε να μορφώσουμε, σε τόσο πολλές ώρες μάλιστα;
Τρεις είναι οι κύριοι λόγοι που μας υποχρεώνουν να βοηθήσουμε τα παιδιά μας να επικοινωνήσουν όσο γίνεται περισσότερο με τον αρχαίο κόσμο.
Πρώτα απ' όλα, γιατί είμαστε κι εμείς Έλληνες. Από τον καιρό του Ομήρου ως σήμερα έχουν περάσει κάπου δυο χιλιάδες εφτακόσια χρόνια. Στους αιώνες που κύλησαν οι Έλληνες βρεθήκαμε συχνά στο απόγειο της δόξας, άλλοτε πάλι στα χείλια μιας καταστροφής ανεπανόρθωτης-νικήσαμε και νικηθήκαμε αμέτρητες φορές· δοκιμάσαμε επιδρομές και σκλαβιές· αλλάξαμε θρησκεία· στους τελευταίους αιώνες η τεχνική επιστήμη μετασχημάτισε βασικά τη μορφή της ζωής μας· και όμως κρατηθήκαμε Έλληνες, με την ίδια γλώσσα-φυσικά εξελιγμένη-, με τα ίδια ιδανικά, τον ίδιο σε πολλά χαραχτήρα και με ένα πλήθος στοιχεία του πολιτισμού κληρονομημένα από τα προχριστιανικά χρόνια. Στον πνευματικό τομέα κανένας λαός δεν μπορεί να προκόψει, αν αγνοεί την ιστορία του, γιατί άγνοια της ιστορίας θα πει άγνοια του ίδιου του ίδιου του εαυτού του. Είμαι Έλληνας, συνειδητός Έλληνας, αυτό θα πει, έχω αφομοιώσει μέσα μου την πνευματική ιστορία των Ελλήνων από τα μυκηναϊκά χρόνια ως σήμερα.
Ο δεύτερος λόγος που μας επιβάλλει να γνωρίσουμε την αρχαία πνευματική Ελλάδα είναι ότι είμαστε κι εμείς Ευρωπαίοι. Ολόκληρος ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός στηρίζεται στον αρχαίο Ελληνικό, με συνδετικό κρίκο τον ρωμαϊκό. Με τους άλλους Ευρωπαίους μας δένει βέβαια και ο Χριστιανισμός, όσο και να μας χωρίζουν ορισμένα δόγματα. Μα και ο Χριστιανισμός έπρεπε να δουλευτεί πρώτα με την Ελληνική σκέψη, για να μπορέσει ν” απλώσει έπειτα στον ευρωπαϊκό χώρο. Η ρίζα του πολιτισμού των Ευρωπαίων όλων είναι ο αρχαίος ελληνικός στοχασμός και η τέχνη, γι” αυτό δεν μπορεί να τα αγνοεί κανείς, αν θέλει να αισθάνεται πως πνευματικά ανήκει στην Ευρώπη.
Thucydides; cast of a renowned bust at Holkham Hall (Pushkin Museum)
Thucydides; cast of a renowned bust at Holkham Hall (Pushkin Museum)
Μα ο κυριότερος λόγος που δεν επιτρέπεται οι νέοι μας ν' αγνοούν την αρχαίαν Ελλάδα είναι άλλος: στην Ελλάδα για πρώτη φορά στα χρονικά του κόσμου ανακαλύφτηκε ο άνθρωπος ως αξία αυτόνομη, ο άνθρωπος που θέλει να κρατιέται ελεύθερος από κάθε λογής σκλαβιά, και υλική και πνευματική. Μέσα στους λαούς που περιβάλλουν τον ελληνικό χώρο στα παλιά εκείνα χρόνια υπάρχουν πολλοί με μεγάλο πολιτισμό, πάνω απ' όλους οι Αιγύπτιοι και οι Πέρσες. Οι λαοί όμως αυτοί ούτε γνωρίζουν ούτε θέλουν τον ελεύθερο άνθρωπο. Το απολυταρχικό τους σύστημα επιβάλλει στα άτομα να σκύβουν αδιαμαρτύρητα το κεφάλι μπροστά στο βασιλέα και στους θρησκευτικούς αρχηγούς. Η ελεύθερη πράξη και η ελεύθερη σκέψη είναι άγνωστα στον εξωελληνικό κόσμο. Και οι Έλληνες; Πρώτοι αυτοί, σπρωγμένοι από μια δύναμη που βγαίνει από μέσα τους και μόνο, την δεσποτεία θα την μεταλλάξουν σε δημοκρατία, και από την άβουλη, ανεύθυνη μάζα του λαού θα πλάσουν μια κοινωνία από πολίτες ελεύθερους, που καθένας τους να νιώθει τον εαυτό του υπεύθυνο και για τη δική του και για των άλλων την προκοπή. Ο στοχασμός είναι κ” αυτός ελεύθερος για τα πιο τολμηρά πετάματα του νου και της φαντασίας. Ο Έλληνας είναι ο πρώτος, που ενώ ξέρει πως δεν μπορεί ατιμώρητα να ξεπεράσει τα σύνορα του ανθρώπου και να γίνει θεός, όμως κατέχεται από μια βαθιά αισιοδοξία για τις ανθρώπινες ικανότητες και είναι γεμάτος αγάπη για τον άνθρωπο, που τον πιστεύει ικανό να περάσει τις ατέλειές του και να γίνει αυτό που πρέπει να είναι ο τέλειος άνθρωπος.
Αυτή η πίστη στον τέλειον άνθρωπο, συνδυασμένη με το βαθύ καλλιτεχνικό αίσθημα που χαρακτηρίζει την ελληνική φυλή, δίνει στον αρχαίον Έλληνα τον πόθο και την ικανότητα να πλάσει πλήθος ιδανικές μορφές σε ό,τι καταπιάνεται με το νου, με τη φαντασία και με το χέρι: στις απέριττες μορφές που σχεδιάζουν οι τεχνίτες στα αγγεία της καθημερινής χρήσης, στη μεγάλη ζωγραφική, στην πλαστική του χαλκού και του μαρμάρου, πάνω απ” όλα στο λόγο τους, και τον πεζό και τον ποιητικό.
Αυτόν τον κόσμο θέλουμε να δώσουμε στα παιδιά μας, για να μορφωθούν· για να καλλιεργήσουν τη σκέψη τους αναλύοντας τη σκέψη των παλιών Ελλήνων· για να καλλιεργήσουν το καλλιτεχνικό τους αίσθημα μελετώντας ό,τι ωραίο έπλασε το χέρι και η φαντασία των προγόνων τους· για να μπορέσουν κι αυτοί να νιώσουν τον εαυτό τους αισιόδοξο, ελεύθερο και υπεύθυνο για τη μοίρα του ανθρώπου πάνω στη γη· προπαντός για να φουντώσει μέσα τους ο πόθος για τον τέλειον άνθρωπο.
Ας γυρίσουμε τώρα στο πρόβλημα που μας απασχολεί: από τη μια έχουμε το παλιό σύστημα, που επιβάλλει τη γνωριμία των αρχαίων κλασικών από τα πρωτότυπα κείμενα· το νέο σύστημα από την άλλη, που θέλει ν” αντικαταστήσει τα πρωτότυπα με τις μεταφράσεις στο νέο Γυμνάσιο, που αντιστοιχεί με τις τρεις πρώτες τάξεις του παλιού. Ποιο από τα δυο εξυπηρετεί πιο πρόσφορα τους σκοπούς του Ανθρωπιστικού σχολείου;
Ποια ήταν τα αποτελέσματα του παλαιού συστήματος; Ας το ομολογήσουμε εμείς πρώτοι, οι φιλόλογοι, που τόσα χρόνια παλεύουμε στο Γυμνάσιο τον σισύφειο αγώνα να φέρουμε τον αρχαίο κόσμο κοντά στα παιδιά μας: Τα αποτελέσματα είναι μηδαμινά, μπροστά μάλιστα στον κόπο που καταβάλλουν και οι καθηγητές και οι μαθητές. Ας βάλουμε το χέρι στην καρδιά κι ας αναρωτηθούμε, σε πόσα παιδιά, απ” αυτά που δεν ήταν να σπουδάσουν φιλολογία στο Πανεπιστήμιο, κατορθώσαμε να μεταδώσουμε τόσην οικείωση με την αρχαία γλώσσα και τόσον ενθουσιασμό για το κάλλος και την πυκνή ουσία του αρχαίου λόγου, ώστε φεύγοντας από το Γυμνάσιο, για να σπουδάσουν μιαν άλλην επιστήμη, θα θελήσουν κάποτε να καταφύγουν στο αρχαίο κείμενο, για να πλουτίσουν τον εσωτερικό τους κόσμο. Ξέρουν οι σύνεδροι φιλόλογοι, ας είναι και δέκα παιδιά καθένας τους, από τις χιλιάδες που πέρασαν από τα χέρια τους; Φοβούμαι πως και ο αριθμός αυτός είναι υπερβολικός. Με ποιο δικαίωμα τότε απασχολούμε αμέτρητες ώρες όλα τα παιδιά της Ελλάδας στο Γυμνάσιο, για να ωφεληθούν ελάχιστοι;
Ο Επίκουρος (341 π.Χ. - 270 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Ίδρυσε δική του φιλοσοφική σχολή, εν ονόματι Κήπος του Επίκουρου, η οποία θεωρείται από τις πιο γνωστές σχολές της ελληνικής φιλοσοφίας.
Ο Επίκουρος (341 π.Χ. – 270 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Ίδρυσε δική του φιλοσοφική σχολή, εν ονόματι Κήπος του Επίκουρου, η οποία θεωρείται από τις πιο γνωστές σχολές της ελληνικής φιλοσοφίας.
Θα μου προβληθεί ίσως μια αντίρρηση στους συλλογισμούς αυτούς: για τις ατελέστατες γνώσεις της αρχαίας ελληνικής παράδοσης που αποκομίζουν τα παιδιά μας από το Γυμνάσιο μπορεί να μη φταίει και τόσο το σύστημα, όπως δεν φταίει για την γενικά ελαττωματική κατάρτιση των μαθητών. Πλήθος άλλοι παράγοντες συντελούν στη θλιβερή αυτή κατάσταση: η πληθώρα των μαθητών μέσα σε μια τάξη· η έλλειψη από μεγάλες αίθουσες διδασκαλίας· η συστέγαση δυο Γυμνασίων σ” ένα χτίριο· η επιβάρυνση των καθηγητών με πολλές ώρες διδασκαλίας και πολλά διορθώματα· η απουσία συστηματικών μεταπανεπιστημιακών επιμορφωτικών σπουδών, έτσι που να μπορούν οι λειτουργοί της Μέσης να συμπληρώνουν τις γνώσεις τους και να κατατοπίζονται στα νέα πορίσματα της επιστήμης τους· η απουσία ερμηνευτικών εκδόσεων και βοηθητικών βιβλίων για τον καθηγητή· τα εξωσχολικά ενδιαφέροντα των παιδιών· ο κινηματογράφος και το ραδιόφωνο, και πολλά έχουν δυσκολέψει αφάνταστα το έργο των εκπαιδευτικών στο σχολείο και γι” αυτό τους είναι αδύνατο ν” αποδώσουν ό,τι μπορούν και θέλουν. Αν τα εμπόδια αυτά βγουν από τη μέση, γιατί να μη κρατηθούμε στο παλιό, καθιερωμένο σύστημα της διδασκαλίας των αρχαίων κλασικών από το πρωτότυπο; Αν πάλι δεν βγουν από τη μέση τι έχουμε να περιμένουμε και με το νέο σύστημα; Το κάτω κάτω εμείς πάλι θα διδάσκουμε με τις μεγάλες ή μέτριες ικανότητές μας.
Η αντίρρηση αυτή είναι σωστή, ως ένα βαθμό όμως μόνο. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως πολλοί είναι οι παράγοντες που έχουν συντελέσει στην παρακμή του Γυμνασίου-τόσο μάλιστα, ώστε ελάχιστοι απόφοιτοί του να φεύγουν με μια συγκροτημένη κάπως σκέψη, με τις απαιτούμενες για έναν μορφωμένο άνθρωπο γενικές γνώσεις και με την ικανότητα να διατυπώνουν τους στοχασμούς και τα αισθήματά τους με ειρμό και χωρίς ασυχώρετα ορθογραφικά και συνταχτικά λάθη. Ακόμα δεν υπάρχει αμφιβολία πως το Κράτος, τώρα που συνειδητοποίησε τη σημασία της παιδείας και θέλει να τη βγάλει από το τέλμα, όπου τόσα χρόνια λίμναζε, θα κοιτάζει με κάθε τρόπο να παραμερίσει και τους άλλους παράγοντες που αναστέλλουν την πρόοδο της παιδείας.
Οπωσδήποτε, για να μπορέσουμε να κρίνουμε δίκαια τα δύο συστήματα είναι ανάγκη να αντιπαραθέσουμε τους σκοπούς που επιδιώκουν και τα μέσα που χρησιμοποιούν, με την προϋπόθεση πως εφαρμόζονται σε σχολεία που από κάθε άλλη άποψη λειτουργούν ικανοποιητικά.
Τι χαρακτηρίζει ιδιαίτερα το σύστημα που ίσχυε ως σήμερα; Πρώτα πρώτα βέβαια η πεποίθηση πως οι ανθρωπιστικές σπουδές, για να οδηγήσουν στο επιθυμητό αποτέλεσμα, πρέπει να γίνονται με τη μελέτη των κλασικών από το πρωτότυπο. Δεύτερο χαρακτηριστικό του παλιού συστήματος είναι η επιθυμία να γνωρίσουν οι μαθητές όσο γίνεται περισσότερους κλασικούς. Το αποτέλεσμα είναι να στριμώχνονται μέσα στον ίδιο σχολικό χρόνο τέσσερες και πέντε συγγραφείς, διαφόρων μάλιστα εποχών και συχνά με μεγάλες διαφορές στη γλώσσα. Τι κοινό έχει π.χ. η γλώσσα του Δημοσθένη με του Ομήρου, που ερμηνεύονταν παράλληλα στην Δ” τάξη; Έπειτα, καθώς η ιστορία της ελληνικής γραμματείας δεν διδασκόταν πραγματικά ούτε υπάρχει γυμνασιακό εγχειρίδιο γραμματολογίας, το ανακάτωμα από συγγραφείς που ανήκουν στον 8ο, στον 5ο, και στον 4ο αιώνα είναι φυσικό να μεγαλώνει τη σύγχυση.
Ένα δεύτερο αποτέλεσμα του συστήματος αυτού είναι να ερμηνεύονται στα παιδιά πέντε-δέκα το πολύ σελίδες από κάθε κλασικό, και πριν καλά-καλά κατορθώσουν κάτι να καταλάβουν από τη γλώσσα, την τέχνη και τη σκέψη του ενός να έρχεται να τον εκτοπίσει ο άλλος με τις δικές του δυσκολίες. Και να σκέφτεται κανείς πως πριν από λίγα χρόνια σοφοί παιδαγωγοί είχαν αποφασίσει ν” αυξήσουν τον αριθμό των αρχαίων συγγραφέων που ερμηνεύονται στο Γυμνάσιο με την προσθήκη των επιστημόνων, του Αριστοτέλη, του Θεοφράστου κ.ά.
Απ” τα ίδια τα πράγματα, όσον ιδεώδεις και αν είναι οι άλλοι όροι του σχολείου, όσο ικανός ο καθηγητής, όσο έξυπνα και μελετηρά τα παιδιά του, είναι αδύνατο να καταχτηθούν κατά κάποιο τρόπο μέσα σ” ένα χρόνο ο Αρριανός, ο Ισοκράτης, ο Λυσίας και ο Ηρόδοτος, ή -σε άλλη τάξη- ο Πλάτωνας, ο Θουκυδίδης, ο Όμηρος και ο Ευριπίδης.
Πόσο ακατόρθωτα είναι τα πράγματα που γυρεύει το αναλυτικό πρόγραμμα του παλιού Γυμνασίου το καταλαβαίνει κανείς, άμα σκεφτεί πως για την ερμηνεία του Επιταφίου του Περικλή -ενός από τα πιο δύσκολα κείμενα- δίνει τρεις βδομάδες μόνο καιρό. Τι να πρωτοκάνει μέσα στο διάστημα αυτό ο καθηγητής; Το κύριο έργο του θα πρέπει αναγκαστικά να περιοριστεί στην προσπάθεια να παραμεριστούν κάπως οι γλωσσικές δυσκολίες-αν παραμεριστούν κ” αυτές. Καιρός για εμβάθυνση στο περιεχόμενο, στις πνευματικές, στις ηθικές και στις αισθητικές αξίες δεν βρίσκεται, ή κι αν βρεθεί, θα είναι ελάχιστος.
Το αρχαίο ελληνικό θέατρο της Επιδαύρου
Το αρχαίο ελληνικό θέατρο της Επιδαύρου
Μειονέχτημα του παλαιού συστήματος είναι και ότι με τους πολλούς συγγραφείς που ορίζει από το πρωτότυπο, αποκλείεται να δώσει σύνολα. Φυσικά, κανενός τύπου Γυμνάσιο δεν μπορεί να δώσει ολόκληρο το έργο ενός συγγραφέα, ακόμα λιγότερο ένα λογοτεχνικό είδος σε όλο του το πλάτος. Ο τύπος όμως του Γυμνασίου που ίσχυε ως σήμερα δεν πρόφταινε να δώσει ούτε καν μια μεγάλη ενότητα από ένα συγγραφέα, ούτε καν ένα γραμματειακό είδος στους κύριους εκπροσώπους του. Ακόμα και ο Επιτάφιος, που αποτελεί μια κλειστή θαυμαστή ενότητα, πόσο διαφορετικό χρώμα παίρνει για όποιον διαβάζει τη συνέχεια της ιστορίας του Θουκυδίδη, το ξέσπασμα του θανατικού στην Αθήνα, το θάνατο που Περικλή και τον χαρακτηρισμό του από τον ιστορικό!
Η απαίτηση να γνωρίσουν τα παιδιά μας στο Γυμνάσιο τους κλασικούς από το πρωτότυπο, συνδυασμένη με την επιθυμία να γνωρίσουν όσο γίνεται πιο πολλούς κλασικούς, ένα μόνο αποτέλεσμα μπορεί να έχει: να δίνει μόνο αποσπάσματα, ξεσκλίδια, χωρίς οργανική ενότητα, βιαστικά διαβασμένα, μισοκατανοημένα, αχώνευτα. Είναι λοιπόν ν” απορήσει κανείς αν τα παιδιά μας φεύγοντας από το Γυμνάσιο δεν θέλουν ούτε ν” ακούσουν για τους αρχαίους κλασικούς;
Πόσες μορφές μυθικές του αρχαίου ελληνικού κόσμου φωτίζουν το δρόμο των νέων μας, όταν έχουν αφήσει τα μαθητικά θρανία; Της Αντιγόνης, ναι, αν ο καθηγητής πρόφτασε να δώσει την ερμηνεία ολόκληρης της τραγωδίας, πράγμα αμφίβολο· το ίδιο και της Ιφιγένειας του Ευριπίδη. Ας πάρουμε όμως τον Όμηρο: στον παλιό τύπο του Γυμνασίου ερμηνεύονται μόνο η πρώτη και η έκτη ραψωδία της Οδύσσειας. Ας υποθέσουμε πως ο καθηγητής πρόφτασε να διδάξει και τις δυο ραψωδίες. Στην πρώτη ο μαθητής θα γνωρίσει τον Τηλέμαχο, μοναχά όμως σαν άπραγο ακόμα έφηβο· στην έκτη θα γνωρίσει τον Οδυσσέα, μοναχά όμως σαν ναυαγό· το πολύ να καταλάβει και την εξυπνάδα του κάπως, από το λόγο που απευθύνει στη Ναυσικά-τίποτε άλλο! Ούτε ο Οδυσσέας ούτε ο Τηλέμαχος δίνονται στα παιδιά μας σαν μορφές ολοκληρωμένες.
Στην πέμπτη τάξη του παλιού Γυμνασίου θα διδαχτεί η πρώτη και η έκτη ραψωδία της Ιλιάδας. Στην έκτη δεν γίνεται κανένας λόγος για τον Αχιλλέα. Μένει μόνο η πρώτη, για να γνωρίσει ο μαθητής τη μορφή του μεγάλου ήρωα. Θα τη γνωρίσει όμως μισερή και παραμορφωμένη: έναν Αχιλλέα που το πάθος της εκδίκησης για την αδικία που του έγινε τον σπρώχνει να διαβιβάσει με τη μητέρα του την παράκληση στο Δία να δώσει τη νίκη στους αντίμαχους των Ελλήνων. Δεν ξέρω αν στην τελευταία τάξη προφτάνουν οι συνάδελφοι να διδάξουν κάτι από τις τελευταίες ραψωδίες της Ιλιάδας. Και πάλι όμως, για να ολοκληρωθεί η μορφή του Αχιλλέα θα έπρεπε να διαβάσουν και τις Λιτές στην ένατη ραψωδία, ακόμα όλη την ενότητα που αρχίζει με την έξοδο του Πάτροκλου στον πόλεμο, στη δέκατη έκτη ραψωδία, ως το τέλος της Ιλιάδας, όταν ο Αχιλλέας, συμφιλιωμένος με το βασιλιά της Τροίας, θα του παραδώσει το νεκρό σώμα του Έκτορα, για να το θάψει. Τότε, τότε μόνο ο κατ” εξοχήν Έλληνας ήρωας θα μπορούσε να φωτίσει τις ψυχές των νέων με όλη του την παλικαριά και την μεγαλοφροσύνη.
Ένα ακόμη μειονέχτημα του παλιού συστήματος· ήθελε βέβαια να δώσει όσο πιο πολλούς κλασικούς μπορούσε. Μα οι ώρες της διδασκαλίας των αρχαίων Ελληνικών δεν ήταν και απεριόριστες. Έτσι τα παιδιά μας έφευγαν από το Γυμνάσιο χωρίς να έχουν γνωρίσει τον Ησίοδο, τον Αισχύλο, τον Μένανδρο, τον Πλούταρχο. Καθώς μάλιστα η ιστορία της αρχαίας ελληνικής γραμματείας δεν διδασκόταν συστηματικά, ο απόφοιτος του Γυμνασίου, κι αν είχε ακούσει κάτι για τον Αισχύλο, μια φορά τους άλλους τους αγνοούσε και ως ονόματα.
Δεν εξαντλήσαμε όμως τα μειονεκτήματα του Γυμνασίου του παλιού τύπου: Οι έξι τάξεις αποτελούσαν στο Γυμνάσιο αυτό μιαν ενότητα· όπως και για τ” άλλα μαθήματα, το πρόγραμμά του για τα αρχαία Ελληνικά ολοκληρωνόταν μόνο όταν ο μαθητής τελείωνε και την τελευταία τάξη. Ποιος όμως συλλογιόταν τα παιδιά που από λόγους διάφορους αναγκαζόταν ν” αφήνουν το σχολειό, πριν ολοκληρώσουν τις γυμνασιακές σπουδές τους; Και δεν ήταν λίγα τα παιδιά αυτά. Από τις επίσημες στατιστικές μαθαίνουμε πως ύστερα από την τρίτη τάξη, μόλις τα πενήντα πέντε στα εκατό συνέχιζαν στην τέταρτη. Ας αφήσουμε τα άλλα μαθήματα κ” ας δούμε γι” αυτά τα μισά σχεδόν παιδιά της Ελλάδας τι αποκόμιζαν από τον αρχαίο κόσμο, όταν άφηναν μισοτελειωμένο το Γυμνάσιο, για να ριχτούν στον αγώνα της ζωής: μια ατελέστατη γνώση της αρχαίας γλώσσας και μερικά σπαράγματα κειμένου από 5-6 πεζογράφους. Για τα 45% από τα παιδιά μας δεν υπάρχει ούτε καν η μικρή ωφέλεια, που έχουν από τους κλασικούς όσοι τελειώνουν τις γυμνασιακές σπουδές τους. Σκοτώθηκαν κι αυτά και οι δάσκαλοί τους, για να μάθουν την αρχαία γλώσσα και για να γνωρίσουν όχι και πολύ σπουδαίους συγγραφείς, έξω από τον Ηρόδοτο: τον Λουκιανό, τον Ξενοφώντα, τον Λυσία, τον Ισοκράτη, ό,τι γνώρισαν και από αυτούς! Και έφυγαν από το σχολείο και αγνοώντας απόλυτα την Ιλιάδα, το Θουκυδίδη, τον Σοφοκλή, τον Ευριπίδη, τον Πλάτωνα!
Και το νέο σύστημα; Μια και θα λείψει τώρα η δυσκολία της γλώσσας, τα παιδιά μας θα μπορούν να χαρούν τους παλιούς κλασικούς – πιο σωστά θα έλεγα: να χαρούν ορισμένους κλασικούς σε μεγαλύτερο πλάτος και βάθος. Γιατί, κατά τη γνώμη μου, είναι ολέθριο το σύστημα στην ίδια τάξη να διδάσκονται παράλληλα πολλοί συγγραφείς, που ανήκουν σε διάφορες εποχές και σε διάφορα λογοτεχνικά είδη. Στην πρώτη τάξη του Γυμνασίου θα έλεγα να διδαχτούν μόνο Οδύσσεια και Ηρόδοτο, όλο το χρόνο, και τίποτε άλλο. Έτσι τα παιδιά θα προφτάσουν να γνωρίσουν από το έργο του Ομήρου τουλάχιστο 10 ραψωδίες· μα και τις υπόλοιπες θα τις διαβάσουν μόνα τους, γιατί θα έχουν αγαπήσει τον ποιητή: πρώτα πρώτα γιατί θα μιλάει στη γλώσσα τους· έπειτα γιατί ο καθηγητής θα έχει τώρα όλο τον καιρό και ιστορικά να τοποθετήσει τον Όμηρο και για τη θρησκεία του να μιλήσει, και για τη μυθολογία του, και για τα ήθη και έθιμα της εποχής του, προπαντός για τη μεγάλη του τέχνη-όλα τα προβλήματα που γοητεύουν τους νέους. Ενώ ως τώρα, τόσο λίγη ύλη που τους δίναμε, ούτε μπορούσαμε, μα ούτε και τον καιρό είχαμε να τους οδηγήσουμε σε τέτοιους προβληματισμούς. Τους βασανίζαμε με την ομηρική, γεμάτη ποικιλία, γραμματική και το λεξιλόγιο, χωρίς να τα μαθαίνουν κι αυτά!
Τώρα θα μπορέσουν να παρακολουθήσουν και όλη την πορεία της «παιδείας» του Τηλέμαχου, από τον πρωτόβγαλτο έφηβο της πρώτης ραψωδίας ως τη στιγμή του, άντρας πια, θα πολεμήσει στο πλευρό του πατέρα του. Και η μορφή του Οδυσσέα θα τους παρουσιαστεί σε όλο της το βάθος και το πλάτος: πώς ο ήρωας παλεύει-με την παληκαριά του και με την εξυπνάδα του-να γλιτώσει τους συντρόφους του από το χαμό· πώς αντιδρά με την πείρα του και την υπομονή του στις συφορές που του σωρεύουν οι θεοί και η μοίρα· πώς κερδίζει το σεβασμό και την αγάπη των Φαιάκων αγνώριστος ακόμα, αυτός που φτάνει στο νησί τους χωρίς να κρατάει τίποτε πάνω του, ούτε καν ένα κουρελιασμένο ρούχο, να κρύψει τη γύμνια του· πώς με την παλικαριά του και την εξυπνάδα του πάλι θα σκοτώσει τους μνηστήρες· πώς θα ξαναγυρίσει στη γυναίκα του ξεπερνώντας τόσες περιπέτειες και τόσους πειρασμούς.
Το ίδιο θα χορτάσουν τώρα Ηρόδοτο τα παιδιά μας· θα τον γνωρίσουν όχι μόνο από τα κεφάλαια που δίνουν περιγραφές μαχών, αλλά και από εκεί που φωτίζει πρόσωπα και πράγματα με τα ατέλειωτα χαριτωμένα ανέκδοτά του. Θα τον χαρούν και όταν περιγράφει μιας χώρας τους θεούς, τους ανθρώπους, τα ζώα, τα βουνά και τα ποτάμια. Θα μπορέσουν ακόμα ως ένα σημείο να παρακολουθήσουν με ποιο τρόπο ο Ηρόδοτος κατόρθωσε να οργανώσει όλη την πολυποίκιλη ιστορική και εθνογραφική ύλη που είχε μαζέψει στα ταξίδια του.
Σε μιαν άλλη τάξη του Γυμνασίου οι μαθηταί θα γνωρίσουν την τραγωδία, και τον Αισχύλο και τον Σοφοκλή και τον Ευριπίδη, δυο τρία έργα από τον καθένα, άλλα με περισσότερην ενβάθυνση και άλλα με απλή ανάγνωση.
Παράλληλα-και αυτό το θεωρώ απαραίτητο-θα δοθεί στα χέρια των παιδιών μια αρκετά διεξοδική ιστορία της αρχαίας λογοτεχνίας, γραμμένη απλά και επαγωγά, με άφθονες μεταφράσεις όχι για να τη μάθουν απέξω, αλλά για να μπορέσουν ν” αποχτήσουν μια κάπως ολοκληρωμένη εικόνα της λογοτεχνικής δημιουργίας των αρχαίων Ελλήνων.
Έτσι το Ελληνόπουλο, φεύγοντας από το τριτάξιο Γυμνάσιο θα έχει ανθρωπιστική μόρφωση ασύγκριτα μεγαλύτερη από ό,τι σήμερα. Προπαντός θα έχει αγαπήσει τον αρχαίο κόσμο, και είναι βέβαιο πως θα έρχεται συχνότερα κοντά του από μεταφράσεις.
Μα η μετάφραση υστερεί πάντα μπροστά στο πρωτότυπο έργο. Ειδικά η αρχαία γλώσσα με την ποικιλία της, με την ευστροφία της, με την πλαστικότητά της, με τους πολλούς ονοματικούς προσδιορισμούς που διαθέτει (πτώσεις, μετοχές, απαρέμφατα) είναι αυτή καθ” εαυτή ένα αγαθό μορφωτικό. Έπειτα μορφή και περιεχόμενο στο μεγάλο έργο δεν χωρίζονται, μόνο αποτελούν μια χημική ένωση δυσκολοξεδιάλυτη· ο μεγάλος συγγραφέας εκφράζεται και με τη μορφή.
Την ορθότητα των ισχυρισμών την ξέρω και εγώ πολύ καλά, ίσως καλύτερα από πολλούς. Νομίζω όμως πως ανήκει στη σοφία της ζωής να ξέρεις τι μπορεί να πετύχεις και να πετυχαίνεις, όχι να κυνηγάς τα αδύνατα και να μην κατορθώνεις τίποτε.
Και κάτι άλλο όμως: η μετάφραση έχει πολύ διαβληθεί στον τόπο μας· από τη μια από τους ανθρώπους που πιστεύουν πως ό,τι ευγενικό και ωραίο ειπώθηκε στην αρχαία Ελληνική γλώσσα, όταν μεταφραστεί στη γλώσσα του λαού μας, αναγκαστικά ασχημίζει και εκχυδαΐζεται. Από την άλλη υποπτεύονται τη μετάφραση εκείνοι που χρησιμοποίησαν ή είδαν τα παιδιά τους να χρησιμοποιούν τις φοβερές σχολικές, που λέγονται, μεταφράσεις, όπου δεν ξέρει κανείς τι κακοπαθεί περισσότερο, το νόημα του κειμένου ή η σημερινή μας γλώσσα. Τέλος και οι οργανωμένες σειρές εκδόσεων αρχαίων συγγραφέων από διάφορους λόγους δεν βοήθησαν και πολύ για ν” αγαπηθεί η μετάφραση.
Η αλήθεια είναι πως μια μετάφραση, όταν γίνεται από άνθρωπο που ξέρει και την αρχαία και τη νέα μας γλώσσα καλά, κι ακόμα έχει συναίσθηση της σημασίας του έργου του, -μια καλή μετάφραση, κι αν δεν μπορεί να ισοσταθμίσει το πρωτότυπο, μια φορά δεν είναι και τόσο χωρίς αξία, όσο θέλουν να την παρουσιάζουν μερικοί. Μπορεί να μη δίνει τα 100 στα 100 από τις αξίες του πρωτότυπου έργου-και δεν μπορεί ποτέ να τα δώσει, τα 80 όμως μπορεί να τα δώσει. Αν ο μεταφρασμένος αρχαίος κλασικός δεν ήταν στοιχείο μορφωτικό μεγάλο κι αυτός, αν δεν επαίδευε κι αυτός με το περιεχόμενο που διατηρεί και με τη δική του μορφή, ας είναι και ατελέστερη, δεν θα έχαναν τον πολύτιμο καιρό τους τόσοι και τόσοι κλασικοί φιλόλογοι σε όλο τον κόσμο-στα τελευταία μάλιστα χρόνια οι πιο εκλεχτοί για να μεταφέρουν τ” αρχαία κείμενα στη γλώσσα του καθένας. Αρχαία Ελληνικά, και καλά μάλιστα, δεν μπορεί να μαθαίνει όλος ο κόσμος, ούτε θα ήταν ικανός γι” αυτό, τούτο όμως δεν μας δίνει το δικαίωμα να του στερήσουμε ολωσδιόλου την ανεξάντλητη και αναντικατάστατη πηγή της μόρφωσης, που είναι οι αρχαίοι Έλληνες κλασικοί.
Τα παιδιά μας που δεν θα συνεχίσουν τις σπουδές τους, φεύγοντας από το τριτάξιο Γυμνάσιο, για να ακολουθήσουν ένα επάγγελμα, ανήκουν στον κόσμο, που δεν θα ξέρει τ” αρχαία Ελληνικά. Μα με την οικείωσή τους με τους αρχαίους κλασικούς, ας είναι και από τις μεταφράσεις, θα έχουν αποχτήσει κάτι πολύτιμο. Θα τους έχει ανοιχτεί η αυλαία σ” έναν κόσμο θαυμαστό σε ομορφιά και σε σκέψη, και είμαι βέβαιος πως θα ξαναγυρίζουν σ” αυτόν και αργότερα, πράγμα που δεν γίνεται σήμερα.
Όσοι συνεχίσουν τις σπουδές τους στο Λύκειο, θα γνωρίσουν τους κλασικούς και από το πρωτότυπο, σε περισσότερες μάλιστα ώρες απ” ό,τι σήμερα. Φτάνουν όμως τα τρία χρόνια; Κατά τη γνώμη μου για να μπεις βαθιά στα μυστικά του αρχαίου λόγου, δεν φτάνουν ούτε δέκα χρόνια σπουδής. Ο HERMANN, ο μεγάλος γερμανός φιλόλογος, έλεγε, λίγο πριν πεθάνει: UTINAM ESSEM BONUS GRAMMATICUS! Και όμως είχε φάει όλη του τη ζωή μελετώντας τα γραμματικά φαινόμενα της ελληνικής γλώσσας!
Για τα παιδιά μας που θα σπουδάζουν στο Λύκειο, τα τρία χρόνια φτάνουν· μια φορά θα μαθαίνουν καλύτερα την αρχαία ελληνική γλώσσα από ό,τι τη μαθαίνουν σήμερα. Πρώτα, πρώτα, γιατί θα είναι ωριμότερα, στα χρόνια, κι ακόμα γιατί ο αρχαίος κόσμος θα τους είναι οικείος πια από το Γυμνάσιο· και όχι μόνο οικείος, αλλά και αγαπητός.
Το ξέρουν οι συνάδελφοι πως ένας από τους κυριότερους λόγους που το μάθημα των αρχαίων ελληνικών δεν προκόβει είναι γιατί τα παιδιά μας με τις δυσκολίες που αντικρίζουν στη γλώσσα δεν μπορούν να πλησιάσουν την ουσία των αρχαίων κειμένων και γι” αυτό δείχνουν απόλυτη αδιαφορία, αν όχι και αποστροφή. Τώρα όμως, που ο νέος θα ξέρει από πριν το περιεχόμενο της Οδύσσειας, είναι εύκολο να του κινηθεί το ενδιαφέρον να γνωρίσει και τους αθάνατους στίχους του ίδιου του Ομήρου και να τους συγκρίνει με τους στίχους της μετάφρασης που ξέρει. Το ίδιο, όταν θα του είναι γνωστό το βάθος της σκέψης του Θουκυδίδη, δεν θ” αδιαφορήσει, όταν ο καθηγητής του δείξει στο πρωτότυπο, πώς αυτό το βάθος εκφράζεται και με το μοναδικό ύφος του ιστορικού, με τη στιφνή του σύνταξη, με τη συσσώρευση ονοματικών προσδιορισμών, με τη δημιουργία δικών του λέξεων κ.λπ. Και της γλώσσας του Σοφοκλή θα μπορεί τώρα να εχτιμήσει καλύτερα την ομορφιά, έτσι που δεν θα γνωρίζει για πρώτη φορά τον τραγικό.
Ένας καινούργιος δρόμος χαράζεται για την ελληνική παιδεία, που υπόσχεται πολύ γονιμότερα αποτελέσματα. Χωρίς εμπόδια δεν θα είναι βέβαια και αυτός. Είναι όμως στο χέρι των φιλολόγων να παραμερίσουν τα εμπόδια και να εφαρμόσουν το καινούργιο σύστημα με πίστη και ενθουσιασμό. Και είμαι βέβαιος πώς δεν θα περάσουν πολλά χρόνια, που οι καλόπιστοι άνθρωποι θα ομολογήσουν, κι αυτοί ακόμα που σήμερα στέκουν κάπως δισταχτικοί μπροστά στο νέο σύστημα, πως με τα μέτρα αυτά έγινε ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός στην παιδεία της πατρίδας μας.