" Επάνω σ' ένα ακοίμητο αερόστατο
ατενίζουμε το καθάριο χρώμα τ' ουρανού,
τις ανθισμένες κοιλάδες του μυαλού,
την ανεξίτηλη θαλασσινή δροσιά,
τους ορεινούς στυλοβάτες της απεραντοσύνης...
Οι ψυχές μας γίνονται συνοδοιπόροι..."

Σας καλωσορίζω στο ιστολόγιό μου ελπίζοντας να κάνουμε πολλά ταξίδια - ονειρικά και μακρινά - στο χώρο του πνεύματος, της τέχνης και της δημιουργίας...

Τρίτη 26 Αυγούστου 2014





ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ


       Παροιμία: σύντομο λαϊκό απόφθεγμα, έμμετρο ή πεζό, που εκφράζει αλληγορικά ή
             σκωπτικά μια αλήθεια, που αποτελεί προϊόν μακρόχρονης πείρας και λέγεται για να
             παραδειγματίσει, να διδάξει ή να σχολιάσει μια κατάσταση.

      Ετυμολογικά προέρχεται από τις λέξεις παρά + οίμος (=οδός), από τα ρητά που
             γράφονταν επάνω στους οδοδείκτες (Ερμαί: στήλες με κεφαλή Ερμού, που 
             δήλωναν τις αποστάσεις ή την κατεύθυνση) στην αρχαία Αττική, για να
             διαβάζονται από τους οδοιπόρους. (Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, 
             Γ. Μπαμπινιώτη)



             Όποιος σκορπάει τον καιρό του, δεν τον ξαναμαζεύει.
  Όποιος δουλεύει, δεν πεινάει κι αν πεινάσει, δεν πεθαίνει.
  Ο χρόνος και το ρεύμα δεν περιμένουν κανένα.
 Ιδρώτα και κόπο θέλει η αρετή.
  Η μάθηση είναι το μάτι του νου.
  Δούλευε να ζήσεις, σπείρε να θερίσεις.
  Η θέληση κι η πεθυμιά δίνουν φτερά στα πόδια.
  Τις περισσότερες γλώσσες στον κόσμο τις μιλάει το χρυσάφι.
  Όταν κόβεται το ένα δάχτυλο, όλα τα δάχτυλα γεμίζουν αίμα.
  Πιο ζούγκλα από τη ζωή η θάλασσα κι από τη θάλασσα η κοινωνία.
  Όπως σου παίζουν τη λύρα, χόρευε.
  Μην κάνεις, μη σου κάνουνε, μη πεις, να μη σου πούνε,
 την ξένη πόρτα αν θα χτυπάς, την ειδική σου σπούνε.

  Οι πολλές σκέψεις είναι καλύτερες από τη μια.
  Το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο το πρόσωπο.
  Όποιος δεν ξέρει να βοηθάει
μένει κατάμονος και δυστυχάει.

 Τα γράμματα είναι το μάτι του νου.
 Όποιος ξέρει γράμματα έχει τρία μάτια κι όποιος δεν ξέρει, έχει ένα κι εκείνο στραβό.
 Η γνώση είναι θησαυρός κι η πράξη το κλειδί του.
 Μήτε δέντρο χωρίς ξεράδι, μήτε άνθρωπος χωρίς ψεγάδι.
 Ακαμάτης νέος, γέρος διακονιάρης.
 Ζωή χωρίς γιορτές, μακρύς δρόμος χωρίς πανδοχείο. (Δημόκριτος, 230)
 Για τον εχθρό που φεύγει, φτιάξε χρυσό γεφύρι.
 Δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις.
 Έχεις παράδες; Σου κάνουν τεμενάδες.
 Ζήσε μαύρε μου να φας τριφύλλι, και τον Αύγουστο σταφύλι.
 Παλιός οχτρός φίλος δε γίνεται. 
 Ο κακός το πρωί, το βράδυ χειρότερος. 
 Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του.
 Ίδιο πρόσωπο έρχεται, ίδιο μαντάτο φέρνει.
 Θέλει και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο.
 Η ανάγκη κάνει το παλικάρι.
 Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός.
 Η βιάση ψήνει το ψωμί, μα δεν το καλοψήνει.
 Θέρος, τρύγος, πόλεμος, στασιό δεν περιμένουν.
 Ώρα καλή στην πρύμνη σου κι αέρα στα πανιά σου.
 Ψαρεύει σε θολά νερά.
 Χιόνι πέφτει το Γενάρη, χαρές θα 'ν' τον Αλωνάρη.
 Χέρι που δεν μπορείς να δαγκάσεις, φίλα το.
 Φτηνός στο λάδι, ακριβός στο ξύδι.
 Φύλαγε τα ρούχα σου να έχεις τα μισά.
 Φωνάζει ο κλέφτης να φοβηθεί ο νοικοκύρης.
 Στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα.
 Τα λεφτά πάνε στα λεφτά.
 Τα λέω της πεθεράς, για να τ' ακούει η νύφη.
 Τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι.
 Στη βράση κολλάει το σίδερο.
 Στην γειτονιά τριαντάφυλλο και μεσ' το σπίτι αγκάθι. 
 Ράβε ξήλωνε δουλειά να μη σου λείπει.
 Περήφανος καλόγερος, άδεια τα σάκουλά του.
 Πρώτη βοήθεια του θεού, δεύτερη του γειτόνου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου