" Επάνω σ' ένα ακοίμητο αερόστατο
ατενίζουμε το καθάριο χρώμα τ' ουρανού,
τις ανθισμένες κοιλάδες του μυαλού,
την ανεξίτηλη θαλασσινή δροσιά,
τους ορεινούς στυλοβάτες της απεραντοσύνης...
Οι ψυχές μας γίνονται συνοδοιπόροι..."

Σας καλωσορίζω στο ιστολόγιό μου ελπίζοντας να κάνουμε πολλά ταξίδια - ονειρικά και μακρινά - στο χώρο του πνεύματος, της τέχνης και της δημιουργίας...

Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2015


Διονύσιος Σολωμός «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι»


   1.Στο πρώτο απόσπασμα του Β΄ Σχεδιάσματος με ποιες δύο εικόνες επιτυγχάνει ο ποιητής να δείξει τη νεκρική σιγή που επικρατεί στο στρατόπεδο των πολιορκημένων Μεσολογγιτών;

   2.Να εντοπίσετε το σχήμα λόγου που χρησιμοποιείται στον 1ο στίχο («Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει»)



   3.Να αναλύσετε το ομοιοτέλευτο και την παρήχηση στο 2ο στίχο του πρώτου αποσπάσματος («λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί…»).

   4.Τι προσωποποιεί ο Σουλιώτης στο στίχο 5 (1ο απόσπασμα) και γιατί;



   5.Στο πρώτο και το δεύτερο απόσπασμα δίνεται μια εντελώς διαφορετική εικόνα της φύσης. Διαβάστε προσεκτικά τους σχετικούς στίχους και προσπαθήστε να εξηγήσετε την πλήρη διαφοροποίησή τους.

   6.Στο 2ο απόσπασμα να εντοπίσετε τις λυρικές περιγραφές και τις λεπτομέρειες που αναδεικνύουν το γλυκό ζωικό αναβρασμό (ακόμα και στις αμελητέες υπάρξεις και τη νεκρή φύση). 



   7.Να εντοπίσετε και να παρουσιάσετε τον εσωτερικό διχασμό των πολιορκημένων στο 2ο απόσπασμα:

   8.«Όποιος πεθαίνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει»: με ποιο τρόπο αναδεικνύεται η δραματική εσωτερική σύγκρουση που οδηγεί τελικά τους Μεσολογγίτες στην ηρωική έξοδο, παρά τη φαινομενική χαλαρότητα της ψυχής που διαβλέπει εδώ ο ποιητής;



   9.Να σχολιάσετε τη γλώσσα, το ύφος και τη μορφή της ομοιοκαταληξίας των αποσπασμάτων. 

   10.Πώς εκδηλώνεται ο πειρασμός στα ποιήματα του Σολωμού και του Καρυωτάκη; Συγκρίνετε πώς αντιμετωπίζει ο κάθε ποιητής το ηθικό δίλημμα των ηρώων του.



Μέρα τ' Απρίλη.
Πράσινο λάμπος,
γελούσε ο κάμπος
με το τριφύλλι.


Ως την εφίλει
το πρωινό θάμπος,
η φύση σάμπως
γλυκά να ομίλει.


Εκελαδούσαν
πουλιά, πετώντας
όλο πιο πάνω.


Τ' άνθη ευωδιούσαν.
Κι είπε απορώντας:
«Πώς να πεθάνω;»


Κ.Γ. Καρυωτάκης, «Διάκος», Ελεγεία και σάτιρες (1927)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου