"Πέρασες" - Kωνσταντίνος Χατζόπουλος (1868-1920)
Πέρασες και είχες στα μαλλιά
ρόδα και φως και είχες στο χέρι
κρίνα λευκά και στάχυα απ᾽τον αγρό·
και σε είδα και είπα κι έφτασε
το καλοκαίρι.
Μα ήρθες και σκόρπισες τα στάχια στο νερό,
τα ρόδα στον αέρα·
και μ᾽έναν κρίνο στάθηκες, ωχρή
σα φθινοπώρου μέρα.
Στάθηκες ωχρή
με το βλέμμα πέρα,
κι ήταν τόσο ωχρή
και τριγύρω η μέρα.
Κι ήταν η ώρα ωχρή,
βράδυ ως να είχε γίνει·
μόνο ένα άυλο φως
γύρω σου είχε μείνει,
και ήσουν σα να λες,
όπως είχες μείνει:
Είχα μιαν αυγή,
μιαν άνοιξη προσμείνει.
Κι έβλεπες τα ρόδα
κάτω στο νερό
και τον κρίνο ωχρό
κοίταζες το χέρι.
Κοίταζες: σαν κάτι
να έτρεμε ξερό·
κοίταζες: σαν κάπου
να έφευγε φτερό,
κι άπλωσες το χέρι.
Και ήταν σα φτερό
μες το φως το ωχρό
που ένευε το χέρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου