" Επάνω σ' ένα ακοίμητο αερόστατο
ατενίζουμε το καθάριο χρώμα τ' ουρανού,
τις ανθισμένες κοιλάδες του μυαλού,
την ανεξίτηλη θαλασσινή δροσιά,
τους ορεινούς στυλοβάτες της απεραντοσύνης...
Οι ψυχές μας γίνονται συνοδοιπόροι..."

Σας καλωσορίζω στο ιστολόγιό μου ελπίζοντας να κάνουμε πολλά ταξίδια - ονειρικά και μακρινά - στο χώρο του πνεύματος, της τέχνης και της δημιουργίας...

Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2014



Ἀλέξανδρος Παπαδιαµάντης  
Ἡ τελευταία βαπτιστική



Ἂν ἄλλη τις χρηστὴ γυνὴ εἶδε ποτὲ καλὰ νοικοκυριὰ εἰς τὰς ἡµέρας της, ἀναντιρρήτως εἶδε τοιαῦτα καὶ ἡ Θεία-Σοφούλα Κωνσταντινιά, σεβασµία οἰκοδέσποινα ἑβδοµηκονταετής, κάτοικος παραθαλασσίου κώµης εἰς µίαν τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου.
Τὴν ἐκάλουν κοινῶς Σαραντανοῦ, καὶ πολλοὶ ὑπέθετον ὅτι τὸ ἐπίθετον τοῦτο τῇ ἀπεδόθη, διότι δῆθεν εἶχεν ἴσον µὲ σαράντα γυναικῶν νοῦν, ὅπερ δὲν ἐνοµίζετο ὑπερβολή. Ἄλλοι ὅµως ἔλεγον ὅτι ἡ λέξις ἐσχηµατίσθη ἐκ τοῦ Σαραντανοννοῦ ἤτοι νοννὰ µὲ σαράντα βαπτιστικούς.
Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι, ἂν δὲν εἶχε φθάσει εἰς τὸν ἀριθµὸν τοῦτον, δυὸ ἢ τρεῖς µονάδες τῆς ἔλειπον καὶ ἤλπιζε προσεχῶς νὰ συµπληρώση τὴν τεσσαρακοντάδα.
Ὁµολογητέον δέ, ὅτι αὐτὴ κατ᾿ ἀρχὰς εἶχε βαπτίσει οἰκειοθελῶς πέντε ἢ ἓξ νήπια τῶν γειτόνων της, ὅσα καὶ πᾶσα ἄλλη καλὴ οἰκοκυρὰ βαπτίζει. Ἀλλ᾿ ὅταν ἅπαξ ἐγνώσθη καὶ ἀπεδείχθη ὅτι εἶχε καλὸ χέρι, τότε ὅλαι αἱ γειτόνισσαι, συγγενεῖς, παρασυγγενεῖς,
κολλήγισσαι, ἤρχισαν νὰ τὴν πολιορκοῦν.
Εἶχε πάρει καλὸ ὄνοµα ὅτι τῆς ἐζοῦσαν τὰ παιδιά, ὅσα ἀνεδέχετο ἐκ τῆς κολυµβήθρας. Εἶνε δὲ τόσον σπουδαῖον νὰ εὑρεθῆ νοννὰ «νὰ τῆς ζοῦν τὰ παιδιά», ὅσον καὶ ἱερεὺς «νὰ πιάνη τὸ διάβασµά του».
Ἡ Θεία-Σοφούλα ὅµως ὑπέφερε µετὰ χάριτος τὴν αγγαρείαν ταύτην. Εἶνε ἀληθὲς ὅτι τὰ φωτίκια εἰς τὴν ἐποχὴν ἐκείνην, χιτὼν καὶ κουκούλιον µετὰ σταυροῦ, καθὼς καὶ τὰ µαρτυριάτικα, ἐαρινὴ βροχὴ λεπτῶν καὶ διλέπτων διὰ τοὺς ἀγυιόπαιδας, ἐκόστιζον ἐν
ὅλῳ δέκα γρόσια.
Ἡ Θεία-Σοφούλα ὠµοίαζε µὲ τὴν ἐπιµελῆ ἀνθοκόµον, ἥτις δὲν ἀρκεῖται νὰ φυτεύη µόνον τὰ ἄνθη της, ἀλλὰ τὰ περιθάλπει καὶ τὰ καταρδεύει. Ἠγάπα τὰ πνευµατικά της τέκνα ὡς τέκνα τῆς ἐγκαρδιακά, τὰ ἐθώπευε, τὰ ἐφίλευε καὶ τὰ ἐπαιδαγώγει.
Ὁ µπάρµπα-Κωνσταντής, ὁ πρῶτος γρινιάρης του χωρίου, δὲν συνεµερίζετο τὴν ἀδυναµίαν ταύτην τῆς συζύγου του.
-Ἄ, µπράβο! φίλευέ τα τ᾿ ἀναδεξίµια σου, µουρή!... ἐγόγγυζεν ἑκάστοτε, ὁσάκις τὴν ἔβλεπε µεριµνώσαν περὶ τῶν ἀναδεκτῶν της· -ηὖρες κι ἁλωνίζεις, µουρή! Ἡ Θεία- Σοφούλα ὀλίγον ἀνησύχει περὶ τῆς ἰδιοτροπίας ταύτης τοῦ συζύγου της, ὅστις ἦτο ἀγαθὸς ἄνθρωπος εἰς τὰς καλάς του ὥρας.
Ἔπειτα ὁ µπάρµπα-Κωνσταντὴς σπανίως ἐφαίνετο ἐν τῇ πολίχνῃ. Ἀφ᾿ ὅτου ἔπαυσε τὰ θαλάσσια ταξείδια ἠσχολεῖτο ἀποκλειστικῶς εἰς τὴν καλλιέργειαν τῶν κτηµάτων του. Κατὰ πᾶσαν πρωίαν ἴππευεν ἐπὶ τοῦ εὐρώστου ἡµιόνου του, ἐτρέπετο εἰς τοὺς
ἀγροὺς καὶ ἐπανήρχετο µετὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου.

Κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, περὶ τὰ 184..., ἡ Θεία-Σοφούλα εἶχε φθάσει εἰς τὸ τριακοστὸν ἔνατον βαπτιστικόν. Ἓν µόνον τῆς ἔλειπε διὰ νὰ τὰ κάµη σαράντα πρὸς ἀνάπαυσιν τῆς συνειδήσεώς της.
Ἐβάπτιζεν ἀδιακρίτως ἄρρενα καὶ θήλεα, ἀλλ᾿ ἐφρόντιζε νὰ δίδη ἀκριβεῖς σηµειώσεις εἰς τοὺς ἱερεῖς καὶ πνευµατικούς, διὰ νὰ µὴ τυχὸν γίνη κανὲν συνοικέσιον εἰς τὸ µέλλον µεταξὺ ἑτερόφυλων ἀναδεκτῶν καὶ κολασθῆ ἡ ψυχή της.
Κατ᾿ ἔτος, τὴν Μεγάλην Πέµπτην, µεγίστη κίνησις ἐγίνετο ἐν τῇ εὐρυχώρῳ αὐλὴ τῆς οἰκίας. Ἡ Θεία-Σοφούλα ἀνεσφουγγώνετο µέχρις ἀγκώνων καὶ ἐζύµωνε µόνη τῆς τὰς τριάκοντα ἐννέα αὐγοκουλούρας διὰ τοὺς τοσούτους βαπτιστικούς της... Ἀλλὰ πλὴν
τῶν βαπτιστικῶν ὑπῆρχον καὶ τὰ ἐγγόνια καὶ τὰ δισέγγονα καὶ ταῦτα δὲν ἦσαν ὀλιγάριθµα.
Ἐν συνόλῳ ἐχρειάζετο ἑβδοµήκοντα καὶ πλέον κοκκώναις, δηλ. παιδικὰς κουλούρας διὰ τοὺς βαπτιστικούς, διὰ τοὺς ἐγγονοὺς καὶ τὰ δισέγγονα. Εἰς τὸν ἀριθµὸν τοῦτον δὲν συµπεριλαµβάνονται αἱ µεγαλείτεραι κουλοῦραι, τὰς ὁποίας παρεσκεύαζε διὰ τὰς
συντεκνίσσας, διὰ τὰς ἀνεψιὰς καὶ δισεξαδέλφας της.
Μέγας δὲ ἐβόµβει ὁ ἑσµὸς τῶν ἀναδεκτῶν καὶ δισεγγόνων περὶ τοὺς ἀνθώνας τῆς αὐλῆς κατ᾿ ἐκείνην τὴν ἡµέραν. Ἀπὸ τῆς τρίτης ὥρας τοῦ δειλινοῦ, καθ᾿ ἣν ὁ µπάρµπα-Κωνσταντὴς ἐξηγείρετο τοῦ µεσηµβρινοῦ ὕπνου, µὲ δριµείαν ἐπικαθηµένην τῆς ρινὸς τὴν χολήν, καὶ ἐφόρει τὸ τσόχινον βρακίον, ἐπύργωνεν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς
µεγαλοπρεπὲς τὸ τυνησιακὸν φέσι του, ἐλάµβανεν ὡς σκῆπτρον τὴν µεγάλην ἠλεκτρόστοµον τσιµπούκαν του, ἀνήρτα ἀπὸ τῆς ὀσφύος βαθύκολπον τὴν µεταξωτὴν καπνοσακκούλαν καὶ κατήρχετο εἰς τὸ καφενεῖον νὰ εἰσπνεύση τὴν θαλασσίαν αὔραν, ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης ἡ εὐρεία καὶ τετράγωνος αὐλὴ παρεδίδετο ἐξ ἑφόδου εἰς τὴν λεηλασίαν τῶν βαπτιστικῶν καὶ τῶν δισέγγονων.
Μεγίστην εὐτυχίαν καὶ ἀνήκουστον ἡδονὴν ἐνόµιζον τότε τὰ παιδία τῆς γειτονιᾶς, ἂν κατώρθωνον νὰ παρεισδύσωσιν εἰς τὸ προαύλιον τῆς Θεία-Σοφούλας, ὅπερ ἐθεωρεῖτο ὡς µυθῶδές τι. Πολλὰ αὐτῶν προέτεινον τὰς κεφαλὰς διὰ τῶν σχισµῶν τῆς κλειστῆς αὐλείου θύρας, ἥτις ἐµοχλεύετο ἔσωθεν ὑπὸ τῶν ζηλοτύπων βαπτιστικῶν διὰ τοὺς µὴ ἔχοντας ἔνδυµα γάµου. Ἄλλα παιδία τολµηρότερα ἀνεῖρπον εἰς τὸν θριγκὸν τοῦ τοίχου τῆς αὐλῆς καὶ εὕρισκον τρόπον νὰ εἰσπηδήσωσιν ἐκεῖθεν εἰς τὰ ἔνδον. Ἀλλ᾿ ἀλλοίµονον ἂν παρετηροῦντο ὑπὸ τῶν ἀγρύπτων εὐνοουµένων.
Ἀπεδιώκοντο µὲ τσιµπήµατα καὶ µὲ δοντιαίς, ὡς ὁ κηφὴν ὑπὸ τῶν µελισσών.
Τὴν Μεγάλην Πέµπτην του ἔτους 185... ὅλοι οἱ ἀναδεκτοὶ ἦσαν συνηγµένοι ἐν τῇ αὐλῇ τῆς γραίας Σοφούλας. Ὁ πρεσβύτερος αὐτῶν ἦτο ἤδη νεανίας εἰκοσαετής, τὸ δὲ νεώτερον ἦτο κοράσιον διετές, εἰς ὃ ἡ νοννὰ εἶχε δώσει τὸ ὄνοµά της. Τὸ βρέφος
τοῦτο ἦτο τὸ τεσσαρακοστὸν πνευµατικὸν γέννηµα τῆς θεία-Σοφούλας. Εἶχε γεννηθῆ τέλος τὸ ἀπὸ πολλοῦ προσδοκώµενον τοῦτο συµπλήρωµα τοῦ προωρισµένου ἀριθµοῦ καὶ ἦτο τὸ χαδευµένον τῆς θεία-Σοφούλας. Ἡ νοννὰ ἔτρεφε φιλοδόξους σκοποὺς ὡς πρὸς τὸ µέλλον τοῦ θυγατρίου τούτου. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ µπάρµπα-Κωνσταντὴς ἐξ ὅλων τῶν ἀναδεκτῶν µόνον τὸ µικρὸν τοῦτο ἠνείχετο.
Ἡ στοργὴ ὅµως τῆς θεία-Σοφούλας πρὸς αὐτὸ ἔφθανε µέχρι παραφροσύνης. Τὴν ἡµέραν ἐκείνην ἡ θεία-Σοφούλα ἦτο κλειστῆ εἰς τὸ ἰσόγειον καὶ ἐζύµωνεν. Ἐκ τῶν παιδιῶν τινὰ τὴν ἐπολιόρκουν ἔξωθεν τῆς θύρας παραµονεύοντα. Τὰ πλεῖστα ὅµως ἔπαιζον ταραχωδῶς περὶ τὸν ὑπερµεγέθη ληνόν, πλησίον τοῦ ἐλαιοτριβείου, τὸ κρυφτάκι, καὶ ἄλλα ἐθορύβουν περὶ τὰς κιγκλίδας τοῦ κήπου καὶ πλησίον τοῦ φρέατος.
Ἡ µικρὰ Σοφούλα, ἥτις ἦτο µόλις διετής, ὡς εἴποµεν, ἐξέπεµπε χαρµόσυνους κραυγάς, ἐψέλλιζεν ὡς νεοσσὸς χελιδόνος καὶ ἔτρεχε καὶ αὐτὴ κατόπιν τῶν ἄλλων παιδίων. Ἡ νοννὰ τῆς ἐζήτησε κατ᾿ ἀρχὰς νὰ τὴν κρατήση πλησίον της, ἀλλ᾿ ἡ µικρὰ ἐστενοχωρήθη καὶ ἀπήτησε νὰ ἐξέλθη.
-Νὰ πάω κι ἐγὼ νὰ παίξω, νοννά µου;
-Τί νὰ παίξης ἐσύ;
-Τὸ κλυφτάκι, νοννά µου! ἐτραύλισεν ἡ µικρά.
- ∆ὲν παίζουν τὰ κορίτσια τὸ κρυφτάκι, εἶπεν αὐστηρῶς ἡ νοννά.
Ἡ µικρὰ δὲν ἐµεµψιµοίρησε µέν, ἀλλ᾿ ἐσκυθρώπασεν. Ἰδοῦσα τοῦτο ἡ νοννά, ἔκραξε τὴν Ἀθηνιῶ, εἰκοσαετὴ τὴν ἡλικίαν, δουλεύτραν της, ἥτις ἦτο καὶ αὐτὴ µία τῶν βαπτιστικῶν της καὶ τὴ ἐνεπιστεύθη τὴν µικρᾶν,συστήσασα αὐτὴ αὐστηρὰν ἐπαγρύπνησιν.
Ἀλλ᾿ ἡ Ἀθηνιὼ ἐλησµόνησεν ἅµα ἀκούσασα τὴν σύστασιν τῆς κυρίας της, καὶ ἐπειδὴ εἰς τὰς πεζούλας ἐκάθηντο τέσσαρες ἢ πέντε γειτόνισσαι, καὶ γνωρίζοµεν πόσον περισπούδαστος εἶναι ἡ συνδιάλεξις τῶν ἀέργων γυναικῶν, ἐκάθησε πλησίον αὐτῶν καὶ ἄφησε τὴν µικρὰν Σοφούλαν νὰ τρέχη.
∆ὲν ἤρκεσε τοῦτο, ἀλλὰ παραγγελθεῖσα ὑπὸ τῆς κυρίας της νὰ ἀντλήση ὕδωρ ἐκ τοῦ φρέατος, ἐγέµισε µὲ τὴν στάµνον, ἀλλὰ δὲν ἐφρόντισε νὰ κλείση τὸ στόµιον τοῦ φρέατος, ὅπως τὸ εὗρε κεκλεισµένον, τὸ ἄφησε δὲ ἀνοικτόν. Ἀπροσεξία, εἰς ἣν οὐδέποτε θὰ ὑπέπιπτεν ἡ γραῖα Σοφούλα ἢ ἄλλη φρόνιµος γυνή. Μή τις δὲ ἀµφιβάλῃ ὅτι τὴν σύστασιν ταύτην ἡ γραῖα ἔκαµε χιλιάκις εἰς τὴν δουλεύτραν της, ἀλλ᾿ ἡ Ἀθηνιὼ δὲν ἦτο ἐξ ἐκείνων τῶν γυναικῶν, οἵτινες καθίστανται προσεκτικαί.
Εἰς τὴν ἀκµὴν λοιπὸν τῆς πλήρους ἐνδιαφέροντος συνδιαλέξεώς των, ἤκουσαν αἴφνης αἱ εἰς τὴν πεζούλαν καθήµεναι γυναῖκες κρότον τινά, ὡς πλατάγησιν σώµατος πίπτοντος εἰς τὸ ὕδωρ καὶ συγχρόνως πεπνιγµένην κραυγὴν καὶ µετ᾿ αὐτὴν δευτέραν
κραυγὴν δυνατωτέραν.
Αἱ γυναῖκες ἀνωρθώθησαν αὐτοµάτως.
Ἀλλὰ πρὶν αὐταὶ κινηθῶσιν, ἡ θύρα τοῦ ἰσογείου ἠνοίχθη µετὰ κρότου, καὶ ἡ θεία-Σοφούλα ἔντροµος, ἀνυπόδητος, µὲ ταῖς κάλτσαις µόνον, γυµνώλενος, µὲ τὰς χεῖρας ζυµαρωµένας, ἔτρεξε πρὸς τὸ φρέαρ κράζουσα:
- Τὸ κορίτσι! Τὸ κορίτσι! ∆ιὰ τῆς εἰς τὴν στοργὴν ἰδιαζούσης µαντείας, ἡ θεία-Σοφούλα ἐνόησεν ἀµέσως ὅτι ἡ µικρά της βαπτιστικῆ εἶχε πέσει ἐντὸς τοῦ φρέατος. Καὶ τῷ ὄντι δὲν ἠπατᾶτο. Ενώ ἔτρεχεν ἡ Σοφούλα, ἰδοῦσα τὸ στόµιον τοῦ φρέατος ἀνοικτόν, ἐπλησίασε, προσεκολλήθη ἐπὶ τοῦ χθαµαλοῦ ξυλίνου φραγµοῦ, εἶδεν ἐπὶ τοῦ ὕδατος εἰκονιζοµένην τὴν ἀγγελικὴν ξανθὴν µορφήν της, ἤρχισε νὰ τὴ προσµειδιά, ἔκυψεν ὑπερµέτρως, ὠλίσθησεν ἐπὶ τῆς στιλπνῆς ὡς ἐκ τῆς συχνῆς προστριβῆς τοῦ σχοινιοῦ σανίδος, καὶ ἔπεσε κατακέφαλα ἐντὸς τοῦ φρέατος.
Αἱ ἄλλαι γυναῖκες καὶ ἡ Ἀθηνιῶ µετ᾿ αὐτῶν, καθ᾿ ὑπερβολὴν διαστέλλουσαι τοὺς βραχίονας, ἔτρεξαν κατόπιν τῆς θεία Σοφούλας.
-Ἕναν κουβά! ἕνα γιουρδέλι! ἐκραύγαζεν ἔκφρων ἡ γραῖα Σοφούλα.
-Ἕνα τσιγγέλι! ἔκραξε καὶ ἡ Ἀθηνιῶ σκοτισµένη· (ὡς νὰ εἶχε πέσει δηλ. εἰς τὸ φρέαρ τὸ ἰβάνιον, δι᾿ οὗ ἀντλοῦσιν ὕδωρ).
- Τὰ τσιγγέλια νὰ σὲ τραβοῦν, σκύλα! τὴ ἔκραξε µὲ κεραυνοβόλον βλέµµα ἡ Θεία-Σοφούλα. Μοῦ ἔπνιξες τὸ παιδί.
Ἡ γραῖα τῷ ὄντι δὲν ἐβράδυνε νὰ ἐννοήση ὅτι τὸ δυστύχηµα ὠφείλετο εἰς τὴν ἀπροσεξίαν τῆς δουλεύτρας της.
- Νὰ καταβῶ ἐγὼ στὸ πηγάδι, νοννά, τῇ εἶπεν ἡ Ἀθηνιῶ.
Ἐπειδὴ ἐβράδυνε νὰ φανῆ πουθενὰ κουβάς, διότι εἶναι γνωστὸν πόσον οἱ ἄνθρωποι εἰς τὰς δεινὰς περιπτώσεις, καὶ ἐνῷ µία τῶν γυναικῶν ἔτρεχεν ἀπ᾿ ἐκεῖ, ἄλλη ἀπ᾿ ἐδῶ, καὶ ἡ µικρὰ ἐν τῷ µεταξὺ ἐπνίγετο, ἡ Θεία-Σοφούλα ἐπέτρεψεν εἰς τὴν Ἀθηνιῶ τὴν
χάριν ταύτην. Εἴξευρε δὲ ἄλλως ὅτι εἰς τοῦτο, καθὼς καὶ εἰς πᾶσαν ἄλλην ἐργασίαν εἰς τοὺς ἄνδρας µᾶλλον ἁρµόζουσαν, ἦτο ἐπιτηδεία.
Ἡ Ἀθηνιῶ λοιπὸν ἐσήκωσε τὰ φουστάνια της ὑπεράνω τοῦ γόνατος, καὶ πατοῦσα εἰς τὰς γνωστὰς αὐτῇ ἐσοχᾶς τοῦ ἐσωτερικοῦ λιθοκτίστου τοῦ φρέατος, τὰς ἐπίτηδες κατασκευαζοµένας εἰς πᾶσαν ὀρυχὴν φρέατος, κατῆλθε µέχρι τῆς ἐπιφανείας τοῦ ὕδατος.
Οὐδαµοῦ ἐφαίνετο ἡ µικρά.
Τὸ βάθος τοῦ ὕδατος ἦτο τρὶς ἴσον µὲ ἀνάστηµα ἀνδρὸς καὶ ἡ Ἀθηνιῶ δὲν ἠδύνατο νὰ προχώρηση κατωτέρω.
Ἐν τῷ µεταξὺ εὑρέθη καὶ ὁ κουβᾶς, καὶ κατεβιβάσθη µέχρι τῶν χειρῶν τῆς Ἀθηνιῶς.
Αὕτη ἔλαβε τὸ σχοινίον καὶ ἤρχισε νὰ περιστρέφη τὸ ἰβάνιον ἐντὸς τοῦ ὕδατος.
Ἡ θεία-Σοφούλα ὠλόλυζε καὶ ἔσχιζε τὰς παρειάς της. Ἡ καρδία της δὲν ἠσθάνετο πλέον τῆς ἐλπίδος τὴν θαλπωρήν...
Τέλος τὸ ἰβάνιον προσέκοψεν εἰς σῶµά τι ἀνερχόµενον. Ἡ µικρὰ ἀνέβη εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, ἀλλ᾿ ἦτο ἤδη πτῶµα... Ἡ κεφαλή της δεινῶς µεµωλωπισµένη. Κατενεχθεῖσα σφοδρῶς εἰς τὸ ὕδωρ εἶχε
κτυπήσει ἐπὶ τοῦ λίθου, ἐζαλίσθη, κατέπιε πολὺ νερὸν καὶ δὲν ἀνῆλθε ταχέως εἰς τὴν ἐπιφάνειαν...
Ἐπὶ τῆς ζωῆς της ἐπαρηγορήθη ἡ θεία-Σοφούλα διὰ τὸ οἰκτρὸν τοῦτο ἀτύχηµα. Ἴσα-ἴσα ἡ τελευταία βαπτιστική της!...
∆ιετήρησε δὲ τὴν πρὸς τὴν ἀθῴαν νεκρὰν στοργὴν τῆς µέχρι εὐσεβοῦς προλήψεως.
Ζήσασα ἐπὶ ἱκανὰ ἔτη ἀκόµη, κατεσκεύαζεν ἀνελλιπῶς κατ᾿ ἔτος τὴ Μ. Πέµπτη τὴν κοκκώνα τῆς ἀτυχοῦς µικρᾶς, καὶ τὴν Κυριακὴν τοῦ Πάσχα, ἅµα ἐπέστρεφε τὸ πρωὶ ἀπὸ τῆς λειτουργίας τῆς Ἀναστάσεως, ἤνοιγε τότε µόνον τὸ ἄχρηστον µείναν φρέαρ
καὶ ἔρριπτεν εἰς τὸ ὕδωρ τὴν κοκκώνα καὶ τὰ κόκκινα αὐγὰ τῆς µικρᾶς Σοφούλας της.
Ἐβεβαίου δὲ ἡ ἀγαθὴ γυνὴ ὅτι ἀνεξήγητος εὐωδία ἀνήρχετο τότε ἀπὸ τοῦ ὕδατος, ὡς θυµίαµα ἀθῴας ψυχῆς ἀναβαῖνον πρὸς τὸν θεάνθρωπον Πλάστην.


(1888)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου