" Επάνω σ' ένα ακοίμητο αερόστατο
ατενίζουμε το καθάριο χρώμα τ' ουρανού,
τις ανθισμένες κοιλάδες του μυαλού,
την ανεξίτηλη θαλασσινή δροσιά,
τους ορεινούς στυλοβάτες της απεραντοσύνης...
Οι ψυχές μας γίνονται συνοδοιπόροι..."

Σας καλωσορίζω στο ιστολόγιό μου ελπίζοντας να κάνουμε πολλά ταξίδια - ονειρικά και μακρινά - στο χώρο του πνεύματος, της τέχνης και της δημιουργίας...

Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014

     


       Αγάπης παυσίπονο



Με τυφλώνει τόσο φως…
Θολώνει ο εναγκαλισμός με το Θεό,
η περίσσια ανάσα του μικρού βρέφους
που έρχεται  να…
Άραγε αγγίζει τις ψυχές των συνδαιτυμόνων;
Απαλύνει την ανία της άλογης κακότητας;
Απομακρύνει τα  πένθιμα βέλη της οργής;
Άραγε πότε θα ξημερώσουν Χριστούγεννα για όλους μας; 

Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014



Krakow - Poland




Μήπως εκπαιδεύουμε «ανήμπορα» παιδιά;


Του κάνετε «εσείς» όλα τα μαθήματα, το ντύνετε «εσείς», συμμαζεύετε «μόνον εσείς» τα παιχνίδια του… Τι  γίνεται όμως τελικά το παρακάνουμε εξυπηρετώντας τα για τα πάντα; Μήπως μεγαλώνουμε ανήμπορα παιδιά; Και πόσο κακό κάνει στα παιδιά αυτό που οι ειδικοί ονομάζουν «μαθημένη αβοηθησία»;  
«Μαθημένη αβοηθησία» ονομάζεται στην ψυχολογία η κατάσταση κατά την οποία ο άνθρωπος, μέσα από τις εμπειρίες της ζωής του που του έδειξαν δε μπορεί να αντιμετωπίσει κάτι «επώδυνο», παραδίδεται στη «μοίρα» του (δηλαδή σ’ αυτό το επώδυνο) και σταματά να αντιδρά.
Η «Μαθημένη αβοηθησία» (ή όπως είναι ο όρος στα αγγλικά Learned Helplessness) χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον ερευνητή ψυχολόγο Martin Seligman το 1967, προκειμένου να περιγράψει την κατάσταση ενός ανθρώπου που έχει μάθει να συμπεριφέρεται αβοήθητα και αδυνατεί να ανταποκριθεί στις δύσκολες συνθήκες ακόμα και αν υπάρχουν ευκαιρίες για να βοηθήσει τον εαυτό του. Σχετίζεται άμεσα με την πεποίθηση «δεν είμαι ικανός να κάνω κάτι» γιατί δεν είμαι αρκετά καλός, έξυπνος, ταλαντούχος. Πρόκειται δηλαδή για συμπεριφορά που καθοδηγείται από την πεποίθηση «δεν μπορώ». 
Πώς καλλιεργούν οι γονείς τη «μαθημένη αβοηθησία»;  
Όλοι οι γονείς θέλουν να έχουν παιδιά ανεξάρτητα που να πιστεύουν στον εαυτό τους και στις ικανότητές τους, και να μπορούν να αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους. Ωστόσο, πολλοί από εμάς συχνά ανατρέπουμε τις πραγματικές μας προθέσεις ακόμα και ασυνείδητα, ενισχύοντας τα συναισθήματα αβοηθησίας και ανικανότητας των παιδιών. Είτε από κεκτημένη ταχύτητα είτε από καλή πρόθεση κάνουμε εμείς τα πάντα για τα παιδιά μας, χωρίς να σκεφτούμε τι μπορούν να κάνουν αυτά για την καθημερινότητά τους. 
Μήπως τα σπρώχνω στη μαθημένη αβοηθησία; 
Σκεφτείτε τον τρόπο που επικοινωνείτε με τα παιδιά σας. Χρησιμοποιείτε λέξεις και φράσεις που χτίζουν την αυτονομία και την ανεξαρτησία, ή μήπως ακόμα και άθελά σας η επικοινωνία και η συμπεριφορά σας διδάσκει στα παιδιά το αντίθετο; 
Πόσο συχνά λέτε στα παιδιά «Άσε, θα στο φέρω εγώ, θα το κάνω εγώ για σένα, θα το χειριστώ εγώ, θα έρθει κόσμος και μάζεψα τα πράγματά σου, αυτό είναι πολύ δύσκολο για σένα»; Κάθε φορά που ένας ενήλικας κάνει για το παιδί πράγματα που μπορεί να κάνει από μόνο του, μεταφέρει το μήνυμα ότι ξέρει περισσότερα ή καλύτερα. Ακόμα και αν αυτή είναι η αλήθεια, τα παιδιά χρειάζονται και θέλουν να μάθουν να κάνουν τις επιλογές τους, να παίρνουν τις αποφάσεις τους και να κάνουν πράγματα μόνα τους. Όταν οι γονείς ή οι ενήλικες παρεμβαίνουν συνεχώς σε ευθύνες και δραστηριότητες των παιδιών, εμποδίζουν την ανάπτυξη και τη βελτίωση δεξιοτήτων που απαιτούνται στην ενήλικη ζωή. αιτίες μπορεί να βρίσκονται στην παιδική ηλικία ενός ατόμου, στο οποίο δεν υπήρχαν σαφή όρια, κανόνες και συνέπειες και άρα δεν έμαθε πως μπορεί να ορίζει και να έχει τον έλεγχο των καταστάσεων. 

Πώς να το βοηθήσουμε να ξεπεράσει την «ανημπόρια»;
  
1. Μην υποκύπτετε στις απαιτήσεις του: Συνήθως οι γονείς που κάνουν πάρα πολλά για το παιδί τους αναλαμβάνοντας όλες τις ευθύνες του, το κάνουν υπερβολικά απαιτητικό. Αν και όλα τα παιδιά μπορεί να γίνουν απαιτητικά ή παραπονιάρικα σε ένα βαθμό, όταν το παιδί ζητά συνεχώς πράγματα και σπεύδουν οι γονείς να τα ικανοποιήσουν αντί να αφήσουν το παιδί να εξυπηρετήσει τον εαυτό του, τότε κατά πάσα πιθανότητα το παιδί θα αναπτύξει ένα ισχυρό αίσθημα ανικανότητας που θα το επιδεικνύει αργότερα σε πολλούς τομείς της ζωής του.

2. Διδάξτε του την υπομονή: Το παιδί αρχίζει και μαθαίνει ότι οι γονείς είναι αυτοί που θα του βρουν απαντήσεις και λύσεις σε οτιδήποτε, με αποτέλεσμα να παραιτείται από κάθε προσπάθεια. Στην πραγματικότητα όμως τα παιδιά είναι σε θέση και μπορούν να λύνουν πολλά πράγματα από μόνα τους. Μπορεί να χρειαστεί περισσότερη προσπάθεια και υπομονή από την πλευρά τους και λιγότερη εμπλοκή από τους γονείς, στο τέλος όμως θα μπορέσουν να τα καταφέρουν! 

3. Μάθετε το να παίρνει πρωτοβουλίες:  Αν οι γονείς πιάνουν τον εαυτό τους να αναλαμβάνουν συνεχώς τις ευθύνες των παιδιών όπως να συμμαζεύουν τα δωμάτιά τους, να μαζεύουν τα πιάτα τους, να κάνουν τα καθήκοντα του σχολείου, τότε θα πρέπει να σκεφτούν ότι όλες αυτές οι συμπεριφορές σε καμία περίπτωση δεν βοηθούν τα παιδιά να μάθουν να λειτουργούν ανεξάρτητα και με υπευθυνότητα. Μπορεί να φαίνεται στους γονείς πιο εύκολο και πιο αποτελεσματικό, όμως θα πρέπει να θυμούνται ότι πολύ σύντομα τα παιδιά θα βρεθούν αντιμέτωπα με την ανάληψη ευθύνης ως έφηβοι και ως ενήλικες. Όταν οι γονείς αναλαμβάνουν τα πάντα για τα παιδιά, είτε από ενοχή ή εξάντληση, είτε επειδή θέλουν απλά να γίνει η δουλειά πιστεύοντας πως αυτή είναι η εύκολη διέξοδος, δημιουργούν στα παιδιά εξάρτηση αντί για αυτονομία

4. Αποφύγετε να είστε υπερπροστατευτικοί: Όταν ένα άτομο μεγαλώνει σε ένα υπερπροστατευτικό περιβάλλον, στο οποίο όλα του δίνονται απλόχερα και χωρίς κόπο και άρα δεν του δίνεται η ευκαιρία να νιώσει προσμονή, υπομονή για κάτι που επιθυμεί και απογοήτευση για κάτι που χάνει, είναι φυσικό να παραδίδεται στην απάθεια. 

Από την Debbie Pincus, MS LMHC (www.empoweringparents.com)
  http://www.imommy.gr/



Αρχαία Ελληνικά πολιτεύματα 
Επιχειρώντας να περιγράφει το αθηναϊκό πολιτικό σύστημα. ο Περικλής του Θουκυδίδη προβάλλει μιαν αντίθεση ανάμεσα στη «δημοκρατία» και την «ελευθερία»: 
ελλείψει άλλων όρων – αναφέρει – συνηθίσαμε να προσδιορίζουμε αυτό καθεστώς ως δημοκρατία, επειδή το πλήθος συμμετέχει στην πολιτεία· στην πραγματικότητα ωστόσο πρόκειται για ένα ελεύθερο πολιτικό σύστημα (ελεύθερος να πολιτεύομαι). 
Σ’ ένα βαθμό, λοιπόν, ο ρήτορας παρουσιάζει τη δημοκρατία και την ελευθερία με αντιθετικό τρόπο, βέβαια αυτός ο επιτάφιος δεν αποτελεί ακριβώς «μνημείο της αθηναϊκής δημοκρατίας», όπως τον θεωρούσε ένα μέρος των ερμηνευτών του (ανάμεσα στους οποίους ο Πλάτωνας παρουσιάζει μια παρωδία του στον Μενέξενο, μέσα από την απαγγελία του επιτάφιου από την Ασπασία). 
Άλλωστε το εγκώμιο της Αθήνας, που περιέχεται στον επιτάφιο του Περικλή, φθάνει σ’ εμάς μέσω ενός διπλού φίλτρου: 
το πρώτο συνίσταται στον ίδιο το λογοτεχνικό χαρακτήρα του επικήδειου λόγου, που μετατρέπεται αναπόφευκτα σε πανηγυρικό· 
το δεύτερο οφείλεται στην προσωπικότητα του ρήτορα, του πολιτικού άνδρα, ο οποίος κατά την κρίση του Θουκυδίδη, είχε στην πραγματικότητα παραποιήσει το δημοκρατικό σύστημα, διατηρώντας μόνο τα επιφανειακά του χαρακτηριστικά. 
Η ίδια η λέξη που χρησιμοποιεί (δημοκρατία) δεν προσιδιάζει στη δημοκρατική γλώσσα, η οποία χειρίζεται συνήθως τον όρο δήμος (στις διάφορες σημασίες του)· μια τυπική, για παράδειγμα, έκφραση των δημοκρατών ήταν: λύειν τον δῆμον, δηλαδή καταλύω, ή επιχειρώ να καταλύσω τη δημοκρατία
Η δημοκρατία, αντίθετα, αποτελεί αρχικά, ένα βίαιο και πολεμικό όρο («η κυριαρχία του δήμου»), επινοημένο από τους εχθρούς της δημοκρατικής οργάνωσης και όχι όρο που θυμίζει συνύπαρξη. 
Εκφράζει την κυριαρχία ενός μέρους του πληθυσμού, ο οποίος δεν μπορεί παρά να υποδηλωθεί με ταξικούς όρους: έτσι ο Αριστοτέλης, για να το αποσαφηνίσει αυτό, διατυπώνει το παράδοξο εικονικό παράδειγμα, σύμφωνα με το οποίο, σε μια κοινότητα 1.300 πολιτών, η κυριαρχία 300 απόρων (αν βέβαια υπάρχουν τόσοι) συνιστά μια «δημοκρατία». Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα η δημοκρατία εμφανίζεται τελικά με τα τυπικά χαρακτηριστικά της τυραννίας: όταν επιδιώκει ο δήμος να είναι υπεράνω του νόμου, ποιεῖν ὅ,τι βούλεται, διεκδικεί ουσιαστικά ένα χαρακτηριστικό προνόμιο του τυράννου.
Στην αθηναϊκή πολιτική γλώσσα εμφανίζεται, επίσης, ένα σύνολο όρων και εννοιών που ταυτίζει την ελευθερία και τη δημοκρατία από τη μια, και την ολιγαρχία και την τυραννία από την άλλη.
Ο Θουκυδίδης μάς δίνει σχετικές πληροφορίες στο 8ο βιβλίο του (Η’. 68), όπου κάνει τον απολογισμό των συνεπειών του ολιγαρχικού πραξικοπήματος του 411 π.Χ. – ενός προσωρινού και βίαιου πραξικοπήματος, αιματηρού αλλά κυρίως απρόσμενου, όπως σημειώνει ο Θουκυδίδης: του πρώτου ολιγαρχικού πειράματος εκατό χρόνια μετά την εξορία των τυράννων. Αφού λοιπόν περιγράφει με εγκωμιαστικό τρόπο τους τρεις κύριους υπεύθυνους του πραξικοπήματος, στη συνέχεια σχολιάζει: «Βέβαια μόνο πρόσωπα αυτού του διαμετρήματος μπορούσαν να πραγματοποιήσουν μια τόσο μεγάλη επιχείρηση: να στερήσουν από το λαό της Αθήνας την ελευθερία του, εκατό χρόνια αφότου είχε εκδιώξει τους τυράννους».
Σ’ αυτή την περίπτωση είναι προφανές ότι ο Θουκυδίδης ταυτίζει το δημοκρατικό καθεστώς με την έννοια της ελευθερίας, όπως ακριβώς στο 4ο βιβλίο χαρακτηρίζει -περιγράφοντας το φόβο που επικράτησε στην Αθήνα μετά το μυστηριώδη και σκανδαλώδη ακρωτηριασμό των αγαλμάτων του Ερμή – ως «ολιγαρχική και τυραννική» τη συνωμοσία που κρυβόταν, σύμφωνα με τους φόβους των Αθηναίων, πίσω από το φρικιαστικό και φαινομενικά ανεξήγητο αυτό σκάνδαλο. Εδώ η ανασύσταση των εννοιών αντανακλά, πλήρως, αυτό που υπογραμμίσαμε στο 8ο βιβλίο: από τη μια ελευθερία=δημοκρατία (καταλύω τη δημοκρατία σημαίνει στερώ από τους Αθηναίους την ελευθερία τους. που είχαν κατακτήσει εκδιώκοντας τους τυράννους), από την άλλη τυραννία=ολιγαρχία (δηλαδή μια συνωμοσία που αποσκοπεί σε μια κυβέρνηση μειοψηφίας· επομένως η κατάλυση της δημοκρατίας είναι ταυτόχρονα «ολιγαρχική» και «τυραννική»). Πρόκειται για μια γλώσσα, ωστόσο, σε πλήρη ασυμφωνία με τα ιστορικά δεδομένα, αφού οι αριστοκράτες, βοηθούμενοι από τους συμμάχους τους Σπαρτιάτες, ήταν οι πρωταίτιοι της πτώσης της τυραννίας, με τη μορφή της οποίας αντίθετα εκδηλώθηκε ακριβώς η αρχαία δημοκρατία.
Η λύση αυτής της φαινομενικής αντινομίας μάς παραπέμπει εκ νέου στη συμφωνία που εδραίωσε τη δημοκρατία στην Ελλάδα την κλασική εποχή: τη συμφωνία ανάμεσα στο λαό και τους άρχοντες, όπου δέσποζε το πνεύμα, η πολιτική κουλτούρα και η γλώσσα των τελευταίων στη διοίκηση της δημοκρατικής πολιτείας. Γι’ αυτούς, λοιπόν, η δημοκρατία ήταν ένα επιθυμητό καθεστώς στο βαθμό που ήταν συνώνυμο της «ελευθερίας» (δεν είναι τυχαίο ότι ο Περικλής χρησιμοποιεί αδιάφορα τη λέξη δημοκρατία, ενώ απαιτεί ταυτόχρονα ένα καθεστώς «ελευθερίας» για την πολιτεία των Αθηναίων: ένα καθεστώς απαλλαγμένο από κάθε «τυραννικό» κατάλοιπο).
Ιδού, λοιπόν, ποια είναι η εμπειρική καταγωγή της. χαρακτηριστικής για τους Έλληνες στοχαστές, συστηματικής ταξινόμησης, που αποβλέπει στο διαχωρισμό κάθε φορά των πολιτικών μορφών σε δύο υπο-είδη, το καλό και το κακό. Αυτή η απάντηση, άλλωστε, στην αντινομία που αναφέρθηκε προηγούμενα. θα γίνει γρήγορα αντιληπτή από την ελληνική σκέψη. Τη συναντούμε ήδη θεωρητικοποιημένη στον Αριστοτέλη, ο οποίος μάλιστα θα χρησιμοποιήσει δύο διαφορετικούς όρους: Θα ονομάσει πολιτεία τη «χρηστή» δημοκρατία, ενώ τη δημοκρατία που δεν σέβεται την ελευθερία θα την αποκαλέσει, όπως αναμενόταν, δημοκρατία.
Αλλά η διάκριση αυτή είναι εξίσου παρούσα στη διαμάχη γύρω από το πολίτευμα, που παρουσιάζει ο Ηρόδοτος. Οι τρεις παρεμβάσεις που συνθέτουν αυτή τη συζήτηση (ή καλύτερα η σύνοψή τους) προβάλλουν την ίδια υπόθεση: κάθε μορφή πολιτικού καθεστώτος εκφυλίζεται στην αρνητική του όψη· 
αυτή η διαδικασία του εκφυλισμού καθιερώνει έναν ιστορικό κύκλο, όπου γίνεται η μετάβαση από το ένα καθεστώς στο άλλο. Με αυτή την έννοια η παρέμβαση του Δαρείου ήταν η σαφέστερη, θέτοντας άμεσα το θέμα του διαχωρισμού οιασδήποτε πολιτικής μορφής στην «εξιδανικευμένη» εκδοχή της και στη συγκεκριμένη πραγματοποίησή της.
Η «κυκλική» θεωρία
ΗI συζήτηση των τριών εκτυλίσσεται ως εξής: ο Δαρείος σημειώνει ότι καθεμιά από τις τρεις πολιτικές μορφές χαρακτηρίζεται πράγματι από δυο αντίθετα στοιχεία· ο Οτάνης κάνει απολογισμό των τυπικών ελαττωμάτων της μοναρχικής εξουσίας και εξυμνεί, με ορισμένες εύστοχες παρατηρήσεις, τη δημοκρατία. Ο Μεγάβυζος, αντίθετα, επιδοκιμάζει μεν την κριτική στη μοναρχική εξουσία αλλά ανατρέπει τη θετική εικόνα της δημοκρατίας, εξυμνώντας την αριστοκρατία. 
Στη συνέχεια, ο Δαρείος, με τη σειρά του αναλαμβάνει, με ιδιαίτερο μάλιστα ζήλο να προβάλει τα ελαττώματα της αριστοκρατικής διακυβέρνησης και ανατρέποντας ριζικά την αφετηριακή του θέση να πλέξει το εγκώμιο της μοναρχικής εξουσίας. Έχοντας, λοιπόν, απέναντι του τον πλήρη πίνακα των έξι δυνατών αξιολογικών διακρίσεων των τριών συστημάτων, ο Δαρείος αρχίζει την παρέμβασή του λέγοντας ότι «στα λόγια» (Γ’. 80. 1: τῷ λόγῳ - που είναι η μόνη σωστή ανάγνωση, η οποία διασώθηκε από τον Στοβαίο), τα τρία καθεστώτα είναι «έξοχα». Υπογραμμίζει, λοιπόν, το γεγονός ότι υπάρχει μια θετική παραλλαγή καθενός από τα τρία πρότυπα, η οποία διέπεται αμιγώς από τις «θεωρητικές» προϋποθέσεις (αυτό ακριβώς σημαίνει ο λόγος) στις οποίες βασίζονται τα πρότυπα αυτά.
Αυτό συνεπάγεται, – σημειώνει ο Δαρείος – τουλάχιστον σε ό, τι αφορά την αριστοκρατία και τη δημοκρατία, ότι η αρνητική τους όψη προβάλλει ακριβώς όταν περνάμε από τον ορισμό τους στην πρακτική.
Προχωρώντας περισσότερο, παρουσιάζει δύο τύπους μετάβασης από το ένα καθεστώς στο άλλο. Παρατηρεί, λοιπόν, ότι η δημοκρατία και η αριστοκρατία, στην υλοποιημένη τους μορφή, οδηγούν με την πρακτική τους σε μια τέτοια αποδιοργάνωση του αστικού συστήματος, απ’ όπου στη συνέχεια προβάλλει η αναγκαιότητα ενός μονάρχη: η μοναρχική εξουσία, επομένως, η οποία γεννιέται συνήθως με μιαν αιματηρή στάση, είναι το επακόλουθο της πρακτικής αποτυχίας των δύο άλλων πολιτικών μορφών. Ωστόσο, μια φαύλη μοναρχία με τη σειρά της, γεγονός που γνωρίζει φυσικά ο Δαρείος, μπορεί να οδηγήσει εκ νέου σε στάση: 
έτσι την επομένη της πτώσης του Καμβύση (τέλεια ενσάρκωση του τυράννου) και του εμφύλιου πολέμου που προκάλεσε ο σφετεριστής του θρόνου (ο ψευδό-Σμέρδης) οι Πέρσες αξιωματούχοι θα αναζητήσουν την πολιτική μορφή της Περσίας σε άλλους τύπους πολιτεύματος, μετά τα καταστροφικά αποτελέσματα της μοναρχίας. Ήταν πλέον καθαρό, ιδιαίτερα μέσα στη συγκυρία στην οποία εκτυλισσόταν η συζήτηση ότι η μετάβαση από τη μια μορφή πολιτεύματος στην άλλη συντελείτο με επώδυνο τρόπο: τη στάση και τον εμφύλιο πόλεμο.
Ο Δαρείος θα επικρατήσει επομένως στη διαμάχη, αλλά στο πεδίο της ιστορίας και όχι της διαλεκτικής: από αποδεικτική άποψη τα επιχειρήματα του προστίθεντο σ’ αυτά των συνομιλητών του δεν τα καταργούσαν. Σε διαλεκτικό επίπεδο η συζήτηση δεν είχε νικητές και ηττημένους και δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά, αφού το «ανοιχτό» συμπέ­ρασμά της συμφωνούσε με την κυκλική διαδοχή των «πολιτευμάτων», με αυτή την ατέρμονη εξέλιξη όπου το καθένα επικρατεί χάρη στα ελαττώματα του άλλου και οικοδομείται πάνω στα ερείπιά του. 
Όλες οι κατοπινές προσεγγίσεις της ελληνικής πολιτικής σκέψης θα έχουν την αφετηρία τους στον Ηρόδοτο. Όταν, λοιπόν, ο Θουκυδίδης θα αντιμετωπίσει το παράδοξο γεγονός της βραχύβιας αποτυχίας της ολιγαρχικής κυβέρνησης των Τετρακοσίων – η οποία αποτελείτο, ωστόσο, από «προσωπικότητες πρώτου μεγέθους» – θα καταφύγει στην ερμηνεία του Δαρείου σχετικά με την αναπόφευκτη αποτυχία οιασδήποτε αριστοκρατίας, επιτιμώντας ο ίδιος με τη σειρά του τον αρχηγικό ανταγωνισμό που αποβλέπει στην απόκτηση ηγεμονικών θέσεων (Η’, 89. 3). Ενώ αναφερόμενος στο πέρασμα από τη μια πολιτική μορφή στην άλλη, προορισμένη επίσης να ηττηθεί, θα διατυπώσει εκ νέου την ιδέα του «τμήματος» του «κύκλου»: «Έτσι η ολιγαρχία, που προέβαλε μέσα από την κρίση της δημοκρατίας, καταρρέει».
Η εξέλιξη, λοιπόν, των μορφών του πολιτεύματος εμφανίζεται σαν μια παλιρροϊκή κίνηση και η εικόνα αυτή θα δεσπόσει στη θεωρητική σκέψη που θα επικρατήσει στη συνέχεια από το 8ο βιβλίο της Πολιτείας του Πλάτωνα μέχρι και το 3ο βιβλίο των Πολιτικών του Αριστοτέλη, στο οποίο υπάρχει μια αφθονία παραδειγμάτων για τους πολιτικούς κλυδωνισμούς των ελληνικών πόλεων (των 158 Πολιτειών, ανάμεσα στις οποίες το παράδειγμα της Αθήνας μάς μεταφέρθηκε σχεδόν ακέραιο). 
Η προσπάθεια να προσδιοριστεί αυτή η διαδικασία περάσματος από το ένα καθεστώς στο άλλο θα αποτελέσει άλλωστε το αντικείμενο έρευνας και θεωρητικών αναζητήσεων αρκετών μεταγενέστερων στοχαστών, από τον όψιμο Όκελλο τον Λευκανό μέχρι τον Πολύβιο, οι οποίοι θα συνδέσουν την εμπειρική τους έρευνα με τη φιλοσοφική ιδέα μιας «επιστροφής», μιας «ανακύκλωσης».
Για να βελτιωθεί η αέναη επανάληψη του κύκλου, υπάρχει το «μεικτό» πολίτευμα: ένα σύστημα, δηλαδή, το οποίο περιλαμβάνει τα καλύτερα στοιχεία των τριών τύπων και αποσκοπεί να μετριάσει τις αρνητικές τους πλευρές (ή έχει την αυταπάτη ότι μπορεί να το κάνει), εξουδετερώνονται τα καταστροφικά ή αυτοκαταστροφικά φαινόμενα που παράγουν. 
Έναν τέτοιο υπαινιγμό, ότι μια «μεικτή» μορφή θα ήταν ιδιαίτερα θετική, τον συναντούμε ήδη στον Θουκυδίδη (Η’. 97), όταν ο ιστορικός εγκωμιάζει το εφήμερο πολιτικό σύστημα που εγκαθιδρύθηκε στην Αθήνα στη διάρκεια της πτώσης των Τετρακοσίων. Στην πραγματικότητα, αυτό το σύστημα – γνωστό ως καθεστώς των Πέντε Χιλιάδων- δεν ήταν και τόσο «μεικτό». Επρόκειτο για ένα καθεστώς που ο Αριστοτέλης θα χαρακτήριζε ολιγαρχικό, αφού στηριζόταν στον περιορισμό της ιδιότητας του πολίτη ανάλογα με την καταβαλλόμενη εισφορά. 
Άλλωστε και οι υπόλοιπες θεωρητικές αναζητήσεις γύρω από το «μεικτό» καθεστώς – του Αριστοτέλη και κυρίως των μαθητών του, Θεοφράστου, Δικαιάρχου και Στράτωνα – διακρίνονταν εξίσου, για την απουσία αυτού του τυπικού χαρακτηριστικού της δημοκρατίας, της παραχώρησης, δηλαδή, ανεξαιρέτως σε όλους της ιδιότητας του πολίτη, συμπεριλαμβανομένων και των απόρων.
Επρόκειτο, λοιπόν, ουσιαστικά για ολιγαρχικά καθεστώτα. Ωστόσο, αυτό το θέμα του «μεικτού» πολιτεύματος θα κυριαρχήσει στην ελληνική σκέψη της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής εποχής. 
Αντιμέτωπος, μάλιστα, με τη σύνθετη και πρωτότυπη λύση που δόθηκε από τη ρωμαϊκή πόλιν στο πρόβλημα της ιδιότητας του πολίτη και στο θέμα της απαραίτητης σύνδεσης με μια σταθερή και ισχυρή εξουσία, ο Πολύβιος θα θεωρήσει ότι βρήκε στη Ρώμη το συγκεκριμένο και βιώσιμο τύπο αυτής της μορφής του μεικτού καθεστώτος. Το 6ο βιβλίο των Ιστοριών – τοποθετημένο συμπτωματικά μετά το χρονικό της τρομερής ήττας στις Κάννες και προορισμένο να αποσαφηνίσει τους λόγους της επιβίωσης της Ρώμης μετά από μια πανόμοια ήττα- είναι ολοκληρωτικά αφιερωμένο στη μορφή του ρωμαϊκού πολιτεύματος, το οποίο θεωρείτο ως ένα έξοχο παράδειγμα «μεικτού» καθεστώτος.
Με τον Πολύβιο, όμως, πρέπει να σταματήσουμε την παρουσίαση της «ελληνικής περί πολιτικής αντίληψης». Υπό την επίδραση, κατ’ αρχήν, των μεγάλων ελληνιστικών μοναρχιών και κατόπιν της ρωμαϊκής πόλεως, η ελληνική σκέψη – και εφεξής η ελληνιστικό-ρωμαϊκή σκέψη – θα ακολουθήσει πλέον καινούριους δρόμους. 
Εδώ αρχίζει μια άλλη ιστορία…

http://theancientweb.wordpress.com/

Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2014



Μετρώντας τις “εισπράξεις” από τα κάλαντα...



Η πολεμική αρετή των Ελλήνων: Το περιεχόμενο, η σημασία και οι εκφράσεις της!


Η πολεμική αρετή των Ελλήνων: Το περιεχόμενο, η σημασία και οι εκφράσεις της!

Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ

Αρετή καλείται το σύνολον των σωματικών, πνευματικών και ψυχικών προσόντων που εκφραζόμενα ομού αποβλέπουν και συντείνουν προς το καλόν και το αγαθόν.
Το καλόν και το αγαθόν προσλαμβάνουν εκάστοτε διαφορετικές έννοιες, ανάλογα την ιστορική εποχή, τις θρησκευτικές αντιλήψεις και την κοινωνική διάρθρωση ενός λαού. Έτσι άλλη έννοια προσλαμβάνει η αρετή στον έντονα θρησκευόμενο, άλλη στον πολεμιστή και άλλη στον πνευματικό δημιουργό, ή στον πολιτευόμενο των διαφόρων ιστορικών εποχών.
Η αρετή σαν περιεχόμενο έχει να κάνει με το είδος των ιδεών ή ιδεωδών που διαπνέουν το άτομο κα το καθοδηγούν, ώστε να είναι ενάρετο και σύμφωνο προς κάποια ιδέα ή ιδεώδες από τα οποία διαπνέεται. Στην συγκεκριμένη περίπτωση της πολεμικής αρετής, είναι η ιδέα της ατομικής – κοινωνικής – πολιτικής – ελευθερίας και ανεξαρτησίας που δημιουργεί την πολεμική αρετή στο άτομο και τον λαό. Η επιβίωση του έθνους των Ελλήνων επί χιλιετίες οφείλεται στην καλλιεργηθείσα από αυτούς εθνική πολεμική αρετή, που επέζησε μέχρι των ημερών μας.
Οι Έλληνες ουδέποτε υπήρξαν φιλοπόλεμοι. Απεναντίας υπήρξαν πάντα φιλειρηνικοί και η πρώτη στην ιστορία τους καταδίκη του πολέμου απαντάται στο αρχαιότερο κείμενο της Ελληνικής γραμματείας, στην Ιλιάδα του Ομήρου: «αφρήτωρ, αθέμιστος, ανέστιος εστίν εκείνος ός πολέμου έραται (Ραψωδία Ι, 63-64)». Πάντοτε οι Έλληνες προτιμούσαν την ειρήνη από τον πόλεμο. Όμως όταν ετίθετο το δίλημμα ειρήνη εν δουλεία ή πόλεμος για την ελευθερία προτιμούσαν τον πόλεμο, γιατί επίστευαν πως η ελευθερία ήταν αγαθό υπέρτερο της ειρήνης.


ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΑΡΕΤΗΣ

Η γεωστρατηγική θέσις της Ελλάδας είχε ως μοιραίο επακόλουθο να αντιμετωπίζει διαρκώς κινδύνους πολέμου και να αποδύεται συνεχώς σε αγώνες για την προάσπιση της ελευθερίας και ανεξαρτησίας της, χωρίς να φείδεται κόπων και θυσιών. Η διατήρηση της ύπαρξής της κατά την διαδρομή της ιστορίας μέχρι σήμερα οφείλεται στην πολεμική αρετή των Ελλήνων, που είχε πάντα πνευματικό και ηθικό περιεχόμενο και δεν ήταν μία απλή έκφραση πολεμικότητας με σκοπό την αρπαγή ξένων εδαφών ή αγαθών, όπως γινόταν από άλλους λαούς.
Οι έννοιες πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια ήσαν αυτές που έδιναν το πνευματικό και ηθικό περιεχόμενο στην πολεμική αρετή των Ελλήνων. Υπέρ βωμών και εστιών εμάχοντο ανέκαθεν οι Πανέλληνες. Οι βωμοί (θρησκεία) και οι εστίες (τόπος και οικογένεια) ήσαν τα ιερά που υπερασπίζονταν.
Η πολεμική αρετή των Ελλήνων από τε σοφίης κατεργασμένη και νόμου ισχυρού (Ηρόδοτος ΙΙ 102) έθετε την πατρίδα και τους θεσμούς της υπεράνω όλων και παρέμεινε αναλλοίωτος από τα βάθη των αιώνων έως σήμερον. Είχε δε ως συνέπεια την αδιάσπαστη συνέχεια του Ελληνικού έθνους σε μια μεγαλειώδη διαδρομή, της οποίας η αρχή χάνεται μέσα στην αχλύ των προϊστορικών μύθων. Εξέφραζε την σταθερή απόφαση των Ελλήνων του να ζήσουν ελεύθεροι προασπίζοντες τις υψηλές αξίες του ασύγκριτου πνευματικού των πολιτισμού. Η πολεμική ιστορία των Ελλήνων συνεπώς καθίσταται φάρος αειφεγγής των αιωνίων και υψηλών ιδεωδών του Ελληνισμού, πηγή ανεξάντλητος εθνικού φρονηματισμού για όλες τις ερχόμενες γενεές, διδάσκουσα πως μητρός τε και πατρός και των άλλων προγόνων απάντων τιμιώτερον εστίν η πατρίς (Πλάτων, Κρίτων κεφ. 12).


Η ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΑΡΕΤΗ ΤΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ

Οι Αθηναίοι υπήρξα εύψυχοι υπερασπιστές της ελευθερίας, όχι μόνον της ιδικής των, αλλά και των Πανελλήνων, ως απέδειξαν σε κρίσιμες ιστορικές στιγμές. Από του 18ου έτους έδιναν τον όρκο του πολίτη και στρατιώτη, όπως μας τον παραδίδει ο ρήτωρ Λυκούργος (κατά Λεωκράτους, 76): "ου καταισχυνώ όπλα τα ιερά, ουδ΄ εγκαταλείψω τον παραστάτη, αμυνώ δε και υπέρ ιερών και οσίων και μόνος και μετά πολλών, την πατρίδα δε ουκ ελάττω παραδώσω, πλείω δε και αρείω όσης αν παραδέξωμαι".
Οι Αθηναίοι κατά την περίοδο των Μηδικών πολέμων, στην μάχη του Μαραθώνος και στην ναυμαχία της Σαλαμίνος με την ανδρεία της πολεμικής των αρετής κατηύγασαν όλη την οικουμένη διαχρονικά με την πολεμική ευψυχία τους.


Η ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΑΡΕΤΗ ΤΩΝ ΣΠΑΡΤΙΑΤΩΝ

Η στρατιωτική αγωγή των Σπαρτιατών, από της νεαρής των ηλικίας, απέβλεπε στο να διεγείρει φρονήματα υψηλά και γενναία, ώστε να αναπτυχθεί σε αυτούς έντονο το αίσθημα της φιλοπατρίας. Ο Ξενοφών στην Λακεδαιμονίων πολιτεία (ΧΙΙΙ 5) μας σημειώνει πως: Τους μεν άλλους αυτοσχεδίους είναι των στρατιωτικών, Λακεδαιμονίους δε μόνους τω όντι τεχνίτας των πολεμικών. Η πολεμική αρετή των Ελλήνων με τους Σπαρτιάτες έφθασε στον Κολοφώνα (ύψιστο σημείο) της, όταν στις Θερμοπύλες, τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι, έπεσαν οι 300 μαζί με τον βασιλέα τον Λεωνίδα, υπερασπιζόμενοι τα ιερά και όσια όχι μόνον των Σπαρτιατών, αλλά και όλων των Πανελλήνων. Του Ξέρξου γράψαντος «πέμψον τα όπλα», αντέγραψε «μολών λαβέ» (Πλουτάρχου, Λακωνικά αποφθέγματα, 225, 11).


Η ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΑΡΕΤΗ ΤΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ

Συνεχιστές των αρχαίων Ελλήνων στην πολεμική αρετή υπήρξαν οι υπό τον Αλέξανδρο Μακεδόνες, που αντεκδικούμενοι τις Περσικές εκστρατείες κατά της Ελλάδας, δια της υπερόχου πολεμικής των αρετής κατέλυσαν με τις εκστρατείες των την βάναυση Περσική αυτοκρατορία και εχάρισαν την ελευθερία και αυτονομία σε πληθώρα λαών, τελούντων υπό δουλείαν. Μόνοι και ολίγοι εναντίων ασυγκρίτως έκαμψαν και εξεμηδένησαν την Περσική ισχύ. Στον Γρανικό, στην Ισσό και στα Γαυγάμηλα έλαμψε για μία ακόμα φορά η πολεμική αρετή των Ελλήνων και τα ονόματα Ελλάς και Έλληνες κατεστάθηκαν αρεστά και σεβαστά σ΄ όλη την τότε οικουμένη.


1821, 1940, ΟΙ ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΛΑΜΨΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΑΡΕΤΗΣ

Η, μετά τους Αλεξανδρινούς χρόνους υποταγή των Ελλήνων σε ξένους δυνάστες (Ρωμαιοκρατία 1100 ετών, Τουρκοκρατία 400 ετών), πολεμική αρετή των Ελλήνων υπέστη κάμψη, αλλά δεν εξέλιπε δια παντός. Ληθάργησε κοιμώμενη εντός της κυτταρικής μνήμης του γένους των Ελλήνων. Στην εθνεγερσία του 1821 εξύπνησε ακμαία στις καρδιές και τις ψυχές των Ελλήνων και απετίναξε τον βάρβαρο Τουρκικό ζυγό.
Μετά από 140 χρόνια πάλι η πολεμική αρετή των Πανελλήνων έλαμψε στα βουνά της Ηπείρου και της Αλβανίας. Λίγοι και με πενιχρά πολεμικά μέσα οι Έλληνες το 1940 κατενίκησαν τους πολυάριθμους και καλά εξοπλισμένους Ιταλούς, που θεωρούσαν πως η εισβολή τους στην Ελλάδα θα ήταν ένα απλός περίπατος. Οι Έλληνες με την εποποιία τους το 1940, όχι μόνο εφάνησαν αντάξιοι των αρχαίων προγόνων τους, αλλά και χάρισαν στους συμμάχους των την πρώτη νίκη κατά του Ιταλογερμανικού άξονος.

Σπύρος Παπαδάκης


Περί πειθαρχίας...



H πειθαρχία μέσα στο Σχολείο αποτελεί το πιο σημαντικό και πολυσύνθετο πρόβλημα που απασχολεί τόσο εκπαιδευτικούς όσο και γονείς σε όλο το δυτικό κόσμο. Αναμφισβήτητα, είναι ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα, ακόμα και για τους πιο έμπειρους ψυχοπαιδαγωγούς. Σε παλαιότερες εποχές όπως πριν 50 χρόνια πειθαρχία σήμαινε πλήρη υποταγή στο πνευματικό και πολιτικό κατεστημένο και έλλειψη διαλόγου...
   
Τί είναι όμως σήμερα η σχολική πειθαρχία; Ο όρος πειθαρχία στις μέρες μας είναι ένας όρος αμφιλεγόμενος, και πολυσήμαντος. 

schools-child

Ασφαλώς πειθαρχία δε σημαίνει να συμφωνώ σε όλα με τον καθηγητή που διατυπώνει τις προσωπικές του τοποθετήσεις στο μάθημα π.χ. της Έκθεσης Ιδεών (Νεοελληνικής Γλώσσας); Ασφαλώς όχι. Πολύ περισσότερο με τις προσωπικές υπαρξιακές ή πολιτικές του τοποθετήσεις. Το Δημοκρατικό Σχολείο που σήμερα είναι το ιδεώδες δεν είναι το αναρχικό Σχολείο. Οι Παιδαγωγικές θεωρίες για Σχολεία, χωρίς Πρόγραμμα, χωρίς Διοίκηση, χωρίς Δασκάλους έχουν ξεπεραστεί. 

Η σχολική πειθαρχία είναι η κοινωνικά παραδεκτή συμπεριφορά προς την οποία πρέπει να συμμορφώνονται πρώτα οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς και έπειτα οι μαθητές, γιατί θεωρείται απαραίτητη για την επίτευξη των βασικών στόχων του Σχολείου και της κοινωνίας γενικότερα. Είναι η υπεύθυνη συμπεριφορά που αποτελεί έκφραση της αυτόνομης ηθικής ανάπτυξης και βούλησης του ανθρώπου.

indiscipline-in-school

Η πειθαρχία αρχίζει από τη συμπεριφορά μέσα στην τάξη, συνεχίζει στην αυλή και φυσικά ξεπερνάει τόσο το χρόνο λειτουργίας του Σχολείου όσο και τον τόπο. (Αν κτυπήσει για παράδειγμα ένας μαθητής εκτός Σχολείου κάποιον άλλο μαθητή, αντιμετωπίζεται πειθαρχικά και από το Σχολείο του). Πρωταρχικός στόχος του Σχολείου που έρχεται αντιμέτωπος με φαινόμενα απειθαρχίας και παραβατικής συμπεριφοράς πρέπει να είναι οι ξεκάθαροι κανόνες λειτουργίας του Σχολείου, τους οποίους πληροφορούνται τόσο οι μαθητές όσο και οι γονείς και εφαρμόζουν οι Διδάσκοντες. 

Ο γονιός στην εφηβεία, την ηλικία της «φυσιολογικής ψύχωσης» 

Η εφηβική ηλικία είναι ένα πέρασμα από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση. Είναι μία ηλικία γεμάτη συναισθηματική αναστάτωση, εσωτερικές συγκρούσεις και διλήμματα. Είναι μία περίοδος μεταβατική όπου ο έφηβος για να καταλάβει τον εαυτό του, απομακρύνεται από τον κόσμο των γονιών και προσπαθεί να κτίσει την ταυτότητά του αναζητώντας την ανεξαρτησία του. Ο κόσμος των συνομηλίκων και της παρέας σ’ αυτή την ηλικία παίζει πολύ σημαντικό ρόλο. Σ’ αυτή την ηλικία συντελούνται οι μεγαλύτερες ψυχικές αλλαγές στον κόσμο του, που τον κάνουν ευάλωτο στο θυμό, τη διαμαρτυρία, τη βία, την παραβατική συμπεριφορά. Σ’ αυτή τη δύσκολη φάση χρειάζεται ο έφηβος τη σταθερότητα των γονιών του, την αγάπη, την ενθάρρυνση, τη φροντίδα.

discipline

Τα περισσότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι γονείς μπορούν να λυθούν με τη συζήτηση και την ενεργητική ακρόαση, δηλαδή την κατανόηση των νέων. Αυτό βέβαια δε σημαίνει και τη δικαιολόγηση ή την ταύτισή τους με τα "θέλω" των εφήβων. 

Η συμβολή των γονέων στην πορεία για την ενηλικίωση είναι πολύ σημαντική. Σ’ αυτό βοηθάει το συγκροτημένο οικογενειακό περιβάλλον, οι  κανόνες και οι αρχές που έχουν όλα τα μέλη. Το να αναγκαστεί ο νέος να στηριχτεί μόνο στην παρέα των συνομηλίκων και να επηρεάζεται μόνο από αυτή, τον κάνει να αισθάνεται ανασφάλεια. 

Αντίθετα ο έφηβος αισθάνεται ανακούφιση και ασφάλεια όταν οι γονείς του έχουν άποψη και τον καθοδηγούν βασιζόμενοι σε σταθερές αρχές και αξίες. Χρειάζονται οι γονείς να βάζουν κανόνες και όρια για να διαμορφώσουν ευτυχισμένες και ανεξάρτητες προσωπικότητες, που θα αναλάβουν στο μέλλον τις ευθύνες τους. 

Πρέπει να αποφεύγονται όμως οι ακρότητες. Οι πολλοί αυστηροί γονείς όπως και οι αναποφάσιστοι και επιτρεπτικοί γονείς είναι το ίδιο επιβλαβείς για τους εφήβους.  Άλλο τόσο βλαπτικοί για την ψυχολογία των εφήβων είναι οι γονείς που έχουν κακές σχέσεις μεταξύ τους. Το διαζύγιο δεν είναι πάντα καταστροφικό, εξαρτάται από την ποιότητα των σχέσεων. Αντίθετα είναι εξαιρετικά καταστροφική η «συμβατική συμβίωση» γονέων σε ένα σπίτι εφήβων. 


childpunished

Καταλαβαίνω, γιατί είμαι και εγώ γονιός 3 εφήβων, πώς αισθάνονται κάποιοι γονείς που πληροφορούνται ότι ενδεχομένως τα παιδιά είτε εκδηλώνουν μια αποκλίνουσα συμπεριφορά (κάπνισμα, χρήση ουσιών, μικροκλοπές) είτε ενδεχομένως συμμετείχαν σε παράνομες, βίαιες και επικίνδυνες πράξεις. Αισθάνονται ότι βρίσκονται σε αδιέξοδο και αναζητούν απαντήσεις στο γιατί σε μένα; Γιατί σε μας. 

Ο πανικός και η υπερβολική αυστηρότητα δεν είναι καλοί σύμβουλοι. Το να θεωρήσουμε ότι κάποιες φορές οι ανεπιθύμητες αντιδράσεις των εφήβων προκύπτουν επειδή δυσκολεύονται να κατανοήσουν και να χειριστούν την εφηβική συμπεριφορά τους οι μεγαλύτεροι είναι μία καλή αρχή.
Οι νέοι στην προσπάθειά τους να εκφράσουν την κριτική τους απέναντι στους θεσμούς,  την κοινωνία, την πολιτική, κάποιες φορές υιοθετούν πράξεις βίας γιατί δε βρίσκουν τρόπους να εκφράσουν το θυμό τους ή το αίσθημα αδικίας που νιώθουν. Αυτές οι πράξεις βίας μπορεί να είναι ακόμη και ενάντια στον εαυτό τους (χρήση επικίνδυνων ουσιών, επικίνδυνη οδήγηση μηχανής κ.α.). 

Ποιες όμως μπορεί να είναι οι σοβαρές περιπτώσεις απειθαρχίας στο Σχολείο; Η ανάρμοστη συμπεριφορά σε καθηγητές και μαθητές, το σκασιαρχείο, οι πολλές και αδικαιολόγητες απουσίες, βία στους μαθητές ή τους εκπαιδευτικούς (λεκτική ή σωματική), οι βανδαλισμοί απέναντι στο σχολικό κτίριο, την επίπλωση ή τα εργαστήριά του η καταστροφή ιδιωτικής περιουσίας, η χρήση ουσιών (ναρκωτικά, αλκοόλ), οι κλοπές

Γιατί όμως είναι βίαιοι και επιθετικοί οι έφηβοι; 

 Εσωτερική σύγχυση και αδυναμία να αντιμετωπίσουν την πολυπλοκότητα των προβλημάτων γύρω τους (οικογενειακών, οικονομικών, πολιτικών, εκπαιδευτικών). 

Προβλήματα στις σχέσεις με τους σημαντικούς άλλους (γονείς, εκπαιδευτικοί, φίλοι, συμμαθητές). 

Η αβεβαιότητα της εφηβικής ηλικίας μαζί με κάποιες ματαιώσεις (αποτυχίες) προκαλούν εκρήξεις άγχους και θυμού. 

Η επιθετικότητα στην εφηβεία είναι αρκετές φορές μια προσπάθεια να κερδίσουν περισσότερη προσοχή, το ενδιαφέρον, την αναγνώριση έστω και με λάθος τρόπο. 

Η βία (λεκτική, ψυχολογική, σωματική) μέσα στην οικογένεια.

Κάποιες φορές η απόρριψή τους από τους εκπαιδευτικούς (αισθάνονται ως αποδιοπομπαίοι τράγοι), δηλαδή αν αισθάνονται περιθωριοποιημένοι. 

Η αλληλεπίδραση, η παρέα και η συνένωση των «περιθωριακών μαθητών», που μπορεί να πάρει και τη μορφή «νεανικής συμμορίας». 

Χαλαρή και ασταθής επίβλεψη από τους γονείς έλλειψη εποπτείας και κανόνων στην οικογένεια. 

Η αντιμετώπιση της βίαιης ή παραβατικής συμπεριφοράς των εφήβων 

Για να αντιμετωπιστούν τα φαινόμενα παραβατικής συμπεριφοράς που προκύπτουν ακόμη και στα καλύτερα Σχολεία, χρειάζεται η πλήρης συνεργασία Διεύθυνσης, Συλλόγου Καθηγητών, των γονέων (Σύλλογος Γονέων) όσο και των μαθητών (15 μελή, πενταμελή). 

Χρειάζεται διάλογος μεταξύ των εκπαιδευτικών, γονέων και μαθητών για να πειστούν όλοι για τα οφέλη που παρέχει ένα πειθαρχημένο Σχολείο. Με την πειθώ οι παιδαγωγοί «υποχρεώνουν», κατά κάποιο τρόπο, τους μαθητές να φερθούν με την αντίστοιχη σοβαρότητα και υπευθυνότητα. Αυτό σημαίνει συνέπεια στο Πρόγραμμα, στους λογικούς κανόνες, σεβασμό στα πρόσωπα όσο και στα άψυχα αντικείμενα του Σχολείου από όλους. 

bullying-2

Επιπλέον, χρειάζεται, όλοι εμείς όταν εντοπίζουμε ενδείξεις παραβατικής συμπεριφοράς σε μαθητές να μην «στιγματίζουμε» τα παιδιά αυτά, θεωρώντας τα «προβληματικά» αλλά την ίδια τη συμπεριφορά. 

Για παράδειγμα αν διαπιστώσουν γονείς και παιδαγωγοί ότι κάποιος νέος θέλει απλώς να τον προσέξουν με την «προκλητική» συμπεριφορά του, καλό θα ήταν να εξηγήσουν στο μαθητή πως το ενδιαφέρον, η αγάπη και η αναγνώριση που τρέφουν για τον ίδιο είναι δεδομένα και πως η παραβατική συμπεριφορά προξενεί ανεπιθύμητα συναισθήματα και περιπλέκει τα πράγματα. 

Στις περιπτώσεις, ωστόσο, όπου κρίνεται απολύτως αναγκαίο να τιμωρηθούν οι μαθητές, οι εκπαιδευτικοί (αλλά και οι γονείς) πρέπει να εξηγούν στους μαθητές, τους λόγους για τους οποίους τιμωρούνται και τί θα έπρεπε να κάνουν σωστά. Οι μαθητές δηλαδή πρέπει να καταλάβουν ότι τιμωρούνται μόνο για τη συγκεκριμένη συμπεριφορά και ότι μόλις αλλάξει την συμπεριφορά τους, θα ξανακερδίσουν την αναγνώριση και την αποδοχή. 

Οι «παραβατικοί» μαθητές, από την άλλη, έχουν ανάγκη της ψυχολογικής υποστήριξης, της κατανόησης και της αποδοχής από το οικογενειακό τους περιβάλλον. Επομένως, χρέος της σχολικής κοινότητας είναι, σε ανησυχητικές συμπεριφορές να ενημερώνονται οι γονείς και να τους ζητείται να εφαρμόζουν και αυτοί ένα μοντέλο συμπεριφοράς που θα αποτρέπει την απειθαρχία και την παραβατικότητα. Όταν διαπιστώνεται ότι υπάρχουν σοβαρά οικογενειακά προβλήματα, τα οποία ενδέχεται να προξενούν ή να επιτείνουν το πρόβλημα του μαθητή, καλό είναι να τους συστήνεται μια επίσκεψη σε έναν εξειδικευμένο ψυχοπαιδαγωγό ή σύμβουλο

Στην κατεύθυνση αυτή μπορεί να επισκεφτούν και το Συμβουλευτικό Σταθμό Νέων, ο οποίος έχει ως αντικείμενό του τη βραχεία ψυχολογική στήριξη της σχολικής κοινότητας (γονιών, μαθητών, εκπαιδευτικών). Ο ρόλος αυτών των υπηρεσιών συμβουλευτικής στήριξης είναι να δημιουργήσουν ένα περιβάλλον ευνοϊκό για την εύρεση κατάλληλων λύσεων, ώστε να εφαρμοστούν οι κατάλληλες συμπεριφορές αντιμετώπισης. 

Προσοχή, θέλουμε πειθαρχημένους αλλά όχι υποταγμένους νέους

Κανείς δεν αμφισβητεί, ούτε καταργεί, την ελεύθερη σκέψη και δράση των μαθητών, πρέπει, όμως, να εποπτεύονται, από ώριμους και συνειδητοποιημένους παιδαγωγούς. 

Ο ρόλος των γονιών και εκπαιδευτικών, επομένως, είναι, από τη μια μεριά, η καλλιέργεια της ελεύθερης δράσης και της πρωτοβουλίας των ανηλίκων και, από την άλλη, η σαφής οριοθέτηση και κοινωνικοποίησή τους. Άλλωστε, τόσο η ελευθερία όσο και η δημοκρατία χρειάζονται νέους που να διεκδικούν τα δικαιώματά τους αλλά και να σέβονται τα δικαιώματα των άλλων και κυρίως να σέβονται κορυφαίους θεσμούς και κατακτήσεις όπως το Δημόσιο Σχολείο. 

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το Δημόσιο Σχολείο, δίνει ίσες ευκαιρίες σε φτωχούς και πλούσιους να σπουδάσουν και έτσι αμβλύνει το χάσμα των κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων μεταξύ των μαθητών. 

Η ευθύνη της γενιάς των γονέων για την «αγωγή» των εφήβων 

Η έλλειψη νοήματος ζωής, αξιών και προτύπων για τα οποία κατηγορείται συχνά η νέα γενιά είναι «αμαρτίες γονέων» για τα οποία πρέπει να κάνουμε την αυτοκριτική μας και να αναλάβουμε (συλλογικά και ατομικά) τις ευθύνες μας. Στην κατεύθυνση αυτή θα μας βοηθήσουν κάποιοι άλλοι γονείς που έχουν κάνει την αυτοκριτική τους και μάλιστα την έχουν δημοσιοποιήσει.


Κακοί μαθητές

Ας ξεκινήσουμε με τις σκέψεις της συγγραφέως Αθηνάς Κακούρη: 

Κακοί μαθητές «Είμαστε παιδιά που μεγαλώσαμε συγκατοικώντας με παππούδες και γιαγιάδες, ίσως ακόμη και με θείους και θειάδες, Τα άτομα αυτά κατείχαν κλιμακωτά και διαφοροποιημένες θέσεις ποικίλου κύρους. Αρχίζοντας από το δυσθεώρητο ύψος όπου έστεκε ο Θεός, η Πατρίδα και – σχεδόν μαζί τους- οι γονείς, ακολουθούσαν πρόσωπα τα οποία είχαν όλα το δικαίωμα να μας νουθετούν. Εξ αυτών μερικά είχαν επιπροσθέτως το δικαίωμα και να μας τιμωρούν. 

Το αίσθημα της ασφάλειας, ο σεβασμός στον κόπο του άλλου- αυτό εμείς τότε το μαθαίναμε αυτομάτως. Οι δουλειές του σπιτιού δεν είχαν τελειωμό, οι εξωτερικές δουλειές επίσης. Οι γονείς δεν δίσταζαν να βάλουν τα παιδιά τους να βοηθήσουν- στις αγροτικές οικογένειες τα παιδιά δούλευαν σαν μεγάλοι και συχνά απάνθρωπα. 

Σήμερα ένα πλήθος πράγματα γίνονται άκοπα και ο καθημερινός μόχθος των γονιών καθόλου δεν υμνείται- δεν αναφέρεται καν στο παιδί – ούτε ακόμη περισσότερο του αναφέρεται ποτέ τίποτα για το τι χρωστάει στους γονείς του. Το περίεργο είναι ότι κάτι μεταξύ δειλίας και αιδημοσύνης εμποδίζει τους γονείς να λένε πως και η καρδιά στεγνώνει, πως γίνεται κι αυτή έρημη χώρα όταν δεν την ποτίζουν αισθήματα αγάπης και σεβασμού- και ανάμεσά τους ο σεβασμός στον κόπο του άλλου. 

Και πρώτα απ΄ όλα στον κόπο των γονιών τους. Η αγάπη του Θεού, που τότε κανείς δεν διενοείτο να αμφισβητήσει, ακριβώς όπως και τα καθήκοντα προς την πατρίδα, το αίσθημα της ασφάλειας, η ποικιλία των χώρων, ο σεβασμός στον κόπο του γονιού, η συμμετοχή του κάθε μέλους της οικογένειας στον κοινό αγώνα για τον επιούσιο και για την κοινωνική εκτίμηση, η συνείδηση της ποικιλίας των ιεραρχιών στη ζωή και στην κοινωνία που τα παιδιά λάβαιναν εξαρχής, (όλα αυτά) ίσως μερικά  από αυτά,  άλλα μάς ετοίμαζαν καλύτερα για τον κόσμο που θα συναντούσαμε βγαίνοντας από τα σπίτια και τα σχολεία μας. 

Ρητό ή απόφθεγμα που να υποδηλώνει τα δικαιώματά μας δεν νομίζω να άκουσα ποτέ μου. Εκείνες οι γενεές, αυτοί που βρέθηκαν μεταπολεμικά νέοι, αυτοί ήταν που με την άπειρη δουλειά τους έφεραν μια Ελλάδα όπου τα μισά χωριά ήταν καμένα, όπου δεν είχε απομείνει ούτε γέφυρα, ούτε λιμάνι, ούτε πλοίο, ούτε εργοστάσιο, ούτε καν μουλάρι, την έφεραν λοιπόν τη ρημαγμένη εκείνη Ελλάδα, την ξανάστησαν στα πόδια της…»

 «… Σκέφτομαι πόσο τυχεροί σταθήκαμε εμείς, η γενεά μας. Στερηθήκαμε πολλά, αλλά όχι την αγωγή που με αγάπη μάς παρείχαν οι γονείς και οι δάσκαλοί μας και που τους το ανταποδώσαμε αποδεχόμενοι τις αρχές τους. 

Στα σημερινά παιδιά είπαν πως ο εαυτός τους είναι το κέντρο του κόσμου. Άρα αυτόν πρέπει ν΄ αγαπούν. Κι έτσι τώρα τα κακόμοιρα δεν αγαπούν τίποτε»

 Το πώς διαπαιδαγωγούνταν τα παιδιά στο παρελθόν από γονείς και δασκάλους σε σύγκριση με το ισοπεδωτικό σήμερα, είναι μία εξήγηση για αρκετά αδιέξοδα της διαπαιδαγώγησης γονέων και εκπαιδευτικών σήμερα.

inside_a_classroom_pupils.jpg

Στο πρόσφατο άρθρο του Γιάννη Μαρίνου καταγράφηκαν οι γνώμες και άλλων δύο γονέων:

Η αρχιτέκτων μηχανικός κυρία Τάνια Τογανίδου-Βαρδουλάκη (61 ετών) υπογραμμίζει μεταξύ άλλων: 

«Οι περισσότεροι γονείς της γενιάς μας, προσπαθώντας να δώσουμε στα παιδιά μας ό,τι εμείς στερηθήκαμε, κάναμε λάθη στην εκπαίδευσή τους παρέχοντας περισσότερες ελευθερίες απ΄ ό,τι έπρεπε. Τα παιδιά μας μεγάλωσαν μόνο με δικαιώματα. Οι υποχρεώσεις βάρυναν μόνο εμάς. Σε αντιστάθμισμα της συνεχούς υπενθύμισης που είχαν πολλοί από τους γονείς μας, για το πόση ευγνωμοσύνη και σεβασμό θα έπρεπε να έχουμε σε εκείνους που μας γέννησαν, δεν μιλήσαμε ποτέ γι΄ αυτό, ενώ θεωρήσαμε δεδομένο ότι θα δώσουμε όλα τα εφόδια στα παιδιά μας, ασχέτως αν είχαν ή όχι έφεση σε σπουδές. 

Ξεκινήσαμε το τρέξιμο σε φροντιστήρια και νομίζαμε ότι πληρώνοντας εξασφαλίζουμε τη μόρφωσή τους. Η δημοκρατία από το πολίτευμα μεταπήδησε στην οικογένεια και εξίσωσε τα μέλη της, καταργώντας την ιεραρχία και σιγά-σιγά και τον σεβασμό

Προσπαθήσαμε να γίνουμε φίλοι με τα παιδιά μας, με αποτέλεσμα να χάσουμε τη διδακτική μας θέση. Τα παιδιά μας δεν ξέρουν τι θα πει “διεκδίκησις”, γιατί ποτέ δεν χρειάστηκε να διεκδικήσουν τίποτε. Τους δίνονταν όλα στο πιάτο, απηλλαγμένα από τις πολλές λεπτομέρειες, για να μην τα… κουράζουμε! 

Κυνηγήσαμε το χρήμα, τις θέσεις αργομισθίας στο Δημόσιο, πιέσαμε κόμματα για διορισμούς, ξεπουλήσαμε τα ιδανικά μας. Το “δε βαριέσαι”ή το “έτσι είναι η Ελλάδα” έγινε τρόπος ζωής όπου ξεχάσαμε τις στοιχειώδεις αρχές λειτουργίας της Δημοκρατίας. Η Δημοκρατία έγινε συνώνυμη της ασυδοσίας. 

Καιρός να διορθώσουμε εμείς οι ίδιοι το χάλι που δημιουργήσαμε». 

Οι γονείς μπροστά σε φαινόμενα βίας και διαμαρτυρίας: Προτάσεις

 1. Οι έφηβοι χρειάζονται αγάπη και όρια. Πρώτα απ’ όλα χρειάζονται μία μεγάλη αγκαλιά (κυριολεκτικά και μεταφορικά) χωρίς προϋποθέσεις για να αισθανθούν αποδεκτοί και αξιαγάπητοι. Ταυτόχρονα, όμως, χρειάζονται όρια και κανόνες που εφαρμόζονται με σταθερότητα από τους γονείς αλλά και διάκριση (να αλλάζουν με κοινή συμφωνία και όταν οι συνθήκες το απαιτούν). 

2. Χρειάζεται διάλογος και συνεχής ανοικτή επικοινωνία του γονέα με τον εξεγερμένο έφηβο. Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να ασκηθούμε στις δεξιότητες ενεργητικής ακρόασης. 
Να μιλάμε λιγότερο, να αποφεύγουμε το κήρυγμα και κυρίως να ακούμε. Να κατανοούμε τα συναισθήματά του εφήβου (να μπαίνουμε στα παπούτσια του). 

3. Να καταλαβαίνουμε το μήνυμα που κρύβεται πίσω από αυτά που μας λέει ο έφηβος και να του το καθρεφτίζουμε όχι να τον προκαλούμε ή να τον χαρακτηρίζουμε. Για παράδειγμα: «Τσακώθηκα πάλι με το Μαθηματικό, μ’ έχει βάλει στο μάτι. Δεν ξαναπάω σχολείο». Οι αντιδράσεις του γονιού θα μπορούσαν να πάρουν τις εξής μορφές: 

 Πάλι τα ίδια. Τι έκανες πάλι; 

Χωρίς το σχολείο είσαι ένα τίποτα.

Πάλι εκνευρισμένος ήρθες; 

Εμ, βέβαια, είσαι ικανός να τελειώσεις και τίποτα! 

Αυτοί οι καθηγητές, τα ίδια είχα κι εγώ… 

 Νιώθω, αισθάνομαι ότι πέρασες μια πολύ δύσκολη μέρα στο σχολείο. Θα ήθελες να κουβεντιάσουμε γι’ αυτό; (Ξεκινώντας με τον τρόπο αυτό ανοίγετε δρόμο στην επικοινωνία). 

ΓΟΝΕΙΣ-4

4. Σεβόμαστε την ελευθερία των νέων, τους ενθαρρύνουμε να αναπτύξουν πρωτοβουλίες και να κάνουν τις επιλογές τους αλλά τους καθιστούμε και υπεύθυνους γι’ αυτές. Ελέγχουμε αν τηρούν τα όρια της ελευθερίας ή θέτουν τον εαυτό τους σε κίνδυνο. 
Την εποχή της εφηβείας που οι νέοι επηρεάζονται από την παρέα των συνομηλίκων φροντίζουμε να τηρούνται κάποιες αρχές και κανόνες στην οικογένεια (π.χ. ώρες επιστροφής στο σπίτι, έλεγχος για πιθανές κοπάνες στο Σχολείο ή απουσίες). 

5. Παράλληλα δημιουργούμε ένα περιβάλλον φιλικό προς τα λάθη. Αξιοποιούμε τα λάθη και τις αποτυχίες γιατί μέσα από αυτές χτίζεται η προσωπικότητα του εφήβου. Οι πράξεις τους έχουν συνέπειες θετικές και αρνητικές. 
Από τις αρνητικές συνέπειες της συμπεριφοράς τους, μπορούν να μάθουν πάρα πολλά όπως όλοι μας (που μάθαμε κυρίως από τα λάθη μας).

6. Όταν υπάρχει πρόβλημα συμπεριφοράς, χαρακτηρίζουμε τη συμπεριφορά όχι τον ίδιο τον έφηβο. Άλλωστε να ξέρουμε ότι καμία πράξη του εφήβου δεν έχει οριστικό χαρακτήρα. Μπορεί όλα να αλλάξουν με προσπάθεια, συμπαράσταση κυρίως, όμως, συζήτηση και διάλογο. 

7. Χρειάζονται αξίες και κυρίως νόημα ζωής: Σε μια εποχή κρίσεως θεσμών και αξιών, μεγάλων κοινωνικών ανακατατάξεων, όπως η σημερινή, χρειάζεται οι παιδαγωγοί, κυρίως οι γονείς να δώσουμε έμφαση στον να εμπνεύσουμε αξίες και να οχυρώσουμε την ψυχή τους με νόημα ζωής. Ό,τι θέλουμε να κληροδοτήσουμε στα παιδιά μας, χρειάζεται να το διαθέτουμε πρώτα εμείς στον εσωτερικό εξοπλισμό μας. 
Οι έφηβοι αναζητούν στους γονείς τους σταθερά πρότυπα ζωντάνιας, μαχητικότητας, εφευρετικότητας και αγάπης για τη ζωή

Στέφανου Χρ. Κουμαρόπουλου – Υπευθύνου Συμβ. Σταθμού Νέων Δ΄ Αθήνας 

(Η ομιλία έγινε μετά από πρόσκληση ενός Συλλόγου Γονέων των Νοτίων Προαστίων της Αθήνας, στις 9 Φεβρουαρίου 2011 ) 

http://3lykzografou.wordpress.com/