«Αν
θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος» του Τάσου Λειβαδίτη
Αν θέλεις
να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα
πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι για την ειρήνη και
για το
δίκαιο.
Θα βγεις
στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα
ματώσουν
απ’ τις φωνές
το
πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες – μα ούτε βήμα πίσω.
Κάθε
κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων
Κάθε
χειρονομία σου σα να γκρεμίζει την αδικία.
Και
πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.
Έτσι λίγο
να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια
αφήνεις
χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις
πολιτείες
μια
στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα
αύριο οι
άνθρωποι θα χάνουνται στη νύχτα του πολέμου
έτσι και
σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια
ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω από τις οβίδες.
Δεν έχεις
καιρό
δεν έχεις
καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις
να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις
να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να
χρειαστεί ν’ αφήσεις τη μάνα σου, την αγαπημένη
ή το
παιδί σου.
Δε θα
διστάσεις.
Θ’ απαρνηθείς
τη λάμπα σου και το ψωμί σου
Θ’ απαρνηθείς
τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι
για τον
τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο.
Μπροστά
σε τίποτα δε θα δειλιάσεις κι ούτε θα φοβηθείς.
Το ξέρω,
είναι όμορφο ν’ ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδυ,
να κοιτάς
έν’ άστρο, να ονειρεύεσαι
είναι
όμορφο σκυμμένος πάνω απ’ το κόκκινο στόμα της αγάπης σου
Να την
ακούς να σου λέει τα όνειρα της για το μέλλον.
Μα εσύ
πρέπει να τ’ αποχαιρετήσεις όλ’ αυτά και να ξεκινήσεις
γιατί εσύ
είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου,
για όλα τ’
άστρα, για όλες τις λάμπες και
για όλα
τα όνειρα
αν θέλεις
να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις
να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να
χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή
και
περισσότερα χρόνια
μα εσύ
και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη,
τη μάνα
σου και τον κόσμο.
Εσύ και
μες απ’ το τετραγωνικό μέτρο του κελλιού σου
θα
συνεχίσεις τον δρόμο σου πάνω στη γη .
Κι’ όταν
μες στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα
θα χτυπάς
τον τοίχο του κελλιού σου με το δάχτυλο
απ’ τ’ άλλο
μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία.
Εσύ, κι
ας βλέπεις να περνάν τα χρόνια σου και ν’ ασπρίζουν
τα μαλλιά
σου
δε θα
γερνάς.
Εσύ και
μες στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο νέος
Αφού όλο
και νέοι αγώνες θ’ αρχίζουνε στον κόσμο
αν θέλεις
να λέγεσαι άνθρωπος
Αν θέλεις
να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει
να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αποβραδίς
στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό
γράμμα
στη μάνα σου
Θα γράψεις
στον τοίχο την ημερομηνία, τ’ αρχικά του ονόματος σου και μια λέξη :
Ειρήνη
σα να ’γραφες
όλη την ιστορία της ζωής σου.
Να
μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό
να
μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξη ντουφέκια
σα να
στεκόσουνα μπροστά σ’ ολάκαιρο το μέλλον.
Να
μπορείς, απάνω απ’ την ομοβροντία που σε σκοτώνει
εσύ ν’ ακούς
τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που
τραγουδώντας
πολεμάνε για την ειρήνη.
Αν θέλεις
να λέγεσαι άνθρωπος.
Ο Τάσος Λειβαδίτης γεννήθηκε
στην Αθήνα το βράδυ της Αναστάσεως του 1922 και ήταν γιος του Λύσανδρου και
της Βασιλικής. Είχε 4 μεγαλύτερα αδέρφια, μια αδερφή και τρεις αδερφούς.
Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όμως τον κέρδισε η
λογοτεχνία και συγκεκριμένα η ποίηση. Ανέπτυξε έντονη πολιτική δραστηριότητα
στο χώρο της αριστεράς με συνέπεια να εξοριστεί από το 1947 έως το 1951. Στο Μούδρο, στη Μακρόνησο και μετά στον Αϊ
Στράτη κι από κει στις φυλακές Χατζηκώστα
στην Αθήνα, απ’ όπου αφέθηκε ελεύθερος το 1951. Το «Φυσάει
στα σταυροδρόμια του κόσμου» θεωρήθηκε «κήρυγμα ανατρεπτικό» και
κατασχέθηκε. Τελικά το δικαστήριο (Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, 10 Φεβρουαρίου
1955) τον απάλλαξε λόγω αμφιβολιών.
Στο ελληνικό
κοινό ο Τάσος Λειβαδίτης εμφανίστηκε το 1946,
μέσα από τις στήλες του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα (τεύχ. 55,15-11-46) με το
ποίημα «Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη».
Το 1947 συνεργάστηκε στην έκδοση του περιοδικού «Θεμέλιο». Το 1952 εξέδωσε την
πρώτη του ποιητική σύνθεση με τίτλο «Μάχη στην άκρη
της νύχτας» και εργάστηκε επίσης σαν κριτικός ποίησης στην εφημερίδα
Αυγή, από το 1954 - 1980 (με εξαίρεση τα έτη 1967-74 που η εφημερίδα είχε
κλείσει λόγω δικτατορίας) και το περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» (1962-1966),
όπου δημοσίευσε πολιτικά και κριτικά δοκίμια.
Στο διάστημα
της Χούντα των Συνταγματαρχών ο ποιητής για βιοποριστικούς λόγους μεταφράζει ή
διασκευάζει λογοτεχνικά έργα για λαϊκά περιοδικά ποικίλης ύλης με το ψευδώνυμο Pόκκος.
Αδερφός του ήταν ο ηθοποιός Αλέκος Λειβαδίτης και ανιψιός του ο ηθοποιός Θάνος
Λειβαδίτης.
Ο Τάσος
Λειβαδίτης πέθανε στην Αθήνα 30 Οκτωβρίου 1988, στο Γενικό
Κρατικό Νοσοκομείο από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής. Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν
χειρόγραφα ανέκδοτα ποιήματά του με τον τίτλο «Χειρόγραφα
του Φθινοπώρου».
Στίχοι του
μελοποιήθηκαν από τον Μίκη
Θεοδωράκη, στο δίσκο «Πολιτεία» (1961), «Της
εξορίας» (1976), «Πολιτεία Γ' - Οκτώβρης '78» (1976),
«Τα
Λυρικά» (1977), «Λειτουργία Νο2: Για τα παιδιά που
σκοτώνονται στον πόλεμο» (1987), τον Μάνο Λοΐζο στο δίσκο «Για
μια μέρα ζωής» (1980), τον Γιώργο Τσαγκάρη στο δίσκο «Φυσάει»
(1993) με ερμηνευτή το Βασίλη Παπακωνσταντίνου και τη συμμετοχή του ηθοποιού
Γιώργου Μιχαλακόπουλου, τον Μιχάλη Γρηγορίου στο δίσκο «Σκοτεινή πράξη, ένα Ορατόριο σε
ποίηση Τάσου Λειβαδίτη» (1997) και από το συγκρότημα Όναρ στο δίσκο «Αλαντίν,
τελειώσαν οι ευχές σου» (2003).
Συνυπέγραψε
ακόμη με τον Κώστα Κοτζιά τα σενάρια των ελληνικών ταινιών «Ο θρίαμβος» και «Συνοικία το όνειρο» σε σκηνοθεσία του Αλέκου Αλεξανδράκη.
Τα ποιήματά
του μεταφράστηκαν στα Ρωσικά, Σερβικά, Ουγγρικά, Σουηδικά, Ιταλικά, Γαλλικά,
Αλβανικά, Βουλγαρικά, Κινέζικα και Αγγλικά.
Τιμήθηκε με το
πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία (1953 για τη
συλλογή του «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου»), το πρώτο βραβείο ποίησης
του Δήμου Αθηναίων (1957 για τη συλλογή του «Συμφωνία αρ. Ι»), το Β΄ Κρατικό
Βραβείο Ποίησης (1976 για τη συλλογή «Βιολί για μονόχειρα»), το Α΄ Κρατικό
Βραβείο Ποίησης (1979 για το «Εγχειρίδιο ευθανασίας»).
Υπήρξε
ιδρυτικό μέλος της «Εταιρείας Συγγραφέων».
Έγραψε επίσης
κι ένα μικρό τόμο με τίτλο: «Έλληνες ποιητές», ο οποίος
αναφέρεται στις συλλογές που εκδόθηκαν την περίοδο 1978-1981,
και αποτελεί μια απογραφή 74 ποιητικών συλλογών.
Όπως σημειώνει
ο Τίτος Πατρίκιος, φίλος και συνεργάτης του
Λειβαδίτη, ήταν τόσο αφοσιωμένος στην ποίηση ώστε όσα ποιήματα του έστελναν «τα διάβαζε όλα ως το κόκαλο και όσο μεγαλύτερη αξία τους
έβρισκε, τόσο την αναγνώριζε και τη διακήρυσσε». Και παρακάτω: «άσκησε την κριτική με διεισδυτική ευαισθησία, με στοχασμό
που δεν κατέληγε σε κάποια κανονιστικότητα, με άνοιγμα σε όλους τους τρόπους
της ποίησης και αγάπη για όλους τους ποιητές, χωρίς εύνοιες και πατερναλισμούς».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου