Κ.Γ.Καρυωτάκης «Βράδυ»
1. Το συγκεκριμένο ποίημα γράφτηκε το 1927 και αποτελεί ένα δείγμα γραφής από τη
νεοσυμβολιστική περίοδο
του ποιητή. Ποια είναι τα βασικά
χαρακτηριστικά της;
2. Η λέξη – κλειδί του ποιήματος είναι ο
ίδιος ο τίτλος, δηλ. το «Βράδυ».
Ποιες οι σημασίες που λαμβάνει;
Απαντάται και σε άλλα σημεία του ποιήματος;
3. Το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο του ποιήματος
και της νεοσυμβολιστικής τάσης του Καρυωτάκη είναι το στήσιμο
εικόνων που επενδύονται και με ήχους. Να εντοπίσετε αυτές τις εικόνες και να τις παρουσιάσετε.
4. Ο ποιητής δημιουργεί σκόπιμα μια παράξενη ατμόσφαιρα. Ποιο είναι το χαρακτηριστικό της; Πώς προβάλλονται ο χρόνος, ο χώρος
και οι διάφοροι ήχοι;
5. Η χρήση του πρώτου
προσώπου φέρνει στο μυαλό του αναγνώστη το ίδιο το ποιητικό
υποκείμενο; Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το ποίημα να αποκτά μια προσωπική και ρομαντική χροιά; Ναι ή όχι
και γιατί;
6. Ποιος ο χώρος του ποιήματος; Είναι αστικός ή τοποθετείται στην περιφέρεια; Πώς συνδέεται με τη
ψυχική διάθεση του ποιητή;
7. Το ποίημα που ακολουθεί έχει τίτλο «Βράδυ σ’ ένα χωριό» (Σκιές, 1920) και
δημιουργός του είναι ο ποιητής Λάμπρος
Πορφύρας. Πρόκειται για ένα ποίημα παρόμοιας θεματικής, συνάμα όμως παρουσιάζει
σημεία διαφοροποίησης από το αντίστοιχο ποίημα του Κ. Καρυωτάκη. Να εξετάσετε τις
ομοιότητες αλλά και τις διαφορές τους ως προς το ύφος, την τεχνοτροπία και τις ιδέες.
Γαληνεμένη, ξάστερη,
γαλάζια πέρα ὡς πέρα,
κρουστάλλινη
ἀπ’ τὸν ὄρθρο της ὡς τὸν ἑσπερινό της
κι εἶχε
πλανέψει καὶ τ’ ἀχνὸ χρυσὸ φεγγάρι ἡ μέρα
κι
ἀργοταξίδευε ἄγρυπνο κι αὐτὸ στὸν οὐρανό της.
Τώρα
ἀποκάτω ἀπ’ τὰ βουνὰ τὰ θεϊκά, ποὺ ἰσκιῶσαν,
μαζῶξαν
τὰ κοπάδια τους ἀπ’ τὰ λιβάδια οἱ στάνες,
τοῦ
κάμπου τὰ μικρόπουλα σωπάσανε· θολῶσαν
τὰ
στενορύμια τοῦ χωριοῦ κι οἱ αὐλές τους μὲ τὶς δράνες.
Πλῆθος οἱ
ὁλόχαρες φωνές· καὶ σβῆσαν λίγο λίγο··
κάποια
τζιτζίκια μοναχὰ λαλοῦν καὶ πρὸς τ’ ἀμπέλια
κάποιες
κοπέλες ξένοιαστες, γυρνώντας ἀπ’ τὸν τρύγο,
σκορπᾶνε
ἀκόμα στὴν ἐρμιὰ τὰ δροσερά τους γέλια.
῎Ω! σὰν
ἀρχίση γύρω μου γιὰ πάντα νὰ νυχτώνη,
δὲ θέλω
τὰ ξερόφυλλα νὰ τρεμοφτερουγίζουν
στὸ δρόμο
μου κι ἀπάνω μου οἱ ὀρφανεμένοι κλῶνοι
μ’ ἕνα
βραχνὸ παράπονο νὰ μὲ καλονυχτίζουν.
Θέλω τὸ
βράδυ, ποὺ θαρθῆ νὰ μ’ ἀγκαλιάση, νάναι
εἰρηνικὸ
σὰν τ’ ἀγαθό, σὰν τ’ ἅγιο ἐτοῦτο βράδυ,
πὼς πέφτ’
ἡ νύχτα τὰ τρελὰ τζιτζίκια νὰ ξεχνᾶνε
καὶ νὰ
μοῦ λένε γιὰ τὸ φῶς καὶ μέσα στὸ σκοτάδι.
Θέλω οἱ
θαμπές μου οἱ θύμησες στὸ βάθος νὰ περνοῦνε
σὰν τὶς
κοπέλες τοῦ χωριοῦ κι ἐκεῖνες· νάχω γείρει
στὴ γριὰν
ἐλιά μας, νὰ γρικῶ σκυφτὸς ν’ ἀχολογοῦνε
τὰ γέλια
τους ἀπ’ τῆς ζωῆς μακριὰ τὸ πανηγύρι...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου