" Επάνω σ' ένα ακοίμητο αερόστατο
ατενίζουμε το καθάριο χρώμα τ' ουρανού,
τις ανθισμένες κοιλάδες του μυαλού,
την ανεξίτηλη θαλασσινή δροσιά,
τους ορεινούς στυλοβάτες της απεραντοσύνης...
Οι ψυχές μας γίνονται συνοδοιπόροι..."

Σας καλωσορίζω στο ιστολόγιό μου ελπίζοντας να κάνουμε πολλά ταξίδια - ονειρικά και μακρινά - στο χώρο του πνεύματος, της τέχνης και της δημιουργίας...
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2014


"Το Τρελοβάπορο" Οδυσσέας Ελύτης



Βαπόρι στολισμένο βγαίνει στα βουνά
κι αρχίζει τις μανούβρες "βίρα - μάινα".
 
Την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές
φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ' τις δυο μεριές. 
Είναι από μαύρη πέτρα κι είναι απ' όνειρο
κι έχει λοστρόμο αθώο, ναύτη πονηρό.

Από τα βάθη φτάνει τους παλιούς καιρούς,
βάσανα ξεφορτώνει κι αναστεναγμούς.
[Έλα Χριστέ και Κύριε, λέω κι απορώ,
τέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάπορο,

       Χρόνους μας ταξιδεύει, δε βουλιάξαμε,
        χίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμε.

        Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε,
      μπήκαμε μες στα όλα και περάσαμε.

       Κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα
     παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα.]




·     Βαπόρι στολισμένο βγαίνει στα βουνά
κι αρχίζει τις μανούβρες "βίρα - μάινα".
Το ποίημα ξεκινά παράδοξα με μια περίεργη, σουρεαλιστική εικόνα, πλούσια σε χρώματα. Το γαλάζιο της θάλασσας που ακολουθεί το βαπόρι δένει με το πράσινο των βουνών. Τα χρώματα εναλλάσσονται με τους ήχους. Ήχοι χαρούμενοι, παιδικοί, παιχνιδιάρικοι, "βίρα - μάινα". Λέξεις κι ακούσματα ναυτικά, θαλασσινά.
·     Την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές
φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ' τις δυο μεριές.
Το βαπόρι συνεχίζοντας το παράξενο ταξίδι του ρίχνει άγκυρα στις κουκουναριές. Δε φορτώνει όμως εμπορεύματα αφού δεν το ενδιαφέρουν τέτοια πράγματα. Φορτώνει καθαρό και φρέσκο αέρα. Μπόλικο αέρα κι απ' τις δυο μεριές. Ο Οδυσσέας  Ελύτης ζωγραφίζει στη φαντασία μας την Ελλάδα. Τη ζωγραφίζει σαν βαπόρι, γιατί είναι περιτριγυρισμένη από θάλασσα, να βγαίνει στα βουνά που είναι το κύριο χαρακτηριστικό της πατρίδας μας. Βουνά, κουκουναριές, θάλασσα είναι εικόνες γνωστές κι αγαπητές της ελληνικής γης. Εικόνες που μας προσφέρονται σαν σε παραμύθι και μας γεμίζουν χαρά, αισιοδοξία και νεανικότητα.
·     Είναι από μαύρη πέτρα κι είναι απ' όνειρο
κι έχει λοστρόμο αθώο, ναύτη πονηρό.
Ο ποιητής, μέσα απ' τις αντιθέσεις "μαύρη πέτρα - όνειρο" και "αθώος - πονηρός", μας προβάλλει τις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις της ελληνικής φύσης που συσχετίζονται με τους Έλληνες και την ιστορία τους. Απ' τη μια η μαύρη πέτρα της κακοτράχαλης φύσης αλλά και των ιστορικών δυσκολιών μας και απ' την άλλη η ονειρική ομορφιά της ελληνικής γης και η ιστορική δόξα της. Απ' τη μια ο αθώος - καλοκάγαθος λοστρόμος με την καλοσύνη του, την αγαθότητα και τη φιλοξενία του λαού μας κι απ' την άλλη το πνεύμα του πανέξυπνου και πολυμήχανου Οδυσσέα.
·     Από τα βάθη φτάνει τους παλιούς καιρούς,
βάσανα ξεφορτώνει κι αναστεναγμούς.
Γίνεται μια σύντομη αναφορά στη μακραίωνη και πολυτάραχη ιστορία της Ελλάδας της οποίας το φορτίο δεν είναι άλλο παρά βάσανα και αναστεναγμοί.
·     Έλα Χριστέ και Κύριε, λέω κι απορώ,
τέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάπορο, 
Ο Οδυσσέας Ελύτης επικαλείται το Θεό – Χριστό που πάντα βρίσκεται κοντά σ' αυτή τη χώρα και τους ανθρώπους της. Αυτόν καλεί και τώρα ο ποιητής για να τον βοηθήσει να κατανοήσει αυτά που συμβαίνουν γύρω του στην παράξενη αυτή γωνιά της γης.
·     Χρόνους  μας ταξιδεύει, δε βουλιάξαμε,
χίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμε.
Ακολουθεί ένας απολογισμός της ιστορίας των Ελλήνων και διαπιστώνεται με μια απλή και αγνή περηφάνια ότι τόσες διακυμάνσεις και δοκιμασίες δεν κατάφεραν να εξαφανίσουν την Ελλάδα απ' το προσκήνιο της ιστορίας. Μας θυμίζει εδώ, το στρατηγό Μακρυγιάννη, που έλεγε στον Δεριγνί "ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θερία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε, τρώνε από μας και μένει και μαγιά".
·     Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε,
μπήκαμε  μες στα όλα και περάσαμε.
Στις δύσκολες στιγμές - μέσα στις πιο δραματικές φάσεις της ιστορίας τους - οι Έλληνες αγωνίστηκαν χωρίς να φοβηθούν, χωρίς να λυγίσουν και κατάφεραν να επιβιώσουν και να περάσουν νικητές.
·     Κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα
παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα.
Το ποίημα ολοκληρώνεται με μια δυνατή φωνή χαράς καθώς κι ένα δυνατό νικητήριο σάλπισμα. Ο ήλιος, είναι για τον Ελύτη, σύμβολο χαράς της ελληνικής ψυχής, είναι η επιβεβαίωση της πίστης του ποιητή στη δύναμη της ζωής και την παντοτινή λάμψη του ελληνικού πνεύματος. Είναι δύσκολο να πούμε αν ο Ελύτης γράφει ή ζωγραφίζει. Εκείνο που μπορούμε να πούμε με σιγουριά είναι ότι η ποιητική του φαντασία δίνει εικόνες μαγικές, εικόνες με εξαιρετική ευαισθησία. Εικόνες μέσα από ένα βλέμμα καθαρό, γνήσιο, μέσα από μια παιδική ματιά. Μιλά με σύμβολα απλά, άμεσα, ζωντανά και κατανοητά. Αναζητά όμως και μια λέξη σπάνια και έντονη, που θα βάλει την προσωπική του σφραγίδα και αυτή, στο "Τρελοβάπορο" δεν είναι άλλη από τον "Ήλιο τον Ηλιάτορα". Ο Οδυσσέας Ελύτης είτε μιλάει σε τρίτο πρόσωπο είτε σε πρώτο πληθυντικό είναι σίγουρο ότι συμμετέχει ενεργά, ότι είναι μέτοχος στην κοινή μοίρα των Ελλήνων.



Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014


Πόθος



Βαθὺ χινόπωρο γοερό, πόσο καιρὸ σὲ καρτερῶ,
μὲ τὶς πλατιές, βαριές σου στάλες
τῶν φύλλων ἄραχλοι χαμοί, τῶν δειλινῶν ἀργοὶ καημοί,
ποῦ μὲ μεθούσατε τὶς ἄλλες...

Τὰ καλοκαίρια μ᾿ ἕψησαν καὶ τὰ λιοπύρια τὰ βαριά,
κι οἱ ξάστεροι οὐρανοὶ οἱ γαλάζοι:
ἀπόψε μου ποθεῖ ἡ καρδιὰ πότε νὰ ῾ρθεῖ μέσ᾿ τὰ κλαριά,
ὁ θεῖος βοριὰς καὶ τὸ χαλάζι!

Τότε, γερτὸς κι ἐγὼ ξανά, μέσ᾿ τὰ μουγγὰ τὰ δειλινά,
θ᾿ ἀναπολῶ γλυκά, -ποιὸς ξέρει-,
καὶ θὰ μὲ σφάζει πιὸ πολύ, σὰν ἕνα μακρινὸ βιολί,
τὸ περασμένο καλοκαίρι...

Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944)

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014



Φερνάντο Πεσσόα

 "Σημείωση στο περιθώριο" (απόσπασμα)

  



Αξιοποίησε το χρόνο!
Αχ, αφήστε με να μην αξιοποιήσω τίποτα!
Ούτε από το χρόνο ούτε από την ύπαρξη,
Ούτε από τις αναμνήσεις του χρόνου ή της ύπαρξης!
Αφήστε με να είμαι ένα φύλλο δέντρου, τρέμοντας στο αεράκι,
Η σκόνη ενός δέντρου αθέλητα μοναχικού,
Το συμπτωματικό στάξιμο της βροχής που πια κοπάζει

Το ίχνος που αφήνουν οι τροχοί στο δρόμο,
Μέχρι να περάσουν άλλοι,
Η σβούρα ενός παιδιού, που πάει να σταματήσει,
Που ταλαντεύεται, με την ίδια κίνηση όπως η γη,
Που δονείται, με την ίδια κίνηση όπως η ψυχή,
Και που πέφτει, όπως πέφτουν οι θεοί
στο έδαφος του Πεπρωμένου.

11-4-1928

Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2014


"Ιδιωτική Οδός"
Οδυσσέας Ελύτης



Αυτά που μ’ αρέσουν είναι η μοναξιά μου.
Δεν σιμώνει κανένας.
Χρόνια τώρα περνάω τις ώρες μου συντροφιά
με κάτι μεγάλες μισοσβησμένες νωπογραφίες, εικόνες παλιές,
αλλά φρέσκες ακόμη από τα χείλη εκείνων που τις ασπάστηκαν, 
γυναίκες της αμιλησιάς και του κοντού χιτώνα
που φυλάγουν το κουτί με τα διαμαντικά του ωκεανού.
Δεν σιμώνει κανένας.
Αν δεν είχα κάτι το πολύ δυνατό και αθώο συνάμα να με συντηρεί,
όπως οι μέντες και οι λουίζες που ευδοκιμούν στον εξώστη μου,
θα ‘χα πεθάνει της πείνας.
Τόσο μακριά βρίσκομαι από τα πράγματα,
τόσο κοντά στο κρυφό τους καρδιοχτύπι.
Ξυπνάω τις νύχτες ανήσυχος για κάποιαν απόχρωση του μωβ,
ποτέ όμως για το τι μπορεί να γίνεται στα εμπορεία της Αγοράς.
Αλήθεια, δεν έχω ιδέαν.
Ακούω πως έχουν πάντα μεγάλη πέραση τα δάκρυα
και οι αναστεναγμοί
(τ’ αντίγραφα, όχι τα πρωτότυπα)
όπως και οι διακυμάνσεις του δολαρίου, ο πληθωρισμός,
οι συναλλαγές των κομμάτων — αλίμονο.
Μ’ έφαγε, όπως τις καρένες των καϊκιών ο αρμόβουρκος, η μοναξιά.
Και τα χρόνια περνούν...

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014


Κώστας Καρυωτάκης "Είμαστε κάτι..."


Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες
κιθάρες. Ο άνεμος, όταν περνάει,
στίχους, ήχους παράφωνους ξυπνάει
στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.

Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.
Υψώνονται σα δάχτυλα στα χάη,
στην κορυφή τους τ’ άπειρο αντηχάει,
μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.

Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.
Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.

Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.


Το ποίημα ανήκει στη συλλογή "Ελεγεία και σάτιρες


Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2014



"Εκεί  σε βρίσκει η ποίηση" 

Τίτος Πατρίκιος




Eκεί που στριμώχνεσαι στο λεωφορείο, επιστρέφοντας
στο σπίτι
που γυρνάς από γραφείο σε γραφείο ζητώντας μια δουλειά
που επιχειρεί να σε ταπεινώσει ένας ψηλότερα ιστάμενος
που εκτοπίζεσαι από πειθήνιους νεοφερμένους
που χαίρεσαι για τα καλά λόγια που ειπώθηκαν για σένα
που θά᾽ θελες ν᾽ ακούσεις κι άλλα κι ας μην τ᾽ομολογείς
εκεί που πατάς γκάζι στα 180 με το καινούριο σου 
αυτοκίνητο
που δεν τσιγκουνεύεσαι άλλο στα δώρα που προσφέρεις
που φλυαρείς, ψιλογκομενίζεις, πας να φρεσκάρεις
τη φιγούρα σου
που ξάφνου μέσα στην επιπολαιότητα έχεις μιαν
έκλαμψη ευφυίας
εκεί που αρνιέσαι την υποχρεωτική κατάργηση της μοναξιάς
που δεν αποδέχεσαι την καθεστωτική επιβολή της ευτυχίας
που νιώθεις κυρίαρχος του παιχνιδιού ενώ είσαι
χαμένος από χέρι
που βγαίνεις με σημάδια απ᾽τους λαβυρίνθους
της πολιτικής
εκεί που αγωνιάς για τ᾽αποτελέσματα μιας αξονικής
που στενοχωριέσαι για τις αρρώστιες των μακρινών σου
ανθρώπων
που ελπίζεις πως όλοι θα βγουν γεροί απ᾽το νοσοκομείο
εκεί που σταματάς τα πάντα ενώ τρέχουνε οι προθεσμίες
που περνάς βδομάδες ψάχνοντας τη λέξη που ακριβώς
χρειάζεται
ώσπου ένας άλλος μέσα σου σε απαλλάσσει, αναλαμβάνει
να το κάνει
εκεί που λες όλα αυτά είναι αστεία μπρος στο κυνήγι
του ψωμιού
κι έπειτα βλέπεις ότι χωρίς τις λέξεις τίποτα δεν αποκτά
υπόσταση...

Εκεί πάνω σε βρίσκει ποίηση.         

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014



Κ. Καβάφης "Καλός και κακός καιρός"



Ο Χειμώνας σε 35 υπέροχες φωτογραφίες (33)





Δεν με πειράζει αν απλώνη
έξω ο χειμώνας καταχνιά, σύννεφα, και κρυάδα.
Μέσα μου κάμνει άνοιξι, χαρά αληθινή.
Το γέλοιο είναι ακτίνα, μαλαματένια όλη,
σαν την αγάπη άλλο δεν είναι περιβόλι,
του τραγουδιού η ζέστη όλα τα χιόνια λυώνει.

Τι ωφελεί οπού φυτρώνει

λουλούδια έξω η άνοιξις και σπέρνει πρασινάδα!
Έχω χειμώνα μέσα μου σαν η καρδιά πονεί.
Ο στεναγμός τον ήλιο τον πιο λαμπρό σκεπάζει,
σαν έχεις λύπη ο Μάης με τον Δεκέμβρη μοιάζει,
πιο κρύα είναι τα δάκρυα από το κρύο χιόνι. 





Από τα Αποκηρυγμένα

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014


 "Η ΑΔΕΛΑΪΣ ΤΩΝ ΥΠΟΦΗΤΩΝ"

Νίκος Εγγονόπουλος


Το άκρον άωτον της επιστήμης ή της 

υπερευαισθησίας: η


αγάπη.

Του άκρου άωτου της ευαισθησίας; Πάλε η 

αγάπη!


Βέβαια, κι' η ατέρμονη προσδοκία, στη ζωή,

 της έρημης 


χαράς.

Βάλε και τα μάτια: μυριάδες μάτια,

σωροί ματιώνε,

άπειρα ζεύγη ματιών,

με τη γοητεία τους, το καθένα,

το χρώμα τους, το βλέμμα τους, τη γλώσσα

 τους


και το γλωσσάριό τους,

το γέλιο τους, τα δάκρυα και τη θλίψη τους,

 τον έρωτά τους,


ή και την αδιαφορία τους ακόμη.

Μάτια ορθάνοιχτα, σφαλιχτά, μάτια που 

κρατούμε κρυφά,


φανερά,

μυστικά, μέσα στα ίδια μας τα μάτια, πάντα,

 πάντα.


Μάτια γυναικών, πουλιών, παιδιών,

μάτια όπου δεν είδαμε, κι' όπου μας είπανε 

πολλά γι' αυτά.


Μάτια γλαρά, νυσταγμένα, μάτια γιομάτα 

πόθους:


άστρα σπινθηροβόλα, υπέρλαμπρα, 

ατέλειωτα πάνω


στον στοργικό ατέλειωτο νυκτερινό μας

 ουρανό.

Κι' όμως: φιλιά στα μάτια δεν είναι χωρι-

σμός.

Η ζωή, η γνώση

η γνώση της ζωής (των ματιών πάντα)

νάναι τροφή ονείρου απαλού,

ή μήπως παραλήρημα;

Λέω,

για τις κληρομαντείες,

υπόλογοι

θάν' οι υποφήται του Ναού

της ζωής (της δόξας) των ματιών.


Από την ποιητική συλλογή του Νίκου 

Εγγονοπούλου "Στην κοιλάδα με τους 


ροδώνες"

Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014


  



"Πέρασες" - Kωνσταντίνος  Χατζόπουλος (1868-1920)



Πέρασες και είχες στα μαλλιά
ρόδα και φως και είχες στο χέρι
κρίνα λευκά και στάχυα απ᾽τον αγρό·
και σε είδα και είπα κι έφτασε
το καλοκαίρι.

Μα ήρθες και σκόρπισες τα στάχια στο νερό,
τα ρόδα στον αέρα·
και μ᾽έναν κρίνο στάθηκες, ωχρή
σα φθινοπώρου μέρα.

Στάθηκες ωχρή
με το βλέμμα πέρα,
κι ήταν τόσο ωχρή
και τριγύρω η μέρα.

Κι ήταν η ώρα ωχρή,
βράδυ ως να είχε γίνει·
μόνο ένα άυλο φως
γύρω σου είχε μείνει,

και ήσουν σα να λες,
όπως είχες μείνει:
Είχα μιαν αυγή,
μιαν άνοιξη προσμείνει.

Κι έβλεπες τα ρόδα
κάτω στο νερό
και τον κρίνο ωχρό
κοίταζες το χέρι.

Κοίταζες: σαν κάτι
να έτρεμε ξερό·
κοίταζες: σαν κάπου
να έφευγε φτερό,

κι άπλωσες το χέρι.
Και ήταν σα φτερό
μες το φως το ωχρό
που ένευε το χέρι.

Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2014





 "Το εμβατήριο του ωκεανού" 

Γιάννης Ρίτσος




Οι γέροι ναυτικοί,
 που δεν έχουν καΐκι, που δεν έχουν πια δίχτυα 
κάθονται στο βράχο 
και καπνίζουν στην πίπα τους 
ταξίδια, σκιά και μετάνοια.
Όμως εμείς 
δεν ξέρουμε τίποτα 
απ ́ τη στάχτη στη γεύση του ταξιδιού. 
Ξέρουμε το ταξίδι 
Και το γλαυκό ημικύκλιο του ορίζοντα 
που’ ναι σαν τ ́ άγριο φρύδι 
θαλασσινού θεού. 
Πηδάμε στις βάρκες 
λύνουμε τα σκοινιά και τραγουδάμε τη θάλασσα 
κοιτώντας το ασημένιο σύννεφο
πλάι στ ́ ανοιξιάτικο φεγγάρι. 
Ποια διαμαντένια πολιτεία 
κοιμάται πίσω απ ́ τα βουνά;
Ποια φώτα τρέμουν πέρα στη νύχτα 
και μας φωνάζουν;
Ακούσαμε το τραγούδι της θάλασσας
και δε μπορούμε πια να κοιμηθούμε. 
Μητέρα, 
μη μου κρατάς το χέρι.