" Επάνω σ' ένα ακοίμητο αερόστατο
ατενίζουμε το καθάριο χρώμα τ' ουρανού,
τις ανθισμένες κοιλάδες του μυαλού,
την ανεξίτηλη θαλασσινή δροσιά,
τους ορεινούς στυλοβάτες της απεραντοσύνης...
Οι ψυχές μας γίνονται συνοδοιπόροι..."

Σας καλωσορίζω στο ιστολόγιό μου ελπίζοντας να κάνουμε πολλά ταξίδια - ονειρικά και μακρινά - στο χώρο του πνεύματος, της τέχνης και της δημιουργίας...

Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2014



Υγρό Φθινοπωρινό όνειρο...


Πόσο κακό κάνουμε στα παιδιά όταν τους φωνάζουμε;

Πάντα δίνω αξία στα γράμματα που μου γράφουν τα παιδιά μου, ακόμα κι αν πρόκειται για δυο λέξεις πάνω σε μια χαρτοπετσέτα. Όμως το ποίημα που μου έγραψε η 9 ετών κόρη μου, με αφορμή την Γιορτή της Μητέρας είχε ιδιαίτερη σημασία για εμένα. Από τον πρώτο κιόλας στίχο τα μάτια μου πλημμύρισαν δάκρυα: «Το σημαντικότερο που έχει η μαμά μου είναι ότι είναι πάντα εκεί για εμένα, ακόμα και όταν δημιουργώ προβλήματα». Βλέπετε... δεν ήταν πάντα έτσι τα πράγματα.
Την περίοδο που η ζωή μου βρισκόταν σε μία έξαλλη κατάσταση, ξεκίνησα να έχω μία συμπεριφορά, η οποία διέφερε πολύ από το πώς συνήθιζα να φέρομαι μέχρι τότε. Άρχισα να φωνάζω. Δεν γινόταν συχνά, αλλά ήταν πολύ έντονο –σαν ένα παραγεμισμένο μπαλόνι που ξαφνικά σκάει και κάνει όποιον είναι παρών να πανικοβάλλεται από τρόμο.
Τι μου είχαν κάνει τα τότε τριών και έξι ετών παιδιά μου και είχα χάσει το μυαλό μου; Ήταν ότι μια ζωή αργούσαμε να φύγουμε από το σπίτι γιατί ήθελαν να κουβαλούν μαζί όλα τους τα παιχνίδια; Ήταν ότι άδειαζαν κάθε πρωί όλο το κουτί των δημητριακών μέσα στο μπολ με το γάλα (και στο πάτωμα); Ήταν ότι μου έσπασαν δύο φορές τα γυαλιά της μυωπίας μου (ενώ τους είχα πει να μην τα πειράζουν); Ήταν ότι αρνούνταν να κοιμηθούν, ιδιαίτερα τα βράδια που ήμουν πραγματικά εξαντλημένη; Ήταν ότι τσακώνονταν μεταξύ τους για γελοία πράγματα, όπως το ποιος θα βγει πρώτος από το αυτοκίνητο ή ποιος θα πάρει τη μεγαλύτερη μπάλα παγωτού;
Ναι, ήταν τέτοια πράγματα. Μικρά, φυσιολογικά. Τυπική συμπεριφορά κάθε παιδιού στον κόσμο, η οποία όμως με έβγαζε από τα όρια μου, πέρα από κάθε έλεγχο.
Δεν μου είναι εύκολο να τα γράφω αυτά, ούτε ήταν τότε μια εύκολη εποχή της ζωής μου, για να θέλω να την ξαναθυμάμαι –μισούσα τον εαυτό μου τις στιγμές εκείνες. Τι μου είχε συμβεί; Γιατί έπρεπε να ουρλιάζω σαν αγρίμι στα δύο πολύτιμα αγγελούδια μου, τα οποία αγαπούσα και αγαπάω περισσότερο και από την ίδια μου την ζωή;
Επιτρέψτε μου να σας πω τι μου είχε συμβεί. Είχα περισπασμούς.
Ήμουν διαρκώς σε ένα τηλέφωνο, είχα αμέτρητες δεσμεύσεις, λίστες με όσα έπρεπε να κάνω. Και το κυνήγι της τελειότητας με είχε στοιχειώσει. Το να φωνάζω στους ανθρώπους που αγαπούσα ήταν άμεσο αποτέλεσμα της απώλειας ελέγχου που ένιωθα στην ζωή μου.
Αναπόφευκτα, έπρεπε κάπου να ξεσπάω. Και ξεσπούσα πίσω από κλειστές πόρτες, παρουσία των ανθρώπων που σήμαιναν για εμένα περισσότερα από τον καθένα.
Μέχρι που κάποια μέρα... Η μεγάλη μου κόρη είχε ανέβει σε ένα σκαμπό και προσπαθούσε να πιάσει κάτι στο πάνω ντουλάπι της κουζίνας, όταν κατά λάθος έριξε μια ολόκληρη σακούλα με ρύζι στο πάτωμα. Καθώς οι εκατομμύρια μικροσκοπικοί κόκκοι έπεφταν στο πάτωμα σαν βροχή, τα μάτια του παιδιού πλημμύρισαν δάκρυα. Και τότε το είδα: Τον τρόμο στα μάτια της, καθώς προετοιμαζόταν για το ξέσπασμα της μητέρας της!
«Με φοβάται», σκέφτηκα. Και αυτό που συνειδητοποίησα μου προκάλεσε πανικό. Η 6χρονη κόρη μου τρέμει την αντίδρασή μου σε ένα αθώο λάθος της.
Με βαθιά θλίψη συνειδητοποίησα ότι δεν θέλω να είμαι αυτή η μαμά για τα παιδιά μου, ούτε ήθελα να ζήσω έτσι την υπόλοιπη ζωή μου.
Λίγες εβδομάδες μετά το επεισόδιο αυτό άρχισα να αλλάζω τρόπο σκέψης και ζωής. Η στιγμή της επίπονης αυτής συνειδητοποίησης με είχε οδηγήσει στο να εγκαταλείψω τους περισπασμούς μου και να αφοσιωθώ σε όσα έχουν πραγματικά σημασία. Αυτό έγινε πριν δυόμιση χρόνια. Δυόμιση χρόνια σταδιακής απεξάρτησης από την υπερβολική χρήση ηλεκτρονικών περισπασμών, δυόμιση χρόνια απελευθέρωσης από την ανεπίτευκτη επιταγή της τελειότητας, του να πρέπει να κάνω «τα πάντα». Καθώς άφηνα πίσω μου τους εσωτερικούς και εξωτερικούς περισπασμούς μου, το άγχος και το στρες άρχισαν να καταλαγιάζουν μέσα μου. Με πιο ελαφρύ φορτίο μπορούσα να αντιδρώ στα λάθη και τις αταξίες των παιδιών μου με πιο ήρεμο, συμπονετικό και λογικό τρόπο.
Άρχισα να λέω πράγματα όπως «εντάξει, λίγο σιρόπι είναι. Μπορείς να το σκουπίσεις από τον πάγκο και ούτε γάτα, ούτε ζημιά!» (αντί να ξεφυσάω και να 'ξινίζω' την έκφρασή μου). Πρόσφερα την βοήθειά μου, κάθε φορά που τους έπεφταν φαγητά κάτω, για να τα καθαρίσουν (αντί να στέκομαι από πάνω τους και να τα κοιτάζω με ενόχληση και απογοήτευση). Βοηθούσα την κόρη μου να βρει το παιχνίδι που έψαχνε (αντί να την κατηγορώ για ανευθυνότητα).

Και τις στιγμές που η εξάντληση και η αδιάκοπη γκρίνια άρχιζαν να με καταβάλουν, έμπαινα στο μπάνιο, έκλεινα την πόρτα, και άφηνα τον εαυτό μου να πάρει βαθιές ανάσες και να σκεφτεί ότι είναι απλά παιδιά. Και τα παιδιά κάνουν λάθη. Όπως κάνω και εγώ.

Σταδιακά, ο φόβος που κατέκλυζε τα παιδιά μου κάθε φορά που έκαναν κάποιο λάθος εξαφανίστηκε. Και, ευτυχώς, έγινα καταφύγιο για αυτά στις δύσκολες στιγμές τους, όχι εχθρός από τον οποίον έπρεπε να τρέξουν να κρυφτούν.
Δεν ξέρω αν θα έγραφα το παραπάνω, αν δεν μου είχε συμβεί το εξής περιστατικό την περασμένη Δευτέρα: Ήμουν στον υπολογιστή και τελείωνα το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου μου, όταν ξαφνικά ο υπολογιστής πάγωσε. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Τον έκλεισα τον άνοιξα ξανά και είχαν χαθεί τα πάντα! Έψαξα σε κάθε πιθανό δίσκο, να δω τι θα μπορούσα να ανακτήσω, αλλά είχαν σβηστεί όλα. Αναφέρομαι σε πολλές ώρες δουλειάς! Όταν συνειδητοποίησα ότι θα έπρεπε να τα γράψω όλα ξανά από την αρχή, ήθελα να κλάψω! Αλλά ακόμα πιο πολύ, ήθελα να ξεσπάσω!
Αλλά δεν μπορούσα. Γιατί είχε έρθει η ώρα να πάρω τα παιδιά από το σχολείο και μετά να τα πάω στο κολυμβητήριο. Με μεγάλη δυσκολία, έκλεισα το λάπτοπ και θύμισα στον εαυτό μου ότι υπάρχουν πολύ μεγαλύτερα προβλήματα στην ζωή από το να ξαναγράψω μερικές σελίδες. Έπειτα, αποφάσισα πως την συγκεκριμένη στιγμή δεν μπορούσα να κάνω τίποτα παραπάνω.
Όταν τα παιδιά μπήκαν στο αυτοκίνητο, κατάλαβαν ότι κάτι δεν πάει καλά και με ρώτησαν. Τους είπα ότι έχασα 3 μέρες δουλειάς, εξαιτίας του υπολογιστή. Το αυτοκίνητο ήταν το τελευταίο μέρος που ήθελα να βρίσκομαι εκείνη τη στιγμή. Ήθελα να γυρίσω στο σπίτι, να ασχοληθώ με το πρόβλημά μου. Αντίθετα, τους είπα ήρεμα ότι δεν ένιωθα πολύ καλά για να το συζητήσω εκείνη την στιγμή. Ότι ένιωθα πολύ θυμωμένη και ήθελα λίγο χρόνο για να ηρεμήσω.
«Λυπόμαστε μαμά», μου είπε μόνο η μεγάλη μου κόρη. Και για την υπόλοιπη διαδρομή, σαν να ένιωσαν τι ακριβώς χρειαζόμουν, δεν έβγαλαν κουβέντα.
Η μέρα πέρασε, ήρθε το βράδυ. Έβαλα τα παιδιά στο κρεβάτι. Πήγα να καληνυχτίσω τη μικρή μου κόρη και με ρώτησε τι θα κάνω με την δουλειά που έχασα. Τότε άρχισα να κλαίω. Όχι τόσο για την δουλειά που έχασα, όσο επειδή δεν είχα ξεσπάσει όλη την ημέρα. Η κόρη μου άπλωσε το χέρι της και μου χάιδεψε το κεφάλι. Μου είπε «οι υπολογιστές είναι μεγάλο πρόβλημα» και «θα ζητήσουμε αύριο από τον μάστορα να το φτιάξει» και «μαμά, ξέρω ότι μπορείς να τα καταφέρεις. Είσαι η καλύτερη συγγραφέας. Θα σε βοηθήσω όπως μπορώ.»
Αν είχα παραμείνει μια μαμά που όλο φωνάζει, η κόρη μου δεν θα είχε γίνει τόσο συμπονετική. Γιατί οι φωνές κόβουν κάθε δίαυλο επικοινωνίας. Αναγκάζουν τους ανθρώπους να χωρίσουν, από το να έρθουν πιο κοντά.

Όπως έγραψε και η κόρη μου στο ποίημά της, το σημαντικό είναι ότι δεν είναι ποτέ αργά για να σταματήσει κανείς να φωνάζει. Το σημαντικό είναι ότι τα παιδιά συγχωρούν, ειδικά όταν βλέπουν κάποιον που αγαπούν να προσπαθεί να αλλάξει. Το σημαντικό είναι ότι η ζωή είναι πολύ μικρή για να θυμώνεις επειδή το σπίτι λερώθηκε ή δεν είναι τακτοποιημένο. Το σημαντικό είναι ότι ό,τι κι αν έγινε χθες, σήμερα είναι μια νέα μέρα. Σήμερα μπορούμε να επιλέξουμε να απαντήσουμε με ηρεμία.Και μιλώντας στα παιδιά ήρεμα τα μαθαίνουμε ότι έτσι χτίζουμε γέφυρες. Τις γέφυρες που μας κουβαλούν στις δύσκολες στιγμές μας.


Το παραπάνω κείμενο προέρχεται από την εκπαιδευτικό, σύμβουλο γονιών, συγγραφέα και μητέρα δύο παιδιών Rachel Macy Stafford.

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014



Κ. Καβάφης "Καλός και κακός καιρός"



Ο Χειμώνας σε 35 υπέροχες φωτογραφίες (33)





Δεν με πειράζει αν απλώνη
έξω ο χειμώνας καταχνιά, σύννεφα, και κρυάδα.
Μέσα μου κάμνει άνοιξι, χαρά αληθινή.
Το γέλοιο είναι ακτίνα, μαλαματένια όλη,
σαν την αγάπη άλλο δεν είναι περιβόλι,
του τραγουδιού η ζέστη όλα τα χιόνια λυώνει.

Τι ωφελεί οπού φυτρώνει

λουλούδια έξω η άνοιξις και σπέρνει πρασινάδα!
Έχω χειμώνα μέσα μου σαν η καρδιά πονεί.
Ο στεναγμός τον ήλιο τον πιο λαμπρό σκεπάζει,
σαν έχεις λύπη ο Μάης με τον Δεκέμβρη μοιάζει,
πιο κρύα είναι τα δάκρυα από το κρύο χιόνι. 





Από τα Αποκηρυγμένα
      
Διδαχής αισθήματα

 

Ευλογία να ξυπνάς το πρωί,
να βλέπεις αθώα σπουργιτάκια
να προσμένουν το μητρικό σίτο.
Ηρεμία να βοούν πολλαπλές φωνούλες
αγάπης, πρόκλησης κι αντεκδίκησης,
να προσπαθούν να βιώσουν την πρώιμη ενηλικότητα.
Χαρά να χαμογελούν,
να τσιγκλιούνται,
να ερωτεύονται,
να διεκδικούν.
Ικανοποίηση να προοδεύουν,
να πορεύονται σε δρομίσκους επιθυμιών κι ολοκλήρωσης.
Ευτυχία να κατακτούν τα άβατα όρη,
να απογειώνονται σε πελάγη του Διαστήματος.
Μακάριος ο διδάσκαλος της Ζωής…


Αγέλη λύκων



Oκτώ(μ)βριος 
Οχτακόσια χρόνια λάθος το λέμε!



Πριν από κάμποσο καιρό, σε μια διαδικτυακή συζήτηση, ένας ιστολόγος δεν μπορούσε να κρύψει την αγανάκτησή του: Παίρνω ανάποδες με κάτι τέτοια λάθη, ειδικά όταν γίνονται από κόσμο (υποτίθεται) μορφωμένο, έγραφε. Ποιο είναι αυτό το τόσο ατιμωτικό λάθος; Θα μπορούσα να το διατυπώσω σε μορφή κουίζ, με την απάντηση σε άλλη σελίδα, αλλά προτιμώ να μη σας κουράσω. Το λάθος που εννοώ είναι το να λέει κανείς ή να γράφει ΟκτώΜβριος, αντί για το σωστό Οκτώβριος.

Ο τύπος «Οκτώμβριος» είναι περιφρονημένος, πρέπει να το παραδεχτούμε, επειδή ακούγεται λαϊκός, σαν τον συγγενή από το χωριό που δεν τον παρουσιάζουμε για να μη μας φέρουν σε δύσκολη θέση οι τρόποι του· ενώ το να πεις, φερειπείν, «εξεμέτρησε τα προς το ζην», το οποίο επί της ουσίας είναι τρίδιπλο λάθος, συγχωρείται, επειδή αναβαπτίζεται στην τρισχιλιόχρονη κολυμπήθρα.

Έτσι, με τη ρετσινιά του λαϊκού λάθους, ο Οκτώμβριος βρήκε περίοπτη θέση στο πάνθεον των σολοικισμών και στα λαθολόγια που καταρτίζουν διάφοροι γλωσσονόμοι (τον όρο τον κλέβω από έναν καλό συνάδελφο). Πολλοί από αυτούς τους λαθολόγους δεν διστάζουν να χρεώνουν το λάθος στους δημοτικιστές ή στο μονοτονικό ή να το θεωρούν ένδειξη για το κακό χάλι που έχει η παιδεία μας τα τελευταία χρόνια.

Τυπικά, δίκιο έχουν οι λαθοθήρες· ο μήνας Οκτώβριος, που είναι δάνειο από τα λατινικά όπως και οι υπόλοιποι έντεκα άλλωστε, δεν έχει μι, επειδή δεν είχε στα λατινικά, όπου τα ονόματα ήταν september, october, november, december.

Το ρωμαϊκό μηνολόγιο, που το έχουμε δανειστεί ολόκληρο, ξεκινούσε από τον Μάρτιο. Οι τέσσερις πρώτοι μήνες έφεραν ονόματα θεών (Μάρτιος από τον Άρη, Απρίλιος μάλλον από την Αφροδίτη, Μάιος από τη Μαία, Ιούνιος από την Ήρα-Juno). Ο επόμενος μήνας λεγόταν Quintilis, πέμπτος, αλλά ονομάστηκε Ιούλιος προς τιμή του Ιουλίου Καίσαρα, ενώ και ο επόμενος, ο έκτος (Sextilis) μετονομάστηκε σε Αύγουστο προς τιμή του Οκταβιανού Αυγούστου. Περιέργως όμως, η μόδα να βαφτίζουν τους μήνες με τα ονόματα αυτοκρατόρων σταμάτησε εκεί κι έτσι στους επόμενους μήνες τα ονόματα προέκυψαν από την αρίθμηση: έβδομος μήνας ο Σεπτέμβριος (September από το septem = εφτά), όγδοος ο Οκτώβριος (October από το octo = οχτώ), ένατος ο Νοέμβριος (November από το novem = εννιά) και δέκατος ο Δεκέμβριος (December από το decem = δέκα).

Βέβαια, αργότερα το ρωμαϊκό μηνολόγιο τροποποιήθηκε και μπήκαν στην αρχή ο Ιανουάριος και ο Φεβρουάριος, με αποτέλεσμα η αντιστοιχία των αριθμών να έχει χαλάσει: ο Σεπτέμβρης είναι ο ένατος μήνας, όχι ο έβδομος, ο Οκτώβρης δέκατος και όχι πια όγδοος και πάει λέγοντας.

Το γιατί είπαμε και γράψαμε Οκτώμβριος είναι ευεξήγητο: από την ομάδα των τεσσάρων μηνών που κλείνουν το χρόνο και που έχουν την ίδια κατάληξη –βριος, οι τρεις έχουν το μ, και ο Οκτώβριος όχι –οπότε είναι πολύ λογικό και ανθρώπινο, με βάση τον πανίσχυρο νόμο της αναλογίας, να θέλουμε αυθόρμητα να προσθέσουμε το Μ και στον Οκτώβρη ή, όπως το λέει με συγκρατημένη περιφρόνηση το σημείωμα στο λεξικό Μπαμπινιώτη, «από τα ονόματα των μηνών αυτών επηρεάζονται ορισμένοι ομιλητές, προφέροντας και τον Οκτώβριο με –μ– (Οκτώμβριος!)».
Παρά το ότι πολλοί θα θέλανε να το θεωρήσουν πρόσφατο φαινόμενο, το «λάθος» να λέμε Οκτώμβριος υπακούοντας στο νόμο της αναλογίας, αντί να πούμε Οκτώβριος όπως υπαγορεύει η λατινική ετυμολογία, δεν είναι και πολύ καινούργιο, δεν είναι καρπός της δήθεν γλωσσικής παρακμής των τελευταίων χρόνων, αλλά είναι πολύ παλιότερο. Πόσο παλιό; Πολύ.

Για παράδειγμα, στην ιστορία της αλώσεως όπως παραδίδεται από τον ψευδοΣφραντζή, χρησιμοποιείται παντού ο τύπος Οκτώμβριος αντί του «σωστού» Οκτώβριος. Το «λάθος» δεν υπάρχει στον αυθεντικό Σφραντζή· ο ψευτοΣφραντζής (με κάποιες προσθήκες ενός Μελισσηνού) είναι κανα-δυο αιώνες νεότερος, δηλ. στον 17ο αιώνα πρέπει να γράφτηκε –αν και αυτές τις λεπτομέρειες δεν τις έχω τσεκάρει και ούτε είναι το φόρτε μου οπότε μπορεί να πέφτω έξω.

Όμως, μπορούμε να πάμε πιο πίσω. Τις προάλλες φυλλομετρούσα τη συλλογή ελληνικών χειρογράφων της βιβλιοθήκης του Παλέρμου (έχει το ιντερνέτ μυριάδες τέτοιους άχρηστους θησαυρούς για όποιον θέλει να χάνει την ώρα του με πράγματα μη παραδεδεγμένης χρησιμότητας) και σε έγγραφα γραμμένα γύρω στο 1225 βρήκα πολλές φορές τον τύπο Οκτώμυριος (το βήτα το έγραφαν παντού με ύψιλον οι συντάκτες του συγκεκριμένου εγγράφου, μια γραφή που ήταν πολύ διαδεδομένη στο Βυζάντιο). Οχτακόσια χρόνια λοιπόν έχει ηλικία το οκτωμβριανόλάθος -κι ακόμα να μάθουμε να το λέμε σωστά!

Μια ακόμα ένδειξη για την παλαιότητα αλλά και για την διάδοση του τύπου Οκτώμβριος, έμμεση, την παίρνουμε από μια άλλη γλώσσα. Στα βουλγάρικα, ο Οκτώβριος είναι Октомври, οκτόμβρι, και εδώ τα βουλγάρικα (και τα σλαβομακεδόνικα που δεν υπάρχουν) διαφοροποιούνται από τις άλλες σλάβικες γλώσσες που έχουν σκέτο b ή v χωρίς m (όσες έχουν τα λατινικά ονόματα στους μήνες, διότι πολλές έχουν την σλάβικη ονοματολογία). Ολοφάνερα, η διαφοροποίηση αυτή είναι ελληνική επιρροή, πράγμα από το οποίο μπορούμε να υποθέσουμε, με αρκετή πιθανότητα, πως ο πολύς κόσμος Οκτώμβριο τον έλεγε τον μήνα πριν από καμιά δεκαριά αιώνες. Δεν πρόκειται δηλαδή για το λάθος ενός μεμονωμένου γραφιά (ο οποίος μπορεί, στο κάτω κάτω βρε αδερφέ να ήταν και αστοιχείωτος, θα έλεγε κανείς) αλλά για εκτεταμένο φαινόμενο.

Όμως, το «λάθος» είναι ακόμα πιο παλιό. Βέβαια, ψάχνοντας στον ψηφιακό δίσκο TLG δεν βρίσκω άλλη εμφάνιση του Οκτώμβριος πέρα από τον ψευδο-Σφραντζή (φυσικά, μπορεί να υπήρχε και να διορθώθηκε στην κριτική έκδοση), ούτε και στο Λίντελ Σκοτ, βρίσκω όμως Οκτώμβριος στο ελληνικό Λίντελ Σκοτ, και στο Πατριστικό λεξικό του Λάμπε, με παραπομπή σε ταπεινά εκκλησιαστικά κείμενα του 6ου αιώνα, αλλά και στο μεσαιωνικό λεξικό του Κριαρά, όπου καταγράφονται αρκετές εμφανίσεις του τύπου Οκτώμβριος που χρονολογούνται από τον 6ο αιώνα μ.Χ. έως το 1797.

Επομένως, ο τύπος Οκτώμβριος δεν είναι κάτι καινούργιο, δεν είναι απόρροια της δήθεν γλωσσικής παρακμής των τελευταίων δεκαετιών, δεν φταίνε γι’ αυτόν οι δημοτικιστές ή το μονοτονικό ή τα ιδιωτικά κανάλια. Είναι τύπος που υπαγορεύεται από τον ισχυρότατο νόμο της αναλογίας και που μετράει ήδη καμιά δεκαπενταριά αιώνες στη γλώσσα μας. Οπότε και ο τίτλος που έβαλα, και που μιλάει για οχτακόσια χρόνια, είναι παραπλανητικός –αλλά μ’ αρέσει ο ρυθμός του και δεν θα τον αλλάξω.

Με όλα αυτά να μην παρεξηγηθώ: δεν σας λέω ότι από αύριο πρέπει να αρχίσετε να γράφετε Οκτώμβριος –άλλωστε ούτε κι εγώ το γράφω, ούτε καν το λέω (μάλιστα, εγώ μερικές φορές, ιδίως όταν μιλάω γρήγορα, λέω Σεπτέβριος, Νοέβριος, Δεκέβριος). Όμως, ας μην θεωρούμε πως ο τύπος «Οκτώμβριος» είναι ένδειξη αμορφωσιάς ή πως είναι το αποκορύφωμα του σολοικισμού. Γιατί, αν χαρακτηρίσουμε σοβαρό γλωσσικό ατόπημα τον τύπο «Οκτώμβριος», πώς πρέπει να χαρακτηρίσουμε φράσεις όπως: η μέθη ώθησε μια πάσχουσα ρητορική μελοδράματος, αλλά ερίζεται δραματουργικά αν είναι η μέθη που μιλά ή ο αληθινός πόθος που εκλύεται;



www.sarantakos.com

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014


 "Η ΑΔΕΛΑΪΣ ΤΩΝ ΥΠΟΦΗΤΩΝ"

Νίκος Εγγονόπουλος


Το άκρον άωτον της επιστήμης ή της 

υπερευαισθησίας: η


αγάπη.

Του άκρου άωτου της ευαισθησίας; Πάλε η 

αγάπη!


Βέβαια, κι' η ατέρμονη προσδοκία, στη ζωή,

 της έρημης 


χαράς.

Βάλε και τα μάτια: μυριάδες μάτια,

σωροί ματιώνε,

άπειρα ζεύγη ματιών,

με τη γοητεία τους, το καθένα,

το χρώμα τους, το βλέμμα τους, τη γλώσσα

 τους


και το γλωσσάριό τους,

το γέλιο τους, τα δάκρυα και τη θλίψη τους,

 τον έρωτά τους,


ή και την αδιαφορία τους ακόμη.

Μάτια ορθάνοιχτα, σφαλιχτά, μάτια που 

κρατούμε κρυφά,


φανερά,

μυστικά, μέσα στα ίδια μας τα μάτια, πάντα,

 πάντα.


Μάτια γυναικών, πουλιών, παιδιών,

μάτια όπου δεν είδαμε, κι' όπου μας είπανε 

πολλά γι' αυτά.


Μάτια γλαρά, νυσταγμένα, μάτια γιομάτα 

πόθους:


άστρα σπινθηροβόλα, υπέρλαμπρα, 

ατέλειωτα πάνω


στον στοργικό ατέλειωτο νυκτερινό μας

 ουρανό.

Κι' όμως: φιλιά στα μάτια δεν είναι χωρι-

σμός.

Η ζωή, η γνώση

η γνώση της ζωής (των ματιών πάντα)

νάναι τροφή ονείρου απαλού,

ή μήπως παραλήρημα;

Λέω,

για τις κληρομαντείες,

υπόλογοι

θάν' οι υποφήται του Ναού

της ζωής (της δόξας) των ματιών.


Από την ποιητική συλλογή του Νίκου 

Εγγονοπούλου "Στην κοιλάδα με τους 


ροδώνες"