" Επάνω σ' ένα ακοίμητο αερόστατο
ατενίζουμε το καθάριο χρώμα τ' ουρανού,
τις ανθισμένες κοιλάδες του μυαλού,
την ανεξίτηλη θαλασσινή δροσιά,
τους ορεινούς στυλοβάτες της απεραντοσύνης...
Οι ψυχές μας γίνονται συνοδοιπόροι..."

Σας καλωσορίζω στο ιστολόγιό μου ελπίζοντας να κάνουμε πολλά ταξίδια - ονειρικά και μακρινά - στο χώρο του πνεύματος, της τέχνης και της δημιουργίας...

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2014


Θάλασσα


Ορισμός: η υδάτινη αλμυρή έκταση που καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειας της γης.

Ετυμολογία: πρόκειται για αρχαία λέξη, αγνώστου ετύμου, πιθανώς συνδεδεμένης με τη μακεδονική ιδιωματική λέξη «δαλάγχαν» και είναι προελληνική. Το θέμα mar- «θάλασσα» (από όπου λατιν. Μare, γαλλ. Μer, ιρλ. Muir, γερμ. Meer κ.α.) δεν απαντά στην Ελληνική, όπου αντιθέτως χρησιμοποιείται με γενική σημασία η λέξη θάλασσα και οι ποιητικές ἃλς, πόντος και πέλαγος.



Συνώνυμα

α) ωκεανός: μεγαλύτερη υδάτινη επιφάνεια από τη θάλασσα, τόση που να χωρίζει ηπείρους μεταξύ τους (π.χ. Ατλαντικός ωκεανός).

β) πέλαγος: ανοιχτή θάλασσα, μικρότερη συνήθως από αυτήν που δηλώνει η λέξη θάλασσα (π.χ. Αιγαίο πέλαγος)

γ) πόντος: αρχικά σήμαινε «θαλάσσιο πέρασμα» (λατ. pons/ pontis= γέφυρα). Σήμερα θεωρείται η κλειστή διαπλεύσιμη θάλασσα (π.χ. Εύξεινος Πόντος) ή θαλάσσια δίοδος (π.χ. Ελλήσποντος).

δ) (αι)γιαλός: η παράπλευρη προς την ακτή θάλασσα, τ’ αβαθή νερά όπου παραπλέουν μικρότερα σκάφη.


Θάλασσα - ἃλς: η αρχαία λέξη «ἃλς» σήμαινε τη θάλασσα όπως τη βλέπει κάποιος από μακριά – ιδίως στον Όμηρο. Η λέξη θάλασσα επηρέασε αναλογικά το γένος της λέξης ἃλς, που ως θηλυκό (ἡ ἃλς) δήλωνε τη θάλασσα ενώ ως αρσενικό (ὁ ἃλς) το αλάτι.


·  «Ψαρεύοντας έρχεται η θάλασσα»

·  «Πρόσεχε να προφέρεις καθαρά τη λέξη θάλασσα έτσι που να γυαλίσουν μέσα της όλα τα δελφίνια. Κι η ερημιά πολλή που να χωρά ο θεός»

·  «Έχοντας ερωτευτεί και κατοικήσει αιώνες μες στη θάλασσα, έμαθα γραφή και ανάγνωση.»[Οδυσσέας Ελύτης ( 1911-1996 , Ποιητής, Νόμπελ 1979)]

·  «Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στο ακρογιάλι»[Γιώργος Σεφέρης ( 1900-1971 , Έλληνας ποιητής, Νόμπελ 1963)]


Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Γ. Μπαμπινιώτη)


 Borobudur - Ινδονησία

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2014



Αρχαία Ελληνική Γλώσσα

Η Μετοχή

Η μετοχή είναι ρηματικό επίθετο που έχει τις ιδιότητες και του ρήματος (παίρνει δηλ. υποκείμενο, αντικείμενο, προσδιορισμούς, έχει χρόνους και διαθέσεις) και του επιθέτου (έχει δηλ. τρία γένη, τρεις καταλήξεις, πτώσεις, προσδιορίζει ένα ουσιαστικό σαν επιθετικός ή κατηγορηματικός προσδιορισμός, μπαίνει σαν κατηγορούμενο).
Μετοχή:     Επιθετική/Αναφορική
                    Κατηγορηματική
                    Επιρρηματική


Επιθετική/Αναφορική μετοχή:

Ø προσδιορίζει ουσιαστικά ή αντωνυμίες και έχει συνήθως άρθρο.
Ø μεταφράζεται με: ο οποίος/ που + οριστική/μετοχή/επίθετο.
Ø όταν η επιθετική μετοχή είναι έναρθρη, έχει σαν υποκείμενο το άρθρο της.
     Π.χ. Οἱ ἐκπλέοντες εἰσί Ἀθηναῖοι. (υποκείμενο μετοχής: οἱ)
Ø Όταν η επιθετική μετοχή είναι άναρθρη, έχει σαν υποκείμενό της τη λέξη που προσδιορίζει.
     Π.χ. Σύνειμι ἀνθρώποις δυναμένοις ἀναλίσκειν. (υποκείμενο μετοχής: ἀνθρώποις)



Κατηγορηματική μετοχή

Ø Δεν παίρνει ποτέ άρθρο και χρησιμοποιείται σαν κατηγορούμενο ή σαν κατηγορηματικός προσδιορισμός στο υποκείμενο ή το αντικείμενο του ρήματος από το οποίο εξαρτάται.
Ø Όταν αναφέρεται μόνο στο υποκείμενό τους, ακολουθεί τα παρακάτω ρήματα που δηλώνουν:
·  Έναρξη και λήξη: ἂρχομαι, ἂρχω, ὑπάρχω (=αρχίζω), παύομαι, λήγω κ.λ.π.
·   Ανοχή, υπομονή, καρτερία, κάματο: ἀνέχομαι, ὑπομένω, καρτερῶ, κάμνω, ἀγορεύω κ.λ.π.
· Ψυχικό πάθος: ἣδομαι, ἀγαπῶ, χαίρω, ἂχθομαι, ἀγανακτῶ, ὀργίζομαι, χαλεπῶς φέρω/βαρέως φέρω, λυποῦμαι, ἀλγῶ, αἰσχύνομαι κ.λ.π.
·  Ευεργεσία, αδικοπραγία, νίκη, ήττα: εὖ ποιῶ, καλῶς ποιῶ, χαρίζομαι, χάριν φέρω (= κάνω χάρη), κακῶς ποιῶ, ἀδικῶ, νικῶ, κρατῶ, ἡττῶμαι, λείπομαι (= είμαι κατώτερος, υστερώ) κ.λ.π.
·   Τα ρήματα: εἰμί, γίγνομαι, ὑπάρχω, διαγίγνομαι, διάγω, διατελῶ, λανθάνω, οἴχομαι, τυγχάνω, φαίνομαι, φανερός εἰμί, δῆλος εἰμί, φθάνω.
Π.χ  Ἂρξομαι ἀπό τῆς ἰατρικῆς λέγων.
Οὐκ ἠνέσχετο σιγῶν. (= δεν ανεχόταν να σιωπά)
Ἣδομαι ἀκούων τοῦτον. (= ευχαριστιέμαι να τον ακούω)
Καλῶς ποιεῖς προνοῶν. (= καλά κάνεις που προνοείς)
Τισσαφέρνης ἐν Σάρδεσιν ἒτυχεν ὢν.
Ø Όταν αναφέρεται άλλοτε στο υποκείμενο και άλλοτε στο αντικείμενό τους ακολουθεί τα εξής ρήματα που σημαίνουν:
· Αίσθηση, γνώση, μάθηση, μνήμη: αἰσθάνομαι, ἀκούω, ὁρῶ, οἶδα, ἐπίσταμαι, γιγνώσκω, μανθάνω, ἁλίσκομαι, λαμβάνω, εὑρίσκω, μέμνημαι, ἐπιλανθάνομαι κ.τ.λ.
· Δείξη, δήλωση, αγγελία, έλεγχο: δείκνυμι, δηλῶ, φαίνω, ἀγγέλλω, παρέχω (= παρουσιάζω), ἐλέγχω, ἐξελέγχω κ.τ.λ.
Π.χ. Οἱ φύλακες κατελήφθησαν κοιμώμενοι (= Οι φρουροί πιάστηκαν να κοιμούνται).
Κλέαρχος ἐπιορκῶν ἐφάνη (= Ο Κλέαρχος φάνηκε πως παρέβαινε τους όρκους του)


Επιρρηματική μετοχή

Ø Η μετοχή που χρησιμοποιείται σαν επιρρηματικός προσδιορισμός για να δηλώσει τρόπο, χρόνο, αιτία, εναντίωση, σκοπό, υπόθεση.
Ø Όταν το υποκείμενο της επιρρηματικής μετοχής έχει σχέση με έναν άλλο ρηματικό τύπο της πρότασης στην οποία ανήκει η μετοχή (δηλ. είναι υποκείμενο ή αντικείμενο στο ρηματικό αυτό τύπο ή δοτική προσωπική) τότε η μετοχή λέγεται συνημμένη επιρρηματική μετοχή.
Π.χ.  Κῦρος συλλέξας στράτευμα ἐπολιόρκει Μίλητον.
Ø Όταν το υποκείμενο της επιρρηματικής μετοχής δεν έχει σχέση με έναν άλλο ρηματικό τύπο της πρότασης στην οποία ανήκει η μετοχή και είναι μόνο υποκείμενο της μετοχής, τότε η μετοχή λέγεται απόλυτη επιρρηματική μετοχή (μπαίνει συνήθως σε πτώση γενική και σπάνια σε άλλες πτώσεις)
Π.χ. Ἐλθόντος Ἀλκιβιάδου Σωκράτης ἢρξατο λέγων. (Ἐλθόντος= Γενική απόλυτη χρονική μετοχή, Ἀλκιβιάδου= υποκείμενο μετοχής)

Είδη επιρρηματικών μετοχών




Α) Τροπική μετοχή
ü  Μπαίνει συνήθως σε χρόνο Ενεστώτα.
ü  Ισοδυναμεί με προσδιορισμό του τρόπου.
ü Μεταφράζεται με μετοχή η οποία στη νεοελληνική γλώσσα τελειώνει σε –οντας.
üΟι μετοχές ἂγων, ἔχων, λαβών, φέρων συνήθως είναι τροπικές μετοχές και μεταφράζονται : με + Αιτιατική.
Π.χ. Ἦλθε Κλέαρχος ἔχων ὁπλίτας πεντακοσίους.



Β) Χρονική μετοχή
ü  Μπαίνει σ’ όλους τους χρόνους εκτός από Μέλλοντα.
ü  Συνήθως μπαίνει σε χρόνο Αόριστο.
ü  Ισοδυναμεί με χρονική πρόταση που μεταφράζεται με: όταν, μόλις, αφού, ενώ.
ü Δηλώνει το προτερόχρονο, το σύγχρονο και το υστερόχρονο.
ü  Πολλές φορές συνοδεύεται από χρονικά επιρρήματα: ἃμα, αὐτίκα, ἔτι, εὐθύς, ἐξαίφνης, εἶτα, ἔπειτα, ἐνταῦθα, ἢδη, μεταξύ, οὓτω, τότε
Π.χ. Δειπνήσαντες δέ ἀπελαύνετε. (= Όταν δειπνήσετε, αναχωρείτε)


Γ) Τελική μετοχή
ü  Μπαίνει σε χρόνο Μέλλοντα και σπάνια σε Ενεστώτα.
ü  Λέγεται και μετοχή του σκοπού.
ü  Ισοδυναμεί με τελική πρόταση που μεταφράζεται με: για να, με το σκοπό να.
ü Παίρνει σχεδόν πάντα μπροστά της το ὡς. Όταν, όμως, συντάσσεται με ρήματα που δηλώνουν κίνηση, τότε συνήθως δεν παίρνει το ὡς.
Π.χ. Ἀθηναῖοι παρεσκευάζοντο ὡς πολεμήσοντες. (= για να πολεμήσουν)

Δ) Αιτιολογική μετοχή
ü  Μπαίνει σ’ όλους τους χρόνους ( σπάνια σε Μέλλοντα)
ü  Ισοδυναμεί με αιτιολογική μετοχή που μεταφράζεται με: επειδή, γιατί, διότι.
ü  Συχνά συνοδεύεται από: ἃτε, ἃτε δή, οἷα, οἷα δή, οἷον, οἷον δή και δηλώνει πραγματική αιτιολογία.
Π.χ. Οἷον διά χρόνου ἀφιγμένος ἀσμένως ᾖα. (= επειδή πραγματικά είχα φθάσει έγκαιρα, ερχόμουν τραγουδώντας)
ü  Συνοδεύεται πάντα από το ὡς και δηλώνει υποκειμενική αιτιολογία.
Π.χ. Ἐνταῦθα ἒμενον ὡς τό ἄκρον κατέχοντες. (= Έμεναν εκεί γιατί κατά τη γνώμη τους κρατούσαν την άκρη)
ü  Συνοδεύεται πάντα από το ὣσπερ και δηλώνει ψεύτικη αιτιολογία.
Π.χ. Λέγει ὡς ὑβριστής εἰμί, ὣσπερ μέλλων ἀληθῆ λέγειν. (…σαν να πρόκειται να λέει την αλήθεια)


Ε) Εναντιωματική μετοχή
ü  Μπαίνει σ’ όλους τους χρόνους εκτός από Μέλλοντα.
ü  Ισοδυναμεί με εναντιωματική πρόταση που μεταφράζεται με: αν και, μολονότι.
ü  Συχνά συνοδεύεται η μετοχή από τα: καί, καίπερ, καίτοι, καί ταῦτα, πάνυ, περ ενώ το ρήμα από τα ὃμως, ἀλλ’ ὃμως, ἀλλά και, ὃπως, εἶτα, ἔπειτα.
Π.χ. Εἰσήλθετε ὑμεῖς καίπερ οὐ διδόντος τοῦ νόμου.


ΣΤ) Υποθετική μετοχή
ü Μπαίνει σ’ όλους τους χρόνους εκτός από Μέλλοντα.
ü Ισοδυναμεί με υποθετική πρόταση και μεταφράζεται με: εάν, αν.
ü Συνήθως βρίσκεται κοντά της δυνητική οριστική ή ευκτική ή δυνητικό απαρέμφατο.
Π.χ. Οὐκ ἂν δύναιο μή καμών εὐδαιμονεῖν. (= Εάν δεν κουραστείς, δε θα μπορέσεις να ευτυχήσεις)