" Επάνω σ' ένα ακοίμητο αερόστατο
ατενίζουμε το καθάριο χρώμα τ' ουρανού,
τις ανθισμένες κοιλάδες του μυαλού,
την ανεξίτηλη θαλασσινή δροσιά,
τους ορεινούς στυλοβάτες της απεραντοσύνης...
Οι ψυχές μας γίνονται συνοδοιπόροι..."

Σας καλωσορίζω στο ιστολόγιό μου ελπίζοντας να κάνουμε πολλά ταξίδια - ονειρικά και μακρινά - στο χώρο του πνεύματος, της τέχνης και της δημιουργίας...

Κυριακή 3 Αυγούστου 2014



Η αρχόντισσα Καστοριά





Τριαντάφυλλο


Σε θυμάμαι μέσα στο κίτρινο φόρεμα
να στροβιλίζεσαι στο χορό της ζωής,
τα μαύρα στιλπνά μαλλιά,
τα αινιγματικά γήινα μάτια,
το αβίαστο χαμόγελό σου.
Σου άρεσε να γελάς…
Ήθελες να ζεις, ν’ αγαπάς, ν’ αναπνέεις…
Όμως δεν πρόλαβες.
Το γκρίζο χέρι της Σιωπής σε τράβηξε μακριά.
Τώρα σε βλέπω στα όνειρά μου,
 σε μια φωτογραφία επάνω στο τραπέζι,
στους ανώνυμους περαστικούς…
Κρατώ τη Λήθη σε απόσταση.
Είσαι μια εικόνα του παρελθόντος,
τόσο μα τόσο φωτεινή και παντοτινή!


…στην Αλέκα που έφυγε νωρίς
21-08- 2008



Τὸ Φωτόδεντρο καὶ ἡ δέκατη τέταρτη Ὀμορφιά (Οδυσσέας Ελύτης)




Μ᾿ ἕνα τίποτα ἔζησα
Μονάχα οἱ λέξεις δὲ μοῦ ἀρκούσανε
Σ᾿ ἑνὸς περάσματος ἀέρα
ξεγνέθοντας ἀπόκοσμη φωνὴ τ᾿ αὐτιά μου
φχιὰ
φχιοὺ φχιού
ἐσκαρφίστηκα τὰ μύρια ὅσα
Τί γυαλόπετρες φοῦχτες
τί καλάθια φρέσκες μέλισσες καὶ σταμνιὰ φουσκωτὰ ὅπου
ἄκουγες βββ νὰ σοῦ βροντάει ὁ αἰχμάλωτος ἀέρας.

Κάτι
Κάτι δαιμονικὸ μὰ ποὺ νὰ πιάνεται σὰν σὲ δίχτυ στὸ σχῆμα τοῦ Ἀρχαγγέλου
Παραλαλοῦσα κι ἔτρεχα
Ἔφτασα κι ἀποτύπωνα τὰ κύματα στὴν ἀκοὴ ἀπ᾿ τὴ γλώσσα

- Ἔ καβάκια μαῦρα, φώναζα, κι ἐσεῖς γαλάζια δέντρα τί ξέρετε ἀπὸ μένα;
- Θόη θόη θμός
- Ἔ; Τί;
- Ἀρίηω ἠθύμως θμὸς
- Δὲν ἄκουσα τί πράγμα;
- Θμὸς θμὸς ἄδυσος

Ὥσπου τέλος ἔνιωσα
κι ἂς πᾶ᾿ νὰ μ᾿ ἔλεγαν τρελὸ
πῶς ἀπό ῾να τίποτα γίνεται ὁ Παράδεισος.

Της αγάπης (Μιχάλης Γκανάς)

                                  
Μπακίρι από γιαννιώτη γανωτζή
να φέγγει να σπιθοβολάει το γέλιο σου
τα λόγια σου να σκάνε μέσα μου
σαν τις χειρομπομπίδες.
Κορμί που λάχτιζες σαν αγριμάκι
προτού σε πάρει ο ύπνος,
τρεις νύχτες τώρα με διπλό προσκέφαλο
αχνίζω νικοτίνη,
τρέχω με ογδόντα πυρετό
ύστερα με διακόσια
τρελαίνομαι στις δημοσιές.
Κι η μοναξιά ένα μάθημα πικρό
κι ο θάνατος μια μαύρη κουβαρίστρα
έλα με την αγάπη
έλα με το νερό.
Μη λείψεις άλλο μη μ’ αφήσεις
παλάμη διάφανη κι ορθή καρδιά,
που σ’ αγαπώ που με τρομάζεις,
που μου ’δωσες ψωμί κι αστροφεγγιά
το μέταλλο του στήθους πάλι
και του κορμιού το κοιμισμένο τύμπανο.

  ...στην Πόπη

Μαγευτικά Ιωάννινα...





Μετέωρα!!!




...στην επιβλητική Καβάλα!